Πρωταθλήτρια αποδόσεων το 2019 η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά

Πρωταθλήτρια αποδόσεων το 2019 η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά
Οι δείκτες του Χρηματιστηρίου Αθηνών Τρίτη 2 Μαΐου 2017. Ανοδική είναι σήμερα η πορεία των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/Παντελής Σαίτας Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Θεαματική ήταν η άνοδος στις τράπεζες, με τη μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς να έχει ενισχυθεί συνολικά κατά 250%, της Εθνικής 171%, της Alpha Bank 71% και της Eurobank 67%.

Τη μεγαλύτερη απόδοση ανάμεσα στις αγορές της Ευρώπης, αλλά και παγκοσμίως, κατέγραψε το 2019 το Χρηματιστήριο Αθηνών, με τον Γενικό Δείκτη να έχει συγκεντρώσει αθροιστικά κέρδη 49,47%. Οπως υπογραμμίζει εκτενές ρεπορτάζ του αμερικανικού δικτύου CNBC, το 2019 ήταν προπαντός μια εξαιρετικά καλή χρονιά για τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών, πολλές από τις οποίες συγκέντρωσαν τριψήφιο ποσοστό κερδών. Θεαματική ήταν η άνοδος που σημείωσαν ιδιαίτερα οι συστημικές ελληνικές τράπεζες, με τη μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς να έχει ενισχυθεί συνολικά κατά 250%, της Εθνικής Τράπεζας κατά 171%, της Alpha Bank κατά 71% και της Eurobank 67%. Οπως υπογραμμίζει το αμερικανικό δίκτυο, το 2019 ήρθησαν στην Ελλάδα οι περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων και η κυβέρνηση έθεσε σε ισχύ τον μηχανισμό κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής» που επιτρέπει στις ελληνικές τράπεζες να τιτλοποιήσουν τα κόκκινα δάνεια.

Μιλώντας στο CNBC, η Αθανασία Κοκκινογένη, αναλύτρια ευρωπαϊκών θεμάτων στην εταιρεία ερευνών DuckerFrontier, τόνισε πως η Ελλάδα «ήταν άλλοτε ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης, αλλά φαίνεται να έχει γυρίσει σελίδα και να αρχίζει νέο κεφάλαιο». Παράλληλα, ο Μάικ Μπελ, αναλυτής διεθνών αγορών στην επενδυτική JP Morgan Asset Management, επισήμανε στο αμερικανικό δίκτυο πως η ΕΚΤ στήριξε την Ελλάδα καθώς ο νέος γύρος ποσοτικής χαλάρωσης μείωσε «δραματικά» το κόστος του δανεισμού. Ο ίδιος προσέθεσε πως, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια και ιδιαιτέρως κατά την κορύφωση της κρίσης χρέους, στη διάρκεια του 2019 δεν υπήρξαν αρνητικές εξελίξεις που να επηρεάζουν τη χώρα μας. Αντιθέτως, υποχώρησαν περαιτέρω οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων μετά την εκλογή της νέας κυβέρνησης τον Ιούλιο.

Ακόμη δύο ευρωπαϊκές αγορές σημείωσαν μεγάλη άνοδο και ακολουθούν το Χρηματιστήριο Αθηνών στη δεύτερη και τρίτη μεγαλύτερη απόδοση στην Ευρώπη: τα χρηματιστήρια της Ρωσίας και της Ιταλίας. Στη Ρωσία ο δείκτης του χρηματιστηρίου της Μόσχας ΜΟΕΧ σημείωσε συνολικά κέρδη 29% στη διάρκεια του 2019, του έτους που όπως και για πολλές άλλες χώρες ήταν μια χρονιά συστηματικής χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής. Μιλώντας στο CNBC, ο Ρας Μουλντ, διευθυντής του τομέα επενδύσεων στη βρετανική επενδυτική πλατφόρμα AJ Bell, τόνισε πως «η Ρωσία βγήκε από την ύφεση χάρη στις μειώσεις των επιτοκίων αλλά και στην προσεκτικά σχεδιασμένη πολιτική της  προέδρου της κεντρικής τράπεζας, Ελβίρα Ναμπιουλίνα, μιας οικονομολόγου που χαίρει γενικού σεβασμού». Η Τράπεζα της Ρωσίας εγκαινίασε σειρά μειώσεων των επιτοκίων του ρουβλίου τον Ιούνιο, τις οποίες και έχει επικροτήσει το ΔΝΤ. Το χρηματιστήριο της Μόσχας ενισχύθηκε, άλλωστε, από ορισμένες ευοίωνες ειδήσεις σχετικές με τους ρωσικούς επιχειρηματικούς κολοσσούς. Για παράδειγμα, ο ρωσικός κολοσσός του φυσικού αερίου, η Gazprom, που ανακοίνωσε σημαντική αύξηση στα μερίσματα που θα καταβάλει στους μετόχους της παράλληλα με την άρση των εναντίον της διεθνών κυρώσεων.

Σε ό,τι αφορά τη γειτονική Ιταλία, παρά τους αλλεπάλληλους πολιτικούς κραδασμούς και τη συνεχιζόμενη διελκυστίνδα με τις Βρυξέλλες, ο δείκτης FTSE MIB του Μιλάνου συγκέντρωσε στη διάρκεια της χρονιάς κέρδη 28%. Ο Ρας Μουλντ της AJ Bell επισημαίνει πως πολλοί επενδυτές εγκατέλειψαν τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης καθώς εντεινόταν η ανησυχία για το Brexit, τον εμπορικό πόλεμο, τις παραπαίουσες κυβερνήσεις συνεργασίας και τα υψηλά επίπεδα χρέους, αλλά και επειδή φαινόταν πως η ΕΚΤ δεν κατόρθωνε να ενισχύσει την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό, παρά το οπλοστάσιο που είχε επιστρατεύσει. Οι μειώσεις των επιτοκίων και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης φαίνεται, όμως, πως προσέφεραν μεγάλη στήριξη στην Ιταλία. Ορισμένοι επενδυτές απέφυγαν αυτές τις αγορές ως υπερβολικά επικίνδυνες, πολιτικά ασταθείς, αδύναμες οικονομικά ή και όλα αυτά μαζί. Οπως, όμως, υπογραμμίζει ο Ρας Μουλντ, «οι εξελίξεις αποδεικνύουν πως το να αγοράζει κανείς ό,τι φαίνεται ασφαλές σπανίως οδηγεί σε μεγάλα κέρδη».