Μιχάλης Κατρίνης: Περιβάλλον φιλικό στην επιχειρηματικότητα ή επιχειρηματικότητα φιλική προς την κυβέρνηση;

Μιχάλης Κατρίνης: Περιβάλλον φιλικό στην επιχειρηματικότητα ή επιχειρηματικότητα φιλική προς την κυβέρνηση;
Για δημιουργία νέων επιχειρήσεων και την επέκταση των υπαρχουσών, συμβάλλοντας στην οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

*Ο Μιχάλης Κατρίνης είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος και βουλευτής Ηλείας του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής

Δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για την επιχειρηματικότητα, σημαίνει παροχή στις επιχειρήσεις εκείνων των συνθηκών που χρειάζονται για να αναπτυχθούν και να ευδοκιμήσουν. Αυτό περιλαμβάνει μείωση γραφειοκρατίας, εκλογίκευση ρυθμιστικών κανόνων, πρόσβαση σε χρηματοδοτική στήριξη, εκπαίδευση και κατάρτιση των επιχειρηματιών, καθώς και δημιουργία ευκαιριών για καινοτομία και ανάπτυξη. Ένα τέτοιο περιβάλλον ενθαρρύνει τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων και την επέκταση των υπαρχουσών, συμβάλλοντας στην οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Δυστυχώς, παρά τους μύθους που καλλιεργεί η κυβέρνηση σε σχέση με τις επιδόσεις της, τα πραγματικά αποτελέσματα της πολιτικής της, όπως αποτυπώνονται στους διεθνείς δείκτες, τη διαψεύδουν. Σύμφωνα με την έκθεση του Heritage Foundation για το 2023, η Ελλάδα με επίδοση 56,9 κατατάσσεται στην 107η θέση παγκοσμίως στο δείκτη οικονομικής ελευθερίας, υποχωρώντας 30 θέσεις σε σχέση με το 2022, ενώ είναι τελευταία μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η φετινή της επίδοση είναι χαμηλότερη και από εκείνη του 2018 επί ΣΥΡΙΖΑ. Σε ό,τι αφορά το δείκτη της ανταγωνιστικότητας, η τελευταία έκθεση του Παγκόσμιου Κέντρου Ανταγωνιστικότητας (IMD) αποτυπώνει την πτώση της χώρας μας για το 2023 στην 49η θέση διεθνώς, από την 47η που βρισκόταν το 2022, ενώ στην κατάταξη του StartupBlink σε σχέση με τη φιλικότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος για την δημιουργία start up επιχειρήσεων, η Ελλάδα είναι ουραγός στην Ευρωπαϊκή Ένωση καταλαμβάνοντας την 26η θέση μεταξύ των 27.

Ήδη από το 2022 η έκθεση του Παγκόσμιου Επιχειρηματικού Παρατηρητηρίου (GΕM) υποδείκνυε ότι η Ελλάδα χρειάζεται να ενισχύσει τις πολιτικές υποστήριξης των επιχειρηματιών, ενώ διαπίστωνε ότι οι Έλληνες έχουν σχετικά χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης στην επιχειρηματικότητα, υψηλά ποσοστά φόβου αποτυχίας και χαμηλά ποσοστά αναγνώρισης νέων ευκαιριών. Παράλληλα, υπογράμμιζε τη σοβαρή περιοριστική επίδραση της χρηματοδότησης στην επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα, καθώς και το υψηλό επίπεδο γραφειοκρατίας.

Πώς είναι δυνατόν όμως να υπάρχει περιορισμός της πρόσβασης στη χρηματοδότηση, τη στιγμή που τα τελευταία χρόνια οι πόροι που εισρέουν στη χώρα μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, του ΕΣΠΑ και των άλλων ευρωπαϊκών ταμείων δεν έχουν ιστορικό προηγούμενο; Πώς είναι δυνατόν μετά από δύο φάσεις του προγράμματος «Ηρακλής» – ενώ ακολουθεί και τρίτη – για την εξυγίανση των τραπεζών, να μην έχει αποκατασταθεί μια ικανοποιητική ροή χρηματοδοτήσεων προς την πραγματική οικονομία, αφού η μείωση των «κόκκινων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών υποτίθεται ότι θα διευκόλυνε τις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν τις επιχειρήσεις; Αντί σε όλα αυτά να δοθεί μια ικανοποιητική απάντηση, το μόνο που παρατηρούμε είναι να κατευθύνονται οι χρηματοδοτικοί πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης σε λιγότερες από 180 εταιρείες, ενώ σε σχέση με τα ρυθμιστικά και τα γραφειοκρατικά εμπόδια, παρατηρούμε να γίνεται άρση τους, με φωτογραφικές νομοθετικές ρυθμίσεις, μόνο για τις περιπτώσεις που η κυβέρνηση επιλέγει να εξυπηρετήσει.

Υπεύθυνο για όλα αυτά είναι το σημερινό συγκεντρωτικό μοντέλο διακυβέρνησης που θέλει να έχει τα πάντα υπό τον απόλυτο έλεγχό του, στρεβλώνοντας την λειτουργία της ελεύθερης οικονομίας και θέτοντας όρους εξάρτησης και ασφυξίας σε όσους επιθυμούν να επιχειρήσουν. Δεν είναι τυχαίο, ότι στο διεθνή δείκτη διαφάνειας η χώρα μας βρίσκεται στην 25η θέση στην ΕΕ, ενώ πρόσφατα παραιτήθηκαν ο πρόεδρος και μέλη του Δ.Σ. της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας.

Μιλάμε τελικά για περιβάλλον φιλικό στην επιχειρηματικότητα ή για επιχειρηματικότητα φιλική προς την κυβέρνηση;

Το δεύτερο είναι ένα μοντέλο μη βιώσιμο, που δεν αρμόζει σε σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, αλλά καταδικάζει την Ελλάδα σε ανταγωνιστική και αναπτυξιακή υστέρηση. Γι’ αυτό οφείλουμε να ενώσουμε δυνάμεις για να το αλλάξουμε.