Μειώνεται η ελληνική παραγωγή κρασιού- Καμπανάκι από Κομισιόν

Μειώνεται η ελληνική παραγωγή κρασιού- Καμπανάκι από Κομισιόν
Photo: pixabay.com
Το χύμα κρασί, οι βασικοί ανταγωνιστές και οι αμπελώνες που χάνονται.

Τα νέα για τους λάτρεις του κρασιού δεν φαίνεται να είναι ευχάριστα αφού η παραγωγή του αγαπημένου τους ποτού παρουσιάζει σημάδια κόπωσης. Οι εκτιμήσεις τις Κομισιόν κάνουν λόγο για πτώση της τάξης του 0,5% και σημαντική επιβράδυνση των εξαγωγών μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει χαρακτηριστικά πως η  βιομηχανία οίνου προσαρμόζεται σε μια νέα γενιά καταναλωτών, οι οποίοι αλλάζουν τον τρόπο ζωής και τις προτιμήσεις τους και αναμένει ότι από το 2030 θα δούμε να καταγράφεται μείωση της κοινοτικής παραγωγής και εμπορίας του οίνου, με παράλληλη πτώση των εξαγωγών, με τη συγκομιδή να αγγίζει τα 155 εκατ. εκατόλιτρα.

Ένας από τους βασικούς λόγους έχει να κάνει με την συνταξιοδότηση μιας μεγάλης μερίδας οινοποιών στις επιχειρήσεις των οποίων δεν θα υπάρξει διαδοχή.  Παράλληλα, η ζήτηση λευκών, ροζέ και αφρωδών οίνων, τα οποία έχουν γενικά χαμηλότερα επίπεδα αλκοόλ και μπορούν να καταναλώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η αντίστροφη μέτρηση έχει ξεκινήσει, αφού τα τελευταία επίσημα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το τμήμα Αμπέλου Οίνου και Αλκοολούχων Ποτών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων αποκαλύπτουν μια πτώση της ελληνικής οινοπαραγωγής που ξεπερνά το 10%.

Σύμφωνα μάλιστα με την Κεντρική Συνεταιριστική Ένωση Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ), η σύγκριση μέσων όρων του 2000 και του 2019, καταδεικνύει τη δραματική μείωση της οινοπαραγωγής κατά 34,63%, γεγονός που αποδίδεται στη δραματική μείωση των εκτάσεων αμπελοκαλλιέργειας κατά 20%.

Ο Πρόεδρος της Ένωσης Οινοπαραγωγών Αττικής, Ανδρέας Γκίκας βάζει στο τραπέζι και τον παράγοντα της αλλαγής των κλιματολογικών συνθηκών, ενώ όπως λέει στο fortunegreece.com, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι ο ρυθμός φύτευσης των αμπελώνων είναι αντιστρόφως ανάλογος με εκείνον της εγκατάλειψής τους.

«Τα αμπέλια που χάνονται οδηγούν σε παράλληλη απώλεια των δικαιωμάτων εμφύτευσης στο μέλλον. Δεν υπάρχει ενδιαφέρον για την ανάπτυξη του κλάδου και αν και κάποιος νεοεισερχόμενος θέλει να μπει στο χώρο θα είναι αργά αφού θα έχουν χαθεί τα δικαιώματα. Σκεφτείτε ότι η ελληνική παραγωγή ανέρχεται σε 400.000 τόνους και αγγίζει μόλις το 10% της αντίστοιχης ιταλικής η οποία βρίσκεται στα 3,5 με 4 εκατομμύρια τόνους όπως επίσης και η ισπανική. Ακόμη και οι Γερμανοί ξεπερνούν την Ελλάδα σε παραγωγή με 600.000 τόνους!» αναφέρει ο κ. Γκίκας

Επίσης μία ακόμη ιδιαιτερότητα της ελληνικής αγοράς είναι ότι έχουμε κατακερματισμένο κλήρο που δεν επιτρέπει βιώσιμες επιχειρήσεις. Αίτημα των οινοποιείων είναι να αντιμετωπίζονται σαν γεωργικές επιχειρήσεις και όχι σαν εμπορικές βιομηχανικές, ενώ παράλληλα ζητείται να δίνεται προτεραιότητα στην παραχώρηση δικαιωμάτων φύτευσης σε αμπελουργούς και όχι σε επαγγελματίες που η βασική τους δραστηριότητα είναι σε άλλο κλάδο.

Ως προς το κρασί που διατίθεται χύμα στην αγορά αγγίζει, σύμφωνα με τον κ. Γκίκα, το 60% με 70% της συνολικής παραγωγής. Στα «αγκάθια» έρχονται να προστεθούν οι φθηνές εισαγωγές εμφιαλωμένων κρασιών από την γειτονική Ιταλία, τα οποία έχουν μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους και είναι πιο ανταγωνιστικά από τα αντίστοιχα ελληνικά.

Η ΕΕ δίνει οικονομικά κίνητρα για την εξάλειψη των ελληνικών αμπελώνων

Όπως εξηγεί στο fortunegreece.com ο Αντώνης Μυλωνάς, εκ των Ιδιοκτητών της Μικροοινοποιΐας Μυλωνά, η μείωση στην παραγωγή δεν είναι ακριβώς τυχαία, ούτε θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως δείγμα κακής απόδοσης του κλάδου. Και αυτό διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εκείνη που δίνει κατευθύνσεις, και καθορίζει τις ποσοστώσεις της οινοπαραγωγής κάθε χώρας επιτρέποντας σε συγκεκριμένες περιοχές την καλλιέργεια αμπελώνων.

«Δεν μπορεί οποιοσδήποτε αυθαίρετα να αναπτύξει όπου θέλει αμπελώνα. Ακόμη κι αν ένας επαγγελματίας επιθυμεί να επεκταθεί, ο μόνος τρόπος για να το κάνει είναι αγοράζοντας δικαιώματα από τους υφισταμένους αμπελώνες» τονίζει ο κ. Μυλωνάς υπενθυμίζοντας πως τα προηγούμενα χρόνια υπήρξε μία τάση μείωσης των αμπελώνων στην Ελλάδα την οποία ενθάρρυναν τα οικονομικά κίνητρα με τη μορφή αποζημιώσεων που έδινε η Ε.Ε. στους παραγωγούς που θα αποφάσιζαν να σταματήσουν την καλλιέργεια τους.

Το πλήγμα για τον κλάδο από μια τέτοια κίνηση ήταν μεγάλο με τον κ. Μυλωνά να επισημαίνει πως ένα μεγάλο ποσοστό αμπελώνων που χάθηκαν δυστυχώς δεν ξαναφυτεύτηκε. Ο ίδιος τονίζει πως το ελληνικό κρασί είναι ανταγωνιστικό στο εξωτερικό, διευκρινίζοντας, ωστόσο, πως αυτό δεν συμβαίνει για όλες τις εγχώριες ποικιλίες. Για παράδειγμα η Σαντορίνη θεωρείται ακριβή σε τιμή, διότι το κρασί της έχει υψηλής αξίας πρώτη ύλη που είναι μοναδική στον κόσμο. Σε ότι αφορά δε τα κρασιά που παράγονται από την Νεμέα, την Αττική, τη Στερεά και τη βόρεια Ελλάδα οι τιμές τους είναι άκρως ανταγωνιστικές.

Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι, τόσο οι συνεταιρισμοί, όσο και το Κράτος έχουν επιδοθεί στην προώθηση ελληνικών ποικιλιών όπως το Ασύρτικο, το Αγιωργίτικο, το μοσχοφίλερο και το ξινόμαυρο, ποικιλίες οι οποίες θεωρούνται οι καλύτεροι πρεσβευτές για την προβολή της χώρας μας στο εξωτερικό.

Να ληφθούν μέτρα κατά του χύμα κρασιού

Σχολιάζοντας τα τελευταία μέτρα που λαμβάνονται για την εξάλειψη του χύμα τσίπουρου και της χύμα τσικουδιάς από τον κλάδο της εστίασης, ο κ. Μυλωνάς υπενθυμίζει ότι πριν από μια τετραετία είχε επιβληθεί νόμος έτσι ώστε όλα τα οινοποιεία να περνούν από αυστηρό έλεγχο μέσω τελωνείων, μία πρωτοβουλία η οποία καταργήθηκε πέρυσι και είχε, όπως λέει, ως αποτέλεσμα την μείωση της παραγωγής των σταφυλιών και την αύξηση του παραεμπορίου.

«Ένα μεγάλο ποσοστό του κρασιού εξακολουθεί και διατίθεται χύμα. Κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να γίνει τυποποίηση και έλεγχος και να επιβληθούν μέτρα όπως αυτά που επιβλήθηκαν στην περίπτωση του ούζου και του τσίπουρου» καταλήγει.

Να σημειωθεί ότι η Μικροοινοποιΐα Μυλωνάς εξάγει αυτή τη στιγμή τα κρασιά της σε εφτά χώρες σε Ευρώπη, Αμερική και Ιαπωνία με το ποσοστό των εξαγωγών να ανέρχεται σε 30% -40%. Το 2019 ο τζίρος εταιρείας έκλεισε με άνοδο 20%, ώθηση την οποία έλαβε κυρίως από τις πωλήσεις στο εξωτερικό.