Προϊόντα Π.Ο.Π. : Μια ακόμα χαμένη ευκαιρία για την Ελλάδα;

Προϊόντα Π.Ο.Π. : Μια ακόμα χαμένη ευκαιρία για την Ελλάδα;

Το Fortune Greece παρουσιάζει αποκλειστικά την έρευνα της IBHS για τα Προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης. 

Μπορεί να ακούγεται κλισέ, ωστόσο είναι διεθνώς παραδεκτό το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι µια χώρα προικισµένη µε εξαιρετικό κλίµα και εύφορες εκτάσεις γης.

Ως αποτέλεσµα παράγει από άκρη σε άκρη µοναδικά προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας που χρήζουν της ειδικής τιµητικής διάκρισης της Προστατευόµενης Ονοµασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) και της Προστατευόµενης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ), οι οποίες κατοχυρώνουν την καταγωγή ενός αγαθού αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τα εξειδικευµένα χαρακτηριστικά του και προσδίδοντάς του µε τον τρόπο αυτό προστιθέµενη αξία.

Η διάκριση ενός προϊόντος ως ΠΟΠ αποτελεί ένα από τα πλέον χρήσιµα «εργαλεία» για τους παραγωγούς οι οποίοι στοχεύουν στις αγορές του εξωτερικού, καθώς τα ΠΟΠ και ΠΓΕ δεν επιδέχονται σύγκριση µε αντίστοιχα οµοειδή, αφού κατηγοριοποιούνται ως τελείως ξεχωριστά, λόγω των περιβαλλοντικών συνθηκών και των παραγωγικών διαδικασιών που ακολουθούνται από τον αγρό ως το ράφι του καταναλωτή.

Τι δείχνουν οι αριθμοί της έρευνας της IBHS
Η Ελλάδα, είναι η 5η κατά σειρά χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με επίσημα αναγνωρισμένα ως ελληνικά, 103 προϊόντα. Τα 75 από αυτά είναι Π.Ο.Π. και τα 28 Π.Γ.Ε. Στην πολυπληθέστερη κατηγορία ανήκουν τα φρούτα, τα λαχανικά, οι ξηροί καρποί & όσπρια με 32 προϊόντα, τα 30 είναι ελαιόλαδα τα 21 τυριά, τα 11 ποικιλίες ελιάς και τα 9 προϊόντα των υπολοίπων κατηγοριών.

Η Ιταλία καταλαμβάνει την πρώτη θέση με 282 αναγνωρισμένα προϊόντα, αριθμός που αντιστοιχεί στο 22,3% του συνόλου, ακολουθούμενη από τη Γαλλία (228), την Ισπανία (188), την Πορτογαλία (133) και την Ελλάδα. Ο συνολικός αριθμός Π.Ο.Π. και Π.Γ.Ε. προϊόντων στην Ε.Ε. ανέρχεται πλέον στα 1.266. Ιδιαίτερη κινητικότητα κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 12 μηνών παρατηρήθηκε στις χώρες που αποτελούν τους κυριότερους ανταγωνιστές της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή αγορά, οι οποίοι σπεύδουν να κατοχυρώνουν τα προϊόντα τους.

 

Στην Ελλάδα, πρόσφατα την Π.Ο.Π “σφραγίδα” πήραν δυο νέα προϊόντα, το Ελαιόλαδο Γαλανό Μεταγγιτσίου Χαλκιδικής το Σεπτέμβριο του 2015 και η Σταφίδα Σουλτανίνα Κρήτης στις αρχές του 2016.

Ωστόσο, δεν έχουμε καταφέρει να επωφεληθούμε ουσιαστικά από την προστιθέμενη αξία που μπορούν να αποφέρουν τα εν λόγω προϊόντα στον αγροτοκτηνοτροφικό κλάδο, παρά τη διεθνή τους αναγνώριση και κατοχύρωση. Η χώρα μας που συγκεντρώνει το 8,1% του συνολικού αριθμού προϊόντων ως Π.Ο.Π και Π.Γ.Ε., καταλαμβάνει μόνο το 5% στο μερίδιο επί της συνολικής αξίας της ευρωπαϊκής αγοράς.

Το παράδοξο; Ενώ κατέχει  περισσότερα κατοχυρωμένα προϊόντα από χώρες της Βορείου Ευρώπης όπως η Γερμανία και η Μεγάλη Βρετανία, σε όρους αξίας έχει πολύ μικρότερο μερίδιο στην αγορά, γεγονός που υποδεικνύει τη χαμηλή ακόμα ανάπτυξη του εγχώριου κλάδου.

 

 

Φέτα στην “πίτα” της αγοράς 

Η Ελλάδα, διαθέτει δυναμική τυροκομική δραστηριότητα, παράγοντας μεγάλο πλήθος ποικιλιών. Το 2015 εκτιμάται ότι παρήχθησαν -τόσο από μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες, όσο και από μικρές τυροκομικές μονάδες- περίπου 105.000 τόνοι τυριών Π.Ο.Π.

Η φέτα εμφανίζει διαχρονικά τους υψηλότερους όγκους παραγωγής και εξαγωγών μεταξύ των ελληνικών προϊόντων Π.Ο.Π. και Π.Γ.Ε., αποτελώντας ένα από τα πιο ευρέως αναγνωρίσιμα εγχώρια προϊόντα στο εξωτερικό. Ενδεικτικά, η εγχώρια παραγωγή υπερβαίνει οριακά τους 95.000 τόνους, από τους οποίους οι 44.000 τόνοι εξάγονται.

Αν και αυτοί οι αριθμοί μοιάζουν μεγάλοι, δεν είναι και τόσο, δεδομένης της διεθνούς ζήτησης που αγγίζει τους 500.000 τόνους ετησίως. Ως εκ τούτου,όλα δείχνουν ότι η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει ακόμα να εκμεταλλευθεί πλήρως το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της κατοχύρωσης της ονομασίας και της υψηλής ποιότητας του προϊόντος της, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης καλύπτεται από λευκά τυριά ευρωπαϊκών ή τρίτων χωρών. Τα προϊόντα αυτά παράγονται με αγελαδινό γάλα (αντί του καθιερωμένου αιγοπρόβειου), ώστε να μειώνεται το κόστος παραγωγής και φέρουν παράνομα την ένδειξη «φέτα», φαινόμενο που παρατηρείται ακόμα και σε ελληνικές τουριστικές περιοχές.

Η υστέρηση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη εθνικής στρατηγικής, με συνέπεια οι συμφωνίες της Ε.Ε. με τρίτες χώρες να αποβαίνουν εις βάρος της χώρας μας και να μην αναγνωρίζεται η κατοχύρωση του προϊόντος ως Π.Ο.Π. Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα έλλειψης διεκδικήσεων από ελληνικής πλευράς είναι η συμφωνία μεταξύ Ε.Ε και Νοτίου Αφρικής όπου οι εκπρόσωποι της Ελλάδας, δεν ζήτησαν αλλαγή της επικείμενης συμφωνίας με συνέπεια στα υπό προστασία ευρωπαϊκά προϊόντα να μην περιλαμβάνονται η φέτα και οι ελιές Καλαμών.

Έτσι, για μια πενταετία, στη Νότιο Αφρική θα έχουν τη δυνατότητα παραγωγής και εμπορίας φέτας με την ονομασία «South Africa feta», αναγράφοντας τη μέθοδο παρασκευής. Παράλληλα, η επωνυμία «Kalamon» συνεχίζει να χρησιμοποιείται σε παρόμοια ελαιουργικά προϊόντα.

Τα ελληνικά τυριά δεν προστατεύονται ως Π.Ο.Π. στην καναδική αγορά, ενώ στην Ε.Ε. εισάγεται καναδικό λευκό τυρί τύπου φέτας, απειλώντας ευθέως την αναγνωρισιμότητα της εγχώριας φέτας στο εξωτερικό και επομένως τα μερίδια αγοράς της

Την ίδια ώρα, στο πλαίσιο της Συμφωνίας Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP), ανάμεσα σε Η.Π.Α και Ε.Ε., η οποία αφορά σε μεγάλο βαθμό τα γαλακτοκομικά προϊόντα, η ελληνική πλευρά εξετάζει το ενδεχόμενο προβολής βέτο λόγω επιφυλάξεων σχετικά με την εξασφάλιση των γεωγραφικών ενδείξεων καθώς η αμερικανική πλευρά δεν προχωράει σε συμβιβασμούς, δηλαδή αναγνώρισης των ΠΟΠ από την Ε.Ε.,  ώστε να καταστεί εφικτή η υπογραφή της συμφωνίας.

Το ζήτημα αυτό αποκτά ύψιστη σημασία λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής αξίας εξαγωγών που αποφέρουν τα εν λόγω προϊόντα, η οποία στην περίπτωση της φέτας υπερβαίνει τα €300 εκ., ενώ στις επιτραπέζιες ελιές τα €450 εκ.

Λάδι στη φωτιά 

Τη χρονιά που πέρασε ξεχώρισε η σημαντική άνοδος της εγχώριας παραγωγής ελαιολάδου από 132.000 τόνους την καλλιεργητική περίοδο 2013/14 στους 300.000 τόνους την περίοδο 2014/15 (σύνολο αναγνωρισμένων και μη αναγνωρισμένων προϊόντων), γεγονός που συνοδεύτηκε από σημαντικές απώλειες σε Ισπανία και Ιταλία, αλλά και υποχώρηση των αποθεμάτων της Ε.Ε.

Το γεγονός αυτό επέτρεψε τη σημαντική ενίσχυση του εξαγωγικού εμπορίου τόσο στο ελαιόλαδο, όσο και στις επιτραπέζιες ελιές, με αποτέλεσμα να ευνοηθούν και οι ποικιλίες Π.Ο.Π. και Π.Γ.Ε.

Ενδεικτικά, οι συνολικές εξαγωγές παρθένου ελαιολάδου το 2015 διαμορφώθηκαν στους 148.856 τόνους, αξίας €545 εκ., έναντι μόλις 67.035 τόνων το προηγούμενο έτος, αξίας €237 εκ. Επιπλέον, οι συνολικές εξαγωγές επιτραπέζιας ελιάς ανήλθαν στους 147.573 τόνους (€347 εκ.), ποσότητα αυξημένη κατά 30% σε σχέση με το 2014.

Στον τομέα του ελαιόλαδου, λιγότερο από το 30% της παραγωγής εισέρχεται στο στάδιο της τυποποίησης (έναντι 50% στην Ισπανία και 75% στην Ιταλία). Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος των εξαχθέντων ποσοτήτων είναι χύμα ελαιόλαδο, το οποίο χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη από ιταλικές βιομηχανίες τροφίμων. Η υπεραξία που χάνει η Ελλάδα από την έλλειψη τυποποίησης διαμορφώνεται σε €1 το κιλό, γεγονός το οποίο εκμεταλλεύονται οι άμεσα ανταγωνίστριες χώρες Ισπανία και Ιταλία που εξάγουν συσκευασμένους κωδικούς, καταλαμβάνοντας έτσι μεγαλύτερα μερίδια αγοράς διεθνώς.

Η χαμένη ευκαιρία 

Παρά το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και τη διεθνή αναγνώριση, η Ελλάδα δεν έχει εκμεταλλευτεί τα ΠΟΠ και ΠΓΕ προϊόντα της με αποτέλεσμα να χάνει εκατομμύρια.

Όπως δήλωσε η Μαρία Μεταξογένη, Διευθύνουσα Σύμβουλος της IBHS  «Τα ελληνικά προϊόντα με αναγνωρισμένη ονομασία προέλευσης και γεωγραφική ένδειξη δεν ευνοούνται από τις πρόσφατες εξελίξεις στο θεσμικό περιβάλλον αναφορικά με τις εμπορικές συμφωνίες της Ε.Ε. με τρίτες χώρες. Το γεγονός της μη-προστασίας θα πλήξει την ταυτότητά τους σε σημαντικές αγορές-στόχους, ενώ ήδη έχει προκαλέσει αθέμιτο ανταγωνισμό από προϊόντα των χωρών αυτών τα οποία φέρουν την ίδια ονομασία, χωρίς όμως να είναι Π.Ο.Π. ή Π.Γ.Ε.».

Σύμφωνα με φορείς της αγοράς, το κυριότερο πρόβλημα για την Ελλάδα εστιάζεται στην έλλειψη ενιαίας εθνικής στρατηγικής αναφορικά τόσο με την τυποποίηση, όσο και την προώθηση και προβολή των προστατευόμενων προϊόντων στο εξωτερικό, εξαιρουμένων μεμονωμένων περιπτώσεων. Ακόμη, ο περιορισμένος όγκος παραγωγής αρκετών προϊόντων δεν επιτρέπει την ανάπτυξη αξιόλογης εξαγωγικής δράσης, ενώ οδηγεί και σε υψηλότερα κόστη.

Μειονέκτημα θεωρείται και η χαμηλή τιμή διάθεσης ακόμα και ευρέως γνωστών ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό, γεγονός που πλήττει την εικόνα της ελληνικής παραγωγής. Για παράδειγμα, η φέτα σε αρκετές αλυσίδες super market της Ε.Ε. πωλείται φθηνότερα ακόμα και από μη Π.Ο.Π. πρόβεια τυριά άλλων χωρών.