Nick Clegg: Νέο πρόσωπο, παλιό δίλημμα για το Facebook

Nick Clegg: Νέο πρόσωπο, παλιό δίλημμα για το Facebook
Με την αποχώρηση της Sheryl Sandberg, ο επικεφαλής παγκοσμίων υποθέσεων Nick Clegg ασκεί μεγαλύτερη επιρροή από ποτέ στη Meta, ως ο de facto Νούμερο 2 του Mark Zuckerberg. Μπορεί ο Βρετανός πρώην πολιτικός να πείσει τις κυβερνήσεις του πλανήτη να εμπιστευτούν τον γίγαντα των κοινωνικών μέσων ξανά;

Του Jeremy Kahn

Καθώς ο όχλος εισέβαλλε στα σκαλιά του Καπιτωλίου στις 6 Ιανουαρίου 2021, φωνάζοντας «Σταματήστε την κλοπή!» και επιδεικνύοντας πλακάτ που παρέπεμπαν σε θεωρίες συνωμοσίας του QAnon, ο κόσμος παρακολουθούσε αποσβολωμένος. Σε λιγοστά μέρη η αίσθηση του τρόμου ήταν μεγαλύτερη από ό,τι μέσα στα γραφεία του Facebook.

Για εβδομάδες πριν από την 6η Ιανουαρίου, μηχανικοί, ειδικοί στην παραπληροφόρηση και στελέχη έδιναν μάχη για να περιορίσουν τη διασπορά ψευδών ειδήσεων. Είχαν κλείσει τον λογαριασμό «Stop the Steal» τον Νοέμβριο και τις ημέρες που προηγήθηκαν της 6ης Ιανουαρίου, σύμφωνα με το Facebook, «κατέβασαν» δεκάδες χιλιάδες σελίδες του QAnon. Όμως απέτυχαν να λάβουν μέτρα εναντίον άλλων που συνέχισαν να αναμασούν τα ίδια μηνύματα. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα: Ίσως ο λογαριασμός με τη μεγαλύτερη επιρροή που διέδιδε ψεύδη ανήκε στον τότε πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Donald Trump. Η εταιρεία αντιμετώπιζε μια κρίση που θα μπορούσε να επιφέρει υπαρξιακό πλήγμα.

Εκείνο το βράδυ οι δυνάμεις επιβολής του νόμου αποκατέστησαν την τάξη στο Καπιτώλιο, με τον Trump να έχει γράψει στο Twitter ότι οι υποστηρικτές του θα πρέπει να «επιστρέψουν στα σπίτια τους με αγάπη και ειρήνη. Να θυμάστε αυτήν τη μέρα για πάντα!». Ο διευθύνων σύμβουλος Mark Zuckerberg συμβουλεύτηκε μέλη της ομάδας του. Στο τηλεφώνημα συμμετείχαν η Sheryl Sandberg, διευθύντρια Λειτουργιών του Facebook, ο Joel Kaplan, αντιπρόεδρος για τη Δημόσια Πολιτική στις ΗΠΑ, και ο Nick Clegg, πρώην αναπληρωτής πρωθυπουργός της Βρετανίας, ο οποίος ήταν αντιπρόεδρος για τις Παγκόσμιες Υποθέσεις και σχετικά νέος, μόλις στον τρίτο χρόνο του στο Facebook.

Το κουαρτέτο αποφάσισε να αναστείλει τον λογαριασμό του Trump για 24 ώρες. Αργότερα το ίδιο βράδυ πραγματοποίησαν κλήσεις για να συζητήσουν τα επόμενα βήματα. Ο Clegg είχε ένα σχέδιο: Το Facebook θα έπρεπε να αποκλείσει τον Trump επ’ αόριστον. Ο Zuckerberg συμφώνησε.

Ήταν ένα δραματικό βήμα σε μια δύσκολη στιγμή. Αλλά κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών αυτό που αποτέλεσε καμπή στον αγώνα κατά της παραπληροφόρησης έγινε κάτι πιο… διάχυτο. Ο Clegg πίεσε ώστε το Facebook να παραπέμψει την απόφασή του για τον Trump στο νέο ανεξάρτητο Συμβούλιο Εποπτείας, ένα όργανο που ο ίδιος είχε προωθήσει. Ορισμένοι εντός της εταιρείας πίστευαν ότι η παραπομπή ήταν μια ριψοκίνδυνη κίνηση στην οποία ο Zuckerberg θα ασκούσε βέτο. Ωστόσο, ο Zuckerberg είπε: «Nick, αναθέτω σε σένα την απόφαση», σύμφωνα με τους New York Times.

Το Συμβούλιο Εποπτείας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Facebook έπρεπε να αναστείλει τον λογαριασμό του Trump, αλλά η επ’ αόριστον απαγόρευση ήταν αυθαίρετη. Το Facebook τροποποίησε τη διάρκεια της απαγόρευσης σε δύο χρόνια, με ορισμένες προϋποθέσεις. Το Συμβούλιο ζήτησε επίσης από το Facebook να διερευνήσει τον ρόλο που έπαιξαν οι δικές του πλατφόρμες στα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου. (Η εταιρεία δηλώνει στο Fortune ότι, «τελικά, την ευθύνη φέρουν εκείνοι που παραβίασαν τον νόμο και οι ηγέτες που τους υποκίνησαν. Το Facebook έχει λάβει έκτακτα μέτρα για την αντιμετώπιση του επιβλαβούς περιεχομένου και θα συνεχίσουμε να κάνουμε το καθήκον μας».)

Η απάντηση της 6ης Ιανουαρίου ήταν κρίσιμη όχι μόνο για το Facebook, αλλά και για τον Clegg, ο οποίος έκτοτε έχει αναδειχθεί σε έναν από τους πιο σημαντικούς «παίκτες» στον κύκλο του Zuckerberg. Προσελήφθη το 2018 για να βοηθήσει στην αποκατάσταση της σχέσης της εταιρείας με τους φορείς χάραξης πολιτικής και πλέον έχει αναδειχθεί σε πρόσωπο-κλειδί. Για το μεγαλύτερο μέρος των 13 χρόνων της στο Facebook, η Sandberg ήταν το Νο 2 και, συχνά, το δημόσιο πρόσωπο της εταιρείας. Τώρα, όταν πρόκειται για την αντιμετώπιση κανονιστικών προκλήσεων και δημοσίων σχέσεων, αναλαμβάνει ο Clegg. «Αυτό που τον ενδιαφέρει ήταν η σημασία του Facebook στον παγκόσμιο διάλογο και το πόσο σημαντικό ήταν να τεθούν σωστά αυτά τα ζητήματα» λέει ο Jonny Oates, ο οποίος ήταν προσωπάρχης του Clegg κατά τη διάρκεια των ημερών του στη βρετανική κυβέρνηση.

Σύμφωνα με εργαζομένους που αποχώρησαν από την εταιρεία, ο Zuckerberg θέλει να αποστασιοποιηθεί από ακανθώδη κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Αυτό σημαίνει ότι ο Clegg μιλά εκ μέρους της εταιρείας πάνω σε αμέτρητα σημεία αντιπαράθεσης: από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μέχρι την πολιτική βία και το επιβλαβές περιεχόμενο. Όταν ο Zuckerberg τον προήγαγε σε πρόεδρο Παγκόσμιων Υποθέσεων, τον Φεβρουάριο του 2022, έγραψε σε ανάρτηση ότι «χρειαζόμαστε κάποιον στο επίπεδό μου (για τα προϊόντα μας) και της Sheryl (για τις επιχειρηματικές μας δραστηριότητες) που να μπορεί να ηγηθεί και να μας εκπροσωπεί για όλα τα θέματα πολιτικής μας σε παγκόσμιο επίπεδο». Τον Ιούνιο, η Sandberg ανακοίνωσε την απόφασή της να παραιτηθεί από τη θέση της COO, αφήνοντας τον Clegg ως τον πιο κοντινό ισότιμο του Zuckerberg. (Η Sandberg θα παραμείνει στο Διοικητικό Συμβούλιο.)

Αν και ο Clegg είναι για τον Zuckerberg ό,τι ο Λάνσελοτ για τον Αρθούρο, υπάρχουν πολλά νέα πρόσωπα στη Στρογγυλή Τράπεζα. Ο Mike «Schrep» Schroepfer, ο επί σειρά ετών επικεφαλής τεχνολογίας του Facebook, παραιτήθηκε στο τέλος του 2021. Τον διαδέχθηκε ο Andrew Bosworth, ο οποίος είχε διευθύνει τα Reality Labs, μια προσπάθεια του Facebook για την εικονική και επαυξημένη πραγματικότητα. Ο Chris Cox, ένας υπάλληλος του Facebook και πρώην κορυφαίο στέλεχος που έφυγε τον Μάρτιο του 2019, επέστρεψε στη θέση του Chief Product Officer. Τη Sandberg διαδέχεται ο Javier Olivan, ένας βετεράνος με 14ετή θητεία στην εταιρεία, ο οποίος ηγήθηκε της επέκτασής του Facebook στη Λατινική Αμερική και την Ασία, και είχε βασικούς ρόλους στο WhatsApp και το Instagram. Η νέα ομάδα ανέλαβε δράση καθώς το Facebook επαναπροσδιορίστηκε ως Meta και στράφηκε στο Μetaverse. Ο «ανασχηματισμός» συμπίπτει επίσης με πρωτοφανείς προκλήσεις για τη βασική διαφημιστική της δραστηριότητα. Η Apple εισήγαγε αλλαγές που δυσκολεύουν τις εφαρμογές να παρακολουθούν τη δραστηριότητα των χρηστών στο διαδίκτυο, δυσχεραίνοντας την ικανότητα της Meta να στοχεύει διαφημίσεις. Εν τω μεταξύ, η Meta αντιμετωπίζει αυξημένο ανταγωνισμό από την TikTok στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Η αύξηση των εσόδων έχει επιβραδυνθεί σημαντικά. Η Meta φέρεται να έχει διακόψει τις προσλήψεις σε τμήματα της επιχείρησης και να έχει καταβάλει προσπάθειες για την απομάκρυνση των underperformers. (Η εταιρεία λέει ότι αξιολογεί τακτικά το pipeline ταλέντων της και ότι δεδομένης της επιβράδυνσης των εσόδων «επιβραδύνουμε την ανάπτυξή του αναλόγως». Συνέχισε τις προσλήψεις για ορισμένες λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης της ομάδας μηχανικών που εργάζεται για την ανάπτυξη των προϊόντων metaverse στο Λονδίνο.)

Ενώ οι Olivan, Cox και Boz αντιμετωπίζουν τα τρομακτικά εμπορικά και τεχνολογικά εμπόδια της Meta, ο ρόλος του Clegg είναι να βοηθήσει την εταιρεία να βρει τον δρόμο της σε ένα ναρκοπέδιο προκλήσεων. Παρουσιάζει ένα νέο πρόσωπο στους κυβερνητικούς αξιωματούχους που έχουν εξοργιστεί με τις επαναλαμβανόμενες υπεκφυγές του Zuckerberg. Ως πρώην υπεύθυνος χάραξης πολιτικής, μπορεί να συντονιστεί με τις ρυθμιστικές αρχές με τρόπο που δεν μπορεί το αφεντικό του. Και το προστατεύει από εμπλοκές με τους νομοθέτες, οι οποίες συχνά αφήνουν αρνητικό αποτύπωμα.

Αλλά η επιρροή του Clegg είναι πιο σημαντική. Φαίνεται να πιστεύει ότι η Meta μπορεί να πετύχει ένα είδος «πολιτικού ζίου ζίτσου»: Υποκύπτοντας στη ρύθμιση σε ορισμένους τομείς, θα αποκτήσει ελευθερία δράσης σε άλλους. Η ρύθμιση, κατά την άποψη του Clegg, επιβάλλει μια ευθύνη όχι μόνο στον ρυθμιζόμενο, αλλά και στη ρυθμιστική αρχή, η οποία πρέπει να βρει τους κανόνες και πώς πρέπει να επιβληθούν. Το πρόβλημα, πιστεύει ο Clegg, είναι ότι η Meta επέτρεψε να πιεστεί από ένα οργισμένο κοινό και τους νομοθέτες να αναλάβει τον ρόλο του κράτους. Μια εισηγμένη δεν θα έπρεπε να λαμβάνει αυτές τις αποφάσεις, λέει ο Clegg∙ αντίθετα, υποστηρίζει «ένα πνεύμα συνεργασίας» μεταξύ του ιδιωτικού τομέα και των κυβερνήσεων.

Το πρόβλημα, λένε οι επικριτές της Meta, είναι ότι η έκκληση του Clegg για συνεργασία είναι μια συνταγή για αδράνεια σε μια πολωμένη πολιτική εποχή. «Ο Nick Clegg ακολουθεί το εγχειρίδιο του Facebook / Meta που έχουμε δει όλα αυτά τα χρόνια: άρνηση, εκτροπή και απόσπαση της προσοχής κάθε φορά που το Facebook / Meta τίθεται υπό έλεγχο» λέει ο Jim Steyer, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Common Sense Media, η οποία υπερασπίζεται υγιέστερες επιλογές τεχνολογίας και μέσων ενημέρωσης για τα παιδιά και τις οικογένειες. Και ο κίνδυνος ότι οι απογοητευμένοι νομοθέτες θα επιβάλουν την αλλαγή στη Meta, αντί να έρθουν στο τραπέζι του Clegg για διάλογο, παραμένει.

Για τους περισσότερους Αμερικανούς που τον γνωρίζουν, ο Clegg είναι απλώς ένας γλυκομίλητος Βρετανός, ένας πιο «καλογυαλισμένος» spinmeister από το διάσημο αφεντικό του. Αλλά, στην πατρίδα του, το Ηνωμένο Βασίλειο, η φήμη του ήταν σαφώς αμφιλεγόμενη, ακόμη και πριν ενταχθεί σε μια εταιρεία που πολλοί θεωρούν πράκτορα του Εωσφόρου.

Ο Clegg πέρασε μεγάλο μέρος της πολιτικής καριέρας του με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, ένα κόμμα που συνδυάζει προοδευτικές, κολεκτιβιστικές πολιτικές που είναι κοινές με τους σοσιαλδημοκράτες της Ευρώπης. Από την ίδρυσή τους το 1988, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες ήταν διαρκώς το «τρίτο βιολί» έναντι των κυρίαρχων κομμάτων του Ηνωμένου Βασιλείου, των Συντηρητικών και των Εργατικών. Ο Clegg, γιος τραπεζίτη και απόφοιτος ιδιωτικών σχολείων υψηλού κύρους και του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, ανέβηκε γρήγορα στην ιεραρχία του κόμματος και έγινε ηγέτης του το 2007, σε ηλικία 40 ετών. Στις γενικές εκλογές τρία χρόνια αργότερα, βγήκε από την αφάνεια με μια χαρισματική, σίγουρη εμφάνιση σε τηλεοπτικό ντιμπέιτ, ως μια μορφή τύπου Κένεντι που συνδύαζε την εικόνα και το «φαίνεσθαι» με το πολιτικό βάθος. Σύντομα, ο Τύπος μιλούσε για «Cleggmania» και το σύνθημα «Συμφωνώ με τον Nick» έγινε trend στα βρετανικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στις κάλπες, οι Συντηρητικοί κέρδισαν τις περισσότερες κοινοβουλευτικές έδρες, αλλά δεν έφτασαν τον αριθμό που χρειάζονταν για να σχηματίσουν κυβέρνηση, επιτρέποντας στους Φιλελεύθερους Δημοκράτες να παίξουν τον ρόλο του… βασιλιά. Ο Clegg πήρε την απόφαση να συνάψει συνασπισμό με τους Συντηρητικούς: Ο ηγέτης των Τόρις, David Cameron, έγινε πρωθυπουργός, με τον Clegg να υπηρετεί ως αναπληρωτής και το κόμμα του να συμμετέχει στην κυβερνητική κυβέρνηση για πρώτη φορά στην ιστορία.

Όμως, η συμμαχία είχε σημαντικό κόστος. Ο Clegg κατέληξε να υποστηρίζει το σκληρό πρόγραμμα οικονομικής λιτότητας που ευνοούσαν οι Συντηρητικοί, το οποίο περιόρισε πολλές δημόσιες υπηρεσίες, ενώ υπαναχώρησε από αγαπημένες πολιτικές θέσεις των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, όπως η δέσμευση να μην αυξηθούν τα δίδακτρα στα πανεπιστήμια. Τα ποσοστά του κόμματος στις δημοσκοπήσεις έπεσαν. Στις επόμενες εκλογές, το 2015, υπέστησαν συντριπτική ήττα, με τις κοινοβουλευτικές τους έδρες να μειώνονται από 57 σε μόλις οκτώ. Ο Clegg παραιτήθηκε από αρχηγός του κόμματος και δύο χρόνια αργότερα έχασε την έδρα του στο Κοινοβούλιο.

«Πολλοί Φιλελεύθεροι Δημοκράτες πιστεύουν τώρα ότι συμμετείχαν σε έναν άσκοπο συνασπισμό» λέει ο Tim Walker, ένας δημοσιογράφος που έχει δραστηριοποιηθεί στο κόμμα, προσθέτοντας: «Ορισμένες πλευρές του κόμματος βλέπουν τον συνασπισμό ως ντροπιαστικό φιάσκο, που καθοδηγήθηκε από τις προσωπικές φιλοδοξίες του Clegg, και όχι από την ορθή στρατηγική. Αλλά είτε πρόκειται για φιάσκο είτε όχι, η θητεία του Clegg στην εξουσία τον προετοίμασε για μια υψηλού προφίλ μετακίνηση στον ιδιωτικό τομέα.

Ο Richard Allan, πρώην πολιτικός των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, ο οποίος είχε γίνει επικεφαλής πολιτικής του Facebook στην Ευρώπη, βοήθησε στην πρόσληψη του Clegg, πιστεύοντας ότι οι ικανότητές του θα μπορούσαν να βοηθήσουν την εταιρεία να αποκαταστήσει τη σχέση της με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Ο Clegg θα μπορούσε να είναι χρήσιμος στην Ευρώπη, όπου οι νομοθέτες είχαν απειλήσει να πλήξουν το Facebook με πρόστιμα λόγω της αποτυχίας του να περιορίσει το εξτρεμιστικό περιεχόμενο και τη ρητορική μίσους, και να προστατεύσει τα δεδομένα των χρηστών. Σε αντίθεση με τη Sandberg και τον Zuckerberg, ο Clegg ήξερε πώς να μιλάει με πολιτικούς και υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Είχε, επίσης, ισχυρούς δεσμούς με την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς είχε υπηρετήσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις αρχές της καριέρας του∙ ο Clegg μιλάει ολλανδικά, ισπανικά, γερμανικά και γαλλικά, εκτός από αγγλικά.

Η Sandberg ηγήθηκε των προσπαθειών να προσελκυσθεί ο Βρετανός πολιτικός, συμπεριλαμβανομένων πολλών συναντήσεων με τον Zuckerberg και ενός δείπνου στο σπίτι του. Στο τέλος, ο Zuckerberg επέλεξε τον Clegg έναντι πολλών Αμερικανών υποψηφίων, συμπεριλαμβανομένων αρκετών πρώην αξιωματούχων της κυβέρνησης Obama. Η πρόσληψή του ανακοινώθηκε τον Οκτώβριο του 2018 και σύντομα μετακόμισε και η οικογένειά του από το Λονδίνο στη Silicon Valley. (Οι Financial Times ανέφεραν ότι ο Clegg θα μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ του Menlo Park και του Λονδίνου. Επικαλούμενη ανώνυμη πηγή που γνωρίζει την κατάσταση, η εφημερίδα ανέφερε ότι η μερική μετακίνηση του Clegg στο Λονδίνο έγινε κυρίως για προσωπικούς λόγους. Αλλά η πηγή είπε ότι θα επιτρέψει επίσης στον Clegg να αντιμετωπίσει ευκολότερα θέματα πολιτικής στην Ευρώπη και την Ασία και να ταξιδέψει περισσότερο στις περιοχές αυτές. Η εταιρεία αντιμετωπίζει μια σειρά από σοβαρές απειλές για τις δραστηριότητές της στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας να αναγκαστεί να αποσύρει τις κύριες υπηρεσίες των Facebook και Instagram από την ήπειρο, αφότου οι ευρωπαϊκές νομικές αρχές διαπίστωσαν ότι η εταιρεία δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι τα δεδομένα των πολιτών της ΕΕ που μεταφέρει σε κέντρα δεδομένων στις ΗΠΑ θα προστατεύονται από την παρακολούθηση της αμερικανικής κυβέρνησης.)

Πίσω στο Ηνωμένο Βασίλειο, η απόφαση του Clegg να ενταχθεί στο Facebook απλώς επέτεινε την αντίληψη για τον ίδιο ως ένα άτομο δίχως αρχές. «Εκείνη την εποχή υπήρξε μεγάλο σοκ» λέει ο Mark Leftly, στέλεχος δημοσίων σχέσεων που στο παρελθόν είχε διατελέσει γραμματέας Τύπου. Πρώτον, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες είχαν ασκήσει έντονη κριτική στο Facebook στο παρελθόν. Η κίνηση, λέει ο Leftly, έκανε επίσης «ορισμένους ανθρώπους στο κόμμα να τον δουν πολύ διαφορετικά, καθοδηγούμενο περισσότερο από τα χρήματα απ’ ό,τι ήλπιζαν». Το Bloomberg News ανέφερε, επικαλούμενο πηγές που γνωρίζουν το συμβόλαιό του, ότι ο Clegg έλαβε αποζημίωση με βάση μετοχές ύψους 12,3 εκατομμυρίου δολαρίων ετησίως, εκτός από έναν μισθό που εκτιμάται σε υψηλό εξαψήφιο ή χαμηλό επταψήφιο νούμερο. Ο Oates, ο πρώην προσωπάρχης του Clegg, που τώρα είναι μέλος της βρετανικής Βουλής των Λόρδων, αμφισβητεί τους χαρακτηρισμούς κατά του Clegg ως ξεπουλημένου. «Τα χρήματα δεν υπήρξαν ποτέ το κίνητρό του. Αντίθετα, καθοδηγούνταν από την επιθυμία να ασχοληθεί με κάτι σημαντικό» λέει ο Oates.

Ο Clegg κυνήγησε μια θέση στον ιδιωτικό τομέα έχοντας κατά νου τον κυβερνητικό ρόλο. Σε ένα υπόμνημα που έγραψε κατά την υποβολή αίτησης για τη θέση στο Facebook, υποστήριξε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της πλατφόρμας ήταν η αντίληψη του κοινού ότι είχε υπερβολική εξουσία. Υποστήριξε ότι ήταν αβάσιμο για μια μόνο εταιρεία, αντί για δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, να έχει τέτοια επιρροή.

Όσοι έχουν συνεργαστεί με τον Clegg στη Meta τον περιγράφουν ως ικανό στέλεχος, αρκετά ταπεινό ώστε να γνωρίζει τι δεν γνωρίζει. Η Katie Harbath, η οποία αποχώρησε από το Facebook τον Μάρτιο του 2021 μετά από μια δεκαετία εργασίας σε θέματα δημόσιας πολιτικής, λέει ότι εξεπλάγη ευχάριστα που δεν έφτασε με προκαθορισμένες απόψεις σχετικά με το ποιες πρέπει να είναι οι θέσεις του Facebook. «Πέρασε πολύ χρόνο συναντώντας ανθρώπους και προσπαθώντας να καταλάβει πώς η εταιρεία προσπαθούσε να χειριστεί ζητήματα» λέει. Πρώην εργαζόμενοι λένε ότι ο Clegg δεν καταλαμβάνει τα φώτα της δημοσιότητας, επιδεικνύοντας προθυμία να επιτρέψει σε νεότερους να κάνουν παρουσιάσεις σε συναντήσεις όπου ενημερώνει τα κορυφαία στελέχη.

Ένας πρώην υπάλληλος αναφέρει ότι πολλοί υπάλληλοι της Meta έδειχναν να εντυπωσιάζονται από την ψευδοδιασημότητα του Clegg. Ο Clegg γινόταν αντιληπτός ως κοσμογυρισμένος και έξυπνος: «Η προφορά μάλλον βοηθά». Από τότε που εντάχθηκε στη Meta την βοήθησε να αμβλύνει κάποιες από τις πολιτικές της θέσεις, ενώ άλλες τις όξυνε. Την έχει κατευθύνει να είναι πιο πρόθυμη να δεχτεί ρυθμίσεις και να συμφωνήσει να πληρώνει περισσότερους φόρους διεθνώς∙ μάλιστα, συνεργάστηκε με τον Zuckerberg για να συντάξει ένα άρθρο, που δημοσιεύτηκε με το όνομα του Zuckerberg στην Washington Post τον Μάρτιο του 2019, το οποίο εξέθετε το σκεπτικό αυτής της αλλαγής.

Ο Ben Scott, πρώην σύμβουλος τεχνολογικής πολιτικής της Hilary Clinton και νυν εκτελεστικός διευθυντής της Reset, η οποία υποστηρίζει την αυστηρή ρύθμιση του Big Tech, λέει ότι η πρόσληψη του Clegg συνέπεσε με μια αλλαγή στη στρατηγική δημοσίων σχέσεων. Πριν από την άφιξη του Clegg, λέει ο Scott, η απάντηση της εταιρείας στα σκάνδαλα μπορούσε να συνοψιστεί στο «Ζητάμε συγγνώμη και υποσχόμαστε να κάνουμε κάτι καλύτερο». Μετά την άφιξη του Clegg, η απάντηση μετατοπίστηκε σε «Δεν ζητάμε συγγνώμη». «Αυτός πήρε αυτή την απόφαση; Δεν ξέρω. Σίγουρα την εφάρμοσε» λέει ο Scott.

Ο Clegg πέρασε μεγάλο μέρος της θητείας του αναζητώντας τρόπους για να απαλλαγεί από ένα μεγάλο κομμάτι της ευθύνης της Meta για την αστυνόμευση του περιεχομένου. Βοήθησε στη δημιουργία του ανεξάρτητου Συμβουλίου Εποπτείας, ενός οργάνου 23 πρώην πολιτικών, αξιωματούχων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και δημοσιογράφων με εξουσία να εξετάζει σημαντικές κινήσεις όπως η αναστολή του λογαριασμού του Trump.

Ο Clegg συνέβαλε στο να πειστεί η εταιρεία το 2019 να διατυπώσει πληρέστερα τη laissez-faire προσέγγισή της στον πολιτικό λόγο. Συνεργάστηκε με τον Zuckerberg σε μια ομιλία του διευθύνοντος συμβούλου στο Πανεπιστήμιο Georgetown, στην οποία ο Zuckerberg υπερασπίστηκε την ελευθερία του λόγου. Ο Clegg ανέλαβε επίσης την επεξήγηση της πολιτικής της εταιρείας στον Τύπο και το κοινό, λέγοντας ότι, επειδή οτιδήποτε λέει ένας πολιτικός είναι δυνητικά ειδησεογραφικό, οι δηλώσεις αυτές θα εξαιρούνται από τον έλεγχο των γεγονότων που η εταιρεία είχε αρχίσει να εφαρμόζει σε άλλες μορφές λόγου. Η θέση του Clegg εξόργισε ορισμένους ηγέτες των πολιτικών δικαιωμάτων και αργότερα απογοήτευσε την προεδρική εκστρατεία του Joe Biden, αλλά ο Clegg και το Facebook δεν έκαναν καμία παραχώρηση. Αν το Facebook είχε ελέγξει αυστηρά τα facts όσων έλεγαν οι πολιτικοί είναι πιθανό η εξέγερση της 6ης Ιανουαρίου να είχε εξελιχθεί διαφορετικά. Παρ’ όλα αυτά, η αντίδραση του Facebook στις ταραχές συνέβαλε στην εδραίωση της ανόδου του Clegg. Αυτό οφειλόταν εν μέρει σε ένα λάθος της Sandberg. Επικρίθηκε ευρέως για το γεγονός ότι σε συνέντευξή της στο Reuters, λίγες ημέρες μετά τα βίαια επεισόδια, υπέδειξε ότι η επίθεση στο Καπιτώλιο οργανώθηκε σε μεγάλο βαθμό σε άλλες πλατφόρμες. Μέχρι τότε, ήταν ήδη προφανές ότι αυτό ήταν αναληθές −ομάδες του Facebook και αναρτήσεις στο Instagram είχαν διαδραματίσει βασικό ρόλο στη βοήθεια εκείνων που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο για να οργανωθούν− και τα σχόλια της Sandberg θεωρήθηκαν, ακόμη και εντός του Facebook, διαστρεβλωτικά και πολιτικά άτονα. Ήταν από τις τελευταίες φορές που η Sandberg θα έδινε μια σημαντική συνέντευξη πριν από την ανακοίνωση της παραίτησής της αυτό το καλοκαίρι. Εντωμεταξύ, ο Clegg ανέλαβε ακόμη μεγαλύτερη ευθύνη για την επικοινωνία.

Καθώς η Meta αρχίζει να αναπτύσσει τις προσφορές της στο Μetaverse, ο Clegg εφαρμόζει μια φιλελεύθερη προσέγγιση και στην εικονική πραγματικότητα. Ο Clegg ήταν αυτός που συνέταξε μια ανάρτηση 8.000 λέξεων στο ιστολόγιο, που δημοσιεύτηκε τον Μάιο με το όνομά του, στην οποία περιγράφονται λεπτομερώς οι σκέψεις της Meta σχετικά με τη ρύθμιση του λόγου. Στο κείμενο και σε μετέπειτα συνεντεύξεις, ο Clegg ανέφερε ότι το μεγαλύτερο μέρος του λόγου στο Μetaverse θα είναι εφήμερο, όπως είναι συνήθως οι προσωπικές συζητήσεις, και ότι το κοινό δεν θα περιμένει από τη Meta να παρακολουθεί την ομιλία στους περισσότερους «εικονικούς ιδιωτικούς χώρους». Αν υπάρχουν όρια που πρέπει να τεθούν, υποστηρίζει ο Clegg, η Meta δεν θα πρέπει να είναι αυτή που θα το κάνει. Η διακυβέρνηση «δεν πρέπει να διαμορφώνεται από τεχνολογικές εταιρείες όπως η Meta από μόνη της» έγραψε. «Πρέπει να αναπτυχθεί ανοιχτά με πνεύμα συνεργασίας μεταξύ του ιδιωτικού τομέα, των νομοθετών, της κοινωνίας των πολιτών, της ακαδημαϊκής κοινότητας και των ανθρώπων που θα χρησιμοποιούν αυτές τις τεχνολογίες».

Ένας πρώην υπάλληλος της Meta που ασχολήθηκε με θέματα δημόσιας πολιτικής λέει ότι η θέση του Clegg είναι τουλάχιστον συνεπής και υπερασπίσιμη. Με τις υπάρχουσες πλατφόρμες της, λέει αυτό το στέλεχος, η εταιρεία προσπάθησε να ελέγξει το περιεχόμενο και συνεχώς υπολείπεται των προσδοκιών του κοινού. Λέει ότι θα ήταν καλύτερα να είχε επιμείνει στη γραμμή που έχει υιοθετήσει ο Clegg: ότι η Meta δεν πρόκειται να επιλύσει τα προβλήματα της κοινωνίας από μόνη της. Οι εξωτερικοί παρατηρητές, ωστόσο, αμφιβάλλουν ότι η θέση του Clegg θα επηρεάσει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. «Δεν θα λειτουργήσει» υποστηρίζει ο Zach Meyers, ανώτερος ερευνητής στο Κέντρο για την Ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση, σχετικά με τις προσπάθειες του Clegg να επιστρέψει την ευθύνη στις κυβερνήσεις. Ο έλεγχος του περιεχομένου είναι μια «καυτή πατάτα», σημειώνει. Οι κυβερνήσεις δεν θέλουν να είναι υπεύθυνες ούτε για την αστυνόμευση του λόγου. Ο Scott της Reset θεωρεί πιθανό ότι οι κυβερνήσεις απλώς θα καταστήσουν τη Meta υπεύθυνη για τα όποια προβλήματα προκύψουν: «Ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει το metaverse από τη ρυθμιστική εποπτεία είναι να αποτύχει ως προϊόν και να μην το χρησιμοποιεί κανείς».

Τελικά, αν και ο Clegg έφερε ένα πιο ομαλό στιλ στις αλληλεπιδράσεις της Meta με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, δεν είναι σαφές ότι έχει κερδίσει περισσότερη εμπιστοσύνη από ό,τι ο Zuckerberg και η Sandberg. Ούτε είναι σαφές ότι έχει πετύχει πολλές πολιτικές νίκες. Ερωτηθείς από το Fortune για ένα παράδειγμα νομοθετικής επιτυχίας, ένας εκπρόσωπος του Clegg ανέφερε την Ευρωπαϊκή Πράξη για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (DSA) και την Πράξη για τις Ψηφιακές Αγορές, οι οποίες ψηφίστηκαν από το Κοινοβούλιο της ΕΕ τον Ιούλιο. Στο παρελθόν, η εταιρεία θα μπορούσε απλώς να προσπαθήσει να εμποδίσει τη νομοθεσία. Τώρα, λέει ο εκπρόσωπος, η προσέγγισή της επικεντρώθηκε στη διασφάλιση ότι «οι νόμοι θα ήταν εφαρμόσιμοι για παγκόσμιες εταιρείες τεχνολογίας όπως η Meta»∙ χωρίς το lobbying του Clegg στους αξιωματούχους της ΕΕ, οι νόμοι θα μπορούσαν να είχαν καταλήξει χειρότερα για τη Meta.

Όμως, οι ομάδες που πιέζουν για τον έλεγχο της εξουσίας της Meta χλευάζουν αυτή την αλλαγή πλεύσης. «Βρίσκω τον ισχυρισμό τους παράλογο» λέει ο Scott. «Δεν γνωρίζω καμία διάταξη του DSA που να άλλαξαν με επιτυχία». Αυτός ο νόμος θα μπορούσε να επηρεάσει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της Meta στην Ευρώπη. Ο DSA περιλαμβάνει την απαγόρευση της στοχευμένης διαφήμισης που απευθύνεται σε παιδιά. Απαιτεί από τη Meta να καταστήσει απλό για τους χρήστες να απενεργοποιούν τους αλγόριθμους σύστασης περιεχομένου της.

Οι κανόνες του απαιτούν από τις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης να έχουν ισοδύναμο έλεγχο του περιεχομένου και στα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να είναι εξίσου καλές στην αστυνόμευση προβληματικού περιεχομένου στα λιθουανικά με τα αγγλικά. Και οι ρυθμιστικές αρχές έχουν την εξουσία να ζητούν οποιαδήποτε δεδομένα θέλουν από τις εταιρείες για να διαπιστώσουν αν η επιχείρηση συμμορφώνεται. «Πρόκειται για νομοθεσία-ορόσημο» λέει ο Steyer της Common Sense Media.

Η θητεία του Clegg στην κυβέρνηση χαρακτηρίστηκε από μεγάλες προσδοκίες που κατέληξαν σε απογοήτευση. Δεν είναι σαφές ότι η θητεία του στη Meta θα εξελιχθεί καλύτερα. Φυσικά, μέσα στη Meta, μόνο η ψήφος ενός ατόμου μετράει: Η ψήφος του Zuckerberg. Και ο Clegg φαίνεται να χαίρει της εμπιστοσύνης του.

Javier Olivan

Ο Zuckerberg κάποτε αποκάλεσε τον Olivan, τον διάδοχο της Sheryl Sandberg στη θέση του COO της Meta, «έναν από τους ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία του Facebook». Ως βετεράνος της εταιρείας, ο «Javi» επέβλεψε τη διεθνή επέκταση της εταιρείας. Επέκτεινε αργότερα τις αρμοδιότητές του και συμπεριέλαβε την εποπτεία της βασικής υποδομής της Meta, των διαφημιστικών προϊόντων, του μάρκετινγκ, των analytics, της εταιρικής ανάπτυξης και των θεμάτων εμπιστοσύνης και ασφάλειας. Ως άριστος εταιρικός γνώστης, ο Olivan σχεδιάζει να είναι περισσότερο παραδοσιακός COO από ό,τι η Sandberg, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο δημόσιο προφίλ.

Chris Cox

Ένας από τους πρώτους 15 μηχανικούς λογισμικού που προσέλαβε το Facebook, το 2005, ο Cox είναι τώρα επικεφαλής προϊόντος της Meta, διαχειριζόμενος τις ομάδες που αναπτύσσουν και συντηρούν χαρακτηριστικά σε όλες τις δραστηριότητές της. Οι εργαζόμενοι έχουν πει ότι αν ο Zuckerberg είναι το μυαλό της Meta, ο Cox είναι η καρδιά της. Η επιστροφή του Cox στη Meta, μετά την αποχώρησή του για λίγο περισσότερο από έναν χρόνο το 2019, αποτέλεσε σημαντική τόνωση του ηθικού. (Κατά τη διάρκεια της απουσίας του, ο Cox αφιερώθηκε σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες και έπαιξε πλήκτρα σε ένα συγκρότημα μουσικής reggae.)

Andrew Bosworth

Ο «Boz» είναι ο επικεφαλής τεχνολογίας της Meta. Ήταν από τους πρώτους που προσλήφθηκαν στο Facebook, καθώς γνώρισε τον Zuckerberg από το Χάρβαρντ. Βοήθησε στην κατασκευή του πρώτου συστήματος συστάσεων περιεχομένου. Πιο πρόσφατα, διηύθυνε το Reality Labs, το εργαστήριο εικονικής και επαυξημένης πραγματικότητας της Meta. Τώρα είναι υπεύθυνος για το πώς θα γίνει πραγματικότητα η εκδοχή του metaverse της Meta. Σύμφωνα με τον Zuckerberg, ο Boz έχει σχολιάσει ότι η Meta «κινδυνεύει να πεθάνει από καλοσύνη». Οι εργαζόμενοι που έχουν δουλέψει μαζί του λένε ότι είναι πιο συγκρουσιακός και επιθετικός από τον προκάτοχό του.