Moody’s: Οι αριθμοί πίσω από τις αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών

Moody’s: Οι αριθμοί πίσω από τις αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών
Photo: AFP
Η ελληνική οικονομία θα σημειώσει μέση ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,2% για το 2023-27

Στην πορεία των ελληνικών τραπεζών αναφέρεται η Moody’ s στην τελευταία έκθεση της, στην οποία οι αναλυτές του οίκου αξιολόγησης επιχειρούν να απαντήσουν μια σειρά ερωτημάτων για τον χρηματοπιστωτικό κλάδο στη χώρα μας, από τις αξιολογήσεις των τραπεζών, την πορεία των «κόκκινων» δανείων έως και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν από τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές και τις πληθωριστικές πιέσεις.

Ποιοι είναι οι βασικοί παράγοντες πίσω από τις πρόσφατες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας;

Σύμφωνα με την Moody’s «η κύρια κινητήρια δύναμη που στηρίζει την πρόσφατη αναβάθμιση της αξιολόγησης της Alpha Bank, της Eurobank, της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και της Τράπεζας Πειραιώς είναι η βελτίωση του λειτουργικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα. Η βελτίωση αυτή μας οδήγησε να αυξήσουμε το αντίστοιχο μακροοικονομικό προφίλ (MP) για την Ελλάδα σε “Μέτριο+” από “Μέτριο-“, υποστηρίζοντας τις αξιολογήσεις των τραπεζών».

Είχε προηγηθεί η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε Ba1 σταθερό από Ba3 θετικό. Οι αναλυτές του οίκου αναφέρουν πως  «η αναβάθμιση του κρατικού αξιόχρεου κατά δύο βαθμίδες αξιολόγησης αντανακλά την άποψή μας ότι η ελληνική οικονομία, τα δημόσια οικονομικά, οι θεσμοί και το τραπεζικό σύστημα βιώνουν βαθιές διαρθρωτικές αλλαγή που θα υποστηρίξει τη συνεχή ουσιαστική βελτίωση των πιστωτικών δεικτών και την ανθεκτικότητα σε μελλοντικά δυνητικά σοκ».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ειδικότερα, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της κυβέρνησης μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουνίου παρέχει υψηλό βαθμό πολιτικής και πολιτικής βεβαιότητας για την τα επόμενα τέσσερα χρόνια, προωθώντας τη συνεχιζόμενη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του παρελθόντος και τον σχεδιασμό περαιτέρω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, γεγονός που στηρίζει τις προσδοκίες μας για περαιτέρω οικονομική και δημοσιονομική ενίσχυση.

Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα σημείωσε ισχυρότερη ανάπτυξη από ορισμένες χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Πορτογαλία. , ενώ μετά την πανδημία το ΑΕΠ της χώρας ανέκαμψε στο 5,9% το 2022 ξεπερνώντας τον μέσο όρο της ΕΕ, συνεχίζει η έκθεση.

Όπως σημειώνει η Moody’s «προβλέπουμε ότι η ελληνική οικονομία θα σημειώσει μέση ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,2% για το 2023-27, ελαφρώς χαμηλότερη από τις προβλέψεις της κυβέρνησης, αλλά σαφώς θα ξεπεράσει τον μέσο όρο ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ. Οι επενδύσεις και η κατανάλωση θα αποτελέσουν τους κύριους μοχλούς ανάπτυξης, τροφοδοτώντας την αύξηση των τραπεζικών πιστώσεων. Αναμένουμε ότι αυτό το ευνοϊκό λειτουργικό περιβάλλον θα ασκήσει ανοδικές πιέσεις στην αυτόνομη πιστωτική ποιότητα των τραπεζών, οδηγώντας στις θετικές προοπτικές μας για την αξιολόγηση των τραπεζών.

Οι ισολογισμοί τους έχουν σε μεγάλο βαθμό εξομαλυνθεί, με λιγότερα προβληματικά δάνεια τα τελευταία χρόνια, και τα βασικά τους κέρδη έχουν αυξηθεί σε συνδυασμό με την αύξηση των νέων δανείων και τα υψηλότερα επιτόκια το 2022-23. Αναμένουμε ότι θα συνεχιστεί η ισχυρή ζήτηση για πιστώσεις στην αγορά, καθώς οι ελληνικές επιχειρήσεις επωφελούνται τόσο από την ανθεκτική οικονομία όσο και από τους σημαντικούς πόρους που προέρχονται από του ευρωπαϊκούς φόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF)».

Τι οδηγεί τις διαφορές στις βασικές πιστωτικές αξιολογήσεις (BCA) των τεσσάρων συστημικών τραπεζών

Συνεχίζοντας, ο οίκος αξιολόγησης υποστηρίζει «η εκτίμησή μας για τη φερεγγυότητα των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών οδηγεί σε διαφορές στις βασικές πιστωτικές αξιολογήσεις, με την Εθνική Τράπεζα και τη Eurobank να τοποθετούνται στο ba2 και την Alpha Bank και την Τράπεζα Πειραιώς στο ba3. Οι ισχυρότερες κεφαλαιακές μετρήσεις, σε συνδυασμό με χαμηλότερο επίπεδο μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) και υψηλότερες προβλέψεις κάλυψης, στην ΕΤΕ και τη Eurobank είναι οι κύριοι λόγοι πίσω από αυτή τη διαφορά. Και οι τέσσερις τράπεζες παρουσίασαν ισχυρά επαναλαμβανόμενα έσοδα προ προβλέψεων (PPI) το πρώτο εξάμηνο του 2023. Αναμένουμε ότι και οι τέσσερις τράπεζες θα συνεχίσουν την πορεία βελτίωσης της φερεγγυότητάς τους κατά τη διάρκεια του τους επόμενους 12-18 μήνες, οδηγώντας στις θετικές προοπτικές αξιολόγησης.

Επιπλέον, η Τράπεζα Πειραιώς έχει καταγράψει σημαντική βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού της τα τελευταία χρόνια, γεγονός που της επέτρεψε να καλύψει τη διαφορά με την τους τοπικούς ομολόγους της, παρά τα σημαντικά υψηλότερα NPEs στο παρελθόν. Αυτό αντικατοπτρίζεται στην αναβάθμιση της τράπεζας κατά δύο βαθμίδες. Η Τράπεζα Πειραιώς εξαγόρασε έναν αριθμό μικρότερων τραπεζών κατά τη διάρκεια της ελληνικής χρηματοπιστωτικής κρίσης (2011-2015). Οι τράπεζες αυτές είχαν σημαντικά προβληματικά δάνεια και κατά συνέπεια η Τράπεζα Πειραιώς ξεκίνησε τη διαδικασία εξυγίανσής της από ένα υψηλότερο επίπεδο NPEs σε σχέση με τους ομολόγους της και σε μεταγενέστερο στάδιο. Παρ’ όλα αυτά, η εστιασμένη στρατηγική της τράπεζας για την επιτάχυνση της μείωσης των NPEs και την επίτευξη ενός δείκτη που να συμβαδίζει με τους ομότιμους, σε συνδυασμό με την αύξηση των νέων δανείων της, απέδωσε καρπούς. Η Τράπεζα Πειραιώς σχεδιάζει να αυξήσει περαιτέρω την κάλυψη των προβλέψεων για τα NPEs της κατά τα επόμενα δύο έτη, γεγονός που θα στηρίξει περαιτέρω το πιστωτικό της προφίλ»

Πώς βελτιώθηκαν οι συνθήκες στον τραπεζικό τομέα

Παρά τις πληθωριστικές πιέσεις και κάποια οικονομική επιβράδυνση, αναφέρει η έκθεση, «οι προοπτικές μας για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα παραμένουν θετικές, κυρίως λόγω της καλής προόδου που έχουν σημειώσει οι τράπεζες στη μείωση των ενοποιημένων NPEs. Επιπλέον, τα προβληματικά δάνεια αναμένεται να συνεχίσουν να μειώνονται, καθώς οι τράπεζες εξακολουθούν να ξεφορτώνονται ορισμένα NPEs και να παρέχουν νέα δάνεια σε επιχειρήσεις που έχουν επιβιώσει από τα χρόνια της κρίσης και είναι πιο εύρωστες ως αποτέλεσμα. Επιπλέον, οι τράπεζες επαγρυπνούν για τυχόν πιεσμένους δανειολήπτες, καθώς και για τις επιπτώσεις της αύξησης των οικιστικών τιμών των ακινήτων και των επιτοκίων προς τους δανειολήπτες, αν και οι προβλέψεις είναι επαρκείς για να περιορίσουν τους κινδύνους για τη φερεγγυότητα των τραπεζών».

Πώς κατάφεραν οι συστημικές τράπεζες να μειώσουν σημαντικά τα NPEs

Η Moody’s υπογραμμίζει ότι «οι τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να μειώσουν σημαντικά τα NPEs τους και να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους κατά τα τελευταία δύο έως τρία χρόνια. Αυτό επιτεύχθηκε κυρίως μέσω του χρηματοδοτούμενου από το κράτος προγράμματος “Ηρακλής”. Το σχήμα τις βοήθησε να τιτλοποιήσουν ένα μεγάλο μέρος αυτών των NPEs και να αποκτήσουν κρατικά εγγυημένα senior notes που τώρα ταξινομούνται ως εκτελεστικά δάνεια στα βιβλία τους. Αντίθετα, οι δύο μικρότερες τράπεζες, η Attica Bank και η Παγκρήτια Τράπεζα, εξακολουθούν να είναι υπερφορτωμένες με NPEs. Αυτές σχεδιάζουν να χρησιμοποιήσουν έναν πιθανό νέο γύρο του “Ηρακλή” για να μειώσουν σημαντικά τα προβληματικά περιουσιακά στοιχεία που εξακολουθούν να αποτελούν κίνδυνο για τις φερεγγυότητά τους».

«Επιπλέον, η κάλυψη των προβλέψεων των τεσσάρων συστημικών τραπεζών έχει αυξηθεί σε σχετικά υψηλά επίπεδα, ιδίως στην ΕΤΕ και τη Eurobank, ακολουθούμενη από την Τράπεζα Πειραιώς. Η Alpha Bank έχει τον χαμηλότερο δείκτη λόγω της φύσης των εναπομεινάντων NPEs. Περίπου το ήμισυ των επισφαλειών της Alpha Bank του αποθέματος των NPEs έχει τη μορφή ενυπόθηκων δανείων λιανικής, με ένα σημαντικό μέρος να έχει ταξινομηθεί ως εμπροσθοβαρώς εξυπηρετούμενο, με καλές προοπτικές να μετακινηθεί από την κατάταξη των NPEs εντός των επόμενων 12 μηνών. Αυτά τα ενυπόθηκα δάνεια διαθέτουν επίσης ισχυρότερες εξασφαλίσεις, γεγονός που απαιτεί χαμηλότερες προβλέψεις, ενώ τα κυρίως εταιρικά NPEs των άλλων συστημικών τραπεζών χρειάζονται υψηλότερη κάλυψη από προβλέψεις».

Πώς είναι δυνατόν η ΕΤΕ και η Eurobank να έχουν αξιολόγηση καταθέσεων επενδυτικής βαθμίδας, ενώ η ελληνική κυβέρνηση όχι;

Σχετικά με το ζήτημα της επενδυτικής βαθμίδας, ο οίκος σημειώνει πως «οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες έχουν σημαντική έκθεση σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου και σε τιτλοποιημένα ομόλογα με εγγύηση του δημοσίου.

Επιπλέον, οι περισσότερες δραστηριότητές τους βρίσκονται στην Ελλάδα και είναι αντίστοιχα συνδεδεμένες με την ελληνική οικονομία. Κατά συνέπεια, οι αξιολογήσεις τους δεν μπορούν να είναι υψηλότεροι από την κρατική αξιολόγηση (Ba1). Η υψηλότερη αξιολόγηση που αποδίδουμε επί του παρόντος είναι η ba2, δίνοντας περιθώριο για περαιτέρω αναβαθμίσεις. Αυτό σε κάποιο βαθμό οδηγεί επίσης στις θετικές προοπτικές αξιολόγησης για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.

Παρ’ όλα αυτά, οι αξιολογήσεις καταθέσεων που αποδίδονται σε αυτές τις τράπεζες βασίζονται στην εμπροσθοβαρή ανάλυση ζημιών λόγω αποτυχίας (LGF). Αυτή εξετάζει τη δυνητική σοβαρότητα των ζημιών για κάθε μέσο στη δομή του παθητικού μιας τράπεζας σε ένα σενάριο εξυγίανσης. Αυτές οι αξιολογήσεις μέσων τοποθετούνται είτε υψηλότερα είτε χαμηλότερα από την αξιολόγηση μιας τράπεζας, με βάση τις πιθανές ζημίες που μπορεί να υποστεί ένας επενδυτής. Κατά συνέπεια, εμείς τοποθετούμε την αξιολόγηση των μακροπρόθεσμων καταθέσεων αυτών των τραπεζών δύο βαθμίδες υψηλότερα από τις BCA τους, αν και μόνο μέχρι το -αναθεωρημένο προς τα πάνω- καταθετικό όριο για την Ελλάδα (Α1), για να αντικατοπτρίσουμε τη σχετικά χαμηλή σοβαρότητα των ζημιών για τις καταθέσεις σε ένα πιθανό σενάριο εξυγίανσης. Οι χαμηλές απώλειες εξηγούνται εν μέρει από τα σχέδια χρηματοδότησης των τραπεζών για την εκπλήρωση των ελάχιστων απαιτήσεων για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL) , μέσω της έκδοσης χρεωστικών τίτλων πριν από το 2025. Αυτά παρέχουν ένα μαξιλάρι απορρόφησης ζημιών προτού επηρεαστούν οι καταθέσεις».

Συνεχίζοντας στην έκθεση, οι αναλυτές του οίκου λένε πως «αυτό έχει ως αποτέλεσμα την κατάταξη αξιολόγησης των καταθέσεων των ελληνικών τραπεζών (ΕΤΕ και Eurobank) με BCA στην επενδυτική βαθμίδα, μία βαθμίδα υψηλότερα από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα. Αυτή η τοποθέτηση αντικατοπτρίζει επίσης την αλληλουχία των γεγονότων και τη σοβαρότητα των ζημιών κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Ελλάδα. Οι επενδυτές των ελληνικών ομολόγων υπέστησαν σημαντικό ονομαστικό κούρεμα ύψους περίπου 53,5% μέσω του PSI. Για τις καταθέσεις, τέθηκαν σε εφαρμογή capital controls που περιόριζαν τα ποσά ανάληψης -γεγονός που συνεπάγεται αθέτηση πληρωμών, σύμφωνα με τους ορισμούς μας- αλλά δεν επιβλήθηκαν ονομαστικές απώλειες στους καταθέτες»

Κίνδυνος τα υψηλά επιτόκια και οι πρόσφατες πυρκαγιές και πλημμύρες για τις ελληνικές τράπεζες;

Συνεχίζοντας, η Moody’s αναφέρει πως «οι πληθωριστικές πιέσεις λόγω των υψηλών τιμών της ενέργειας και της αύξησης των επιτοκίων θα πλήξουν αναπόφευκτα την ικανότητα αποπληρωμής και την ικανότητα των δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους, με τον σχηματισμό NPEs να μετατρέπεται σε θετικό το δεύτερο τρίμηνο του 2023. Παρ’ όλα αυτά, ο αντίκτυπος μέχρι στιγμής στον σχηματισμό νέων NPEs από τις τράπεζες ήταν από ουδέτερος έως ελάχιστος και αναμένουμε ότι αυτό θα διατηρηθεί μέχρι το τέλος του έτους. Οι πρόσφατες πυρκαγιές και οι πλημμύρες στην περιοχή της Κεντρικής Ελλάδας πιθανόν να αποδυναμώσουν την ικανότητα αποπληρωμής ορισμένων δανειοληπτών, δημιουργώντας κάποιους κινδύνους για την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών». Ωστόσο, αυτά είναι απίθανο να έχουν σημαντική επίδραση στις οικονομικές επιδόσεις των τραπεζών φέτος, σύμφωνα με την έκθεση.

«Μια πρόσφατη συμφωνία μεταξύ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών προβλέπει ότι στους πληγέντες δανειολήπτες από τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές θα δοθεί μια ανακούφιση, με την αναστολή της αποπληρωμής των δανείων μέχρι το τέλος του έτους και την αναβολή τυχόν πλειστηριασμών που σχετίζονται με εξασφαλίσεις για περίοδο έξι μηνών. Αναμένουμε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος θα παράσχει επίσης μια μορφή ανοχής σε αυτές τις τράπεζες, επιτρέποντάς τους να μην κατατάξουν αυτά τα ανοίγματα ως μη εξυπηρετούμενα» συμπληρώνει η Moody’s.

Πόσο ανθεκτικές είναι αυτές οι ελληνικές τράπεζες στους κραδασμούς της αγοράς;

Οι τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες αυξάνουν τα τελευταία τρίμηνα τα μεγέθη των εποπτικών κεφαλαίων τους, σύμφωνα με την έκθεση. «Αναμένουμε περαιτέρω ενίσχυση τα επόμενα δύο χρόνια που θα τις βοηθήσει να αντιμετωπίσουν απρόβλεπτα γεγονότα και σοκ στην αγορά. Παρ’ όλα αυτά, εμείς πιστεύουμε ότι η ικανότητα απορρόφησης ζημιών τους είναι επηρεάζεται από το υψηλό επίπεδο των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) που ενσωματώνονται στις κεφαλαιακή τους διάρθρωση. Αυτό στην πραγματικότητα περιορίζει επίσης τον προσαρμοσμένο από τη Moody’s δείκτη των τραπεζών ως προς τα ενσώματα κοινά ίδια κεφάλαια (TCE), ο οποίος μόνο λαμβάνει υπόψη ένα μέρος αυτών των DTCs. Κατά συνέπεια, αυτό τροφοδοτεί τον πίνακα αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών μας και την αξιολόγηση των κεφαλαίων. Ωστόσο, αναγνωρίζουμε τη βελτίωση των ελληνικών τραπεζών στον δείκτη Texas (μετρά τον κίνδυνο που τίθεται στην κεφαλαιακή βάση από τις μη προβλεπόμενα NPEs)».

«Το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί από πάνω από 100% τα προηγούμενα χρόνια, περιορίζοντας τυχόν καθοδικούς κινδύνους για τη φερεγγυότητά τους. Τα καλά αποτελέσματα των ελληνικών τραπεζών στον τελευταίο γύρο των τεστ αντοχής από την ΕΚΤ υποδηλώνουν σαφώς την ισχυρότερη κεφαλαιακή τους ανθεκτικότητα σε σχέση με προηγούμενα stress test. Σημειώνουμε ότι μεταξύ 70 ευρωπαϊκών τραπεζών που συμμετείχαν στα test, η ΕΤΕ κατέλαβε την 5η θέση και η Eurobank κατέλαβε τη 12η θέση όσον αφορά τα επίπεδα του κεφαλαιακού δείκτη CET1 3ετούς διάρκειας στο δυσμενές σενάριο. Η άσκηση αυτή αποτελεί επίσης μια απόδειξη για τις τράπεζες έντονες προσπάθειες για την ομαλοποίηση των ισολογισμών τους και την ικανότητά τους να δημιουργούν οργανικά νέα κεφάλαια μέσω των βασικών τους κερδών» καταλήγει έκθεση.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: