Moody’s: Ανθεκτικές οι ελληνικές τράπεζες στη διεθνή συγκυρία – «Αγκάθι» τα DTC

Moody’s: Ανθεκτικές οι ελληνικές τράπεζες στη διεθνή συγκυρία – «Αγκάθι» τα DTC
Photo: AFP
Η ισχυρή πιστωτική επέκταση, τα υψηλότερα επιτόκια και τα λιγότερα κόκκινα δάνεια θα ενισχύσουν τα κέρδη των ελληνικών συστημικών τραπεζών το 2022, λέει η Moody’s

Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε σχετικά καλή θέση για να αντιμετωπίσουν τη νέα, διεθνή αναταραχή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, που άρχισε στις ΗΠΑ και συνεχίσθηκε στην Ευρώπη, σύμφωνα με όσα αναφέρει σε πρόσφατο report της η Moody’s, η οποία όμως υπενθυμίζει το «αγκάθι» των DTC.

Σημειώνεται ότι ο οίκος διατηρεί αξιολόγηση Ba2 για Alpha Βank (stable), Eurobank (positive) και Εθνική (positive) και αξιολόγηση Ba3 με σταθερό outlook για την Τράπεζα Πειραιώς.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα γραφόμενα του αμερικανικού οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες στην Ελλάδα ενέγραψαν ισχυρά κέρδη το 2022, χάρη στην υψηλή πιστωτική ανάπτυξη και στην αύξηση των επιτοκίων, ενώ κατάφεραν να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους και να αυξήσουν περαιτέρω τις καταθέσεις των πελατών τους.

Τα προβληματικά δάνεια μειώνονται, αν και περαιτέρω βελτιώσεις στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων αποτελούν δυσεπίλυτη εξίσωση. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) συνέχισαν να μειώνονται κατά τη διάρκεια του 2022, καθώς και οι τέσσερις τράπεζες ολοκλήρωσαν τις τιτλοποιήσεις NPE τους, μειώνοντας τον αντίστοιχο δείκτη σε περίπου 6,3% το 2022, από 10% το 2021 και 49% τον Δεκέμβριο του 2016. Ωστόσο, σύμφωνα με τη Moody’s, είναι πιο δύσκολο να επιτύχουν νέες σημαντικές μειώσεις NPE λόγω των πληθωριστικών πιέσεων και των υψηλότερων επιτοκίων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η κεφαλαιακή επάρκεια παραμένει άνετα πάνω από τις ελάχιστες ρυθμιστικές απαιτήσεις, αν και η ποιότητά των κεφαλαίων εξακολουθεί να υπονομεύεται από το υψηλό επίπεδο αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTC). Ο μέσος δείκτης Common Equity Tier 1 (CET1) ήταν 13,5% το 2022, σε σύγκριση με 12,4% το 2021, αν και αναμένεται ότι οι δείκτες ενσώματων ιδίων κεφαλαίων (TCE), που προτιμά ο Moody’s, για το έτος θα είναι σημαντικά χαμηλότεροι από τους δείκτες CET1.

Αυτά τα DTC παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, περίπου 13,6 δισεκ. ευρώ, σε σύγκριση με το σύνολο 19,6 δισ. ευρώ κεφαλαίων CET1 τον Δεκέμβριο του 2022.Η Moody’s θεωρεί ότι  τα DTCs αποτελούν κεφάλαιο χαμηλότερης ποιότητας, αν και το υψηλό απόθεμά τους αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό για τις κεφαλαιακές δομές όλων των ελληνικών τραπεζών και αναγνωρίζονται ως κεφάλαιο CET1 από την ΕΚΤ.

Kερδοφορία

Η κερδοφορία το 2022 ήταν βελτιωμένη το 2022, υποστηριζόμενη από τα βασικά λειτουργικά έσοδα. Τα συνδυασμένα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) αυξήθηκαν κατά 5,2%, υποστηρίζοντας τα βασικά λειτουργικά έσοδα με τον κύριο ούριο άνεμο να προέρχεται από την ισχυρή αύξηση των χορηγήσεων (κατά μέσο όρο περίπου 5,8%), που αφορούσε κυρίως εταιρικά δάνεια τα οποία συνδέονταν με χρηματοδότηση έργων. Επιπλέον, η αύξηση των επιτοκίων επέτρεψε στις τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια δανεισμού ταχύτερα από τα επιτόκια καταθέσεων.

Η αύξηση των καταθέσεων υποστηρίζει τη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση των τραπεζών. Οι ενοποιημένες καταθέσεις πελατών των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών αυξήθηκαν κατά 5,8% το 2022, γεγονός το οποίο υποστηρίζει τη ρευστότητά τους, με μέσο δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) στο 198% στο τέλος του 2022.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τι γίνεται με τα ομόλογα…

Περίπου το ήμισυ των χαρτοφυλακίων αποτελείται από τίτλους του ελληνικού Δημοσίου, ενώ η σχετική αύξησή των επιτοκίων τον τελευταίο καιρό μεγαλώνει τον όγκο των μη καταγεγραμμένων ζημιών. Επιπλέον, και οι τέσσερις τράπεζες συνέχισαν να αξιοποιούν τις διεθνείς κεφαλαιαγορές κατά το 2022, προκειμένου να καλύψουν τις ελάχιστες απαιτήσεις  για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL).

Από τις πρώτες τους εκδόσεις το 2019, όταν οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες ανέκτησαν την πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, έχουν εκδώσει περίπου 10,1 δισεκατομμύρια ευρώ. Μάλιστα, ο οίκος αναμένει ότι θα συνεχίσουν να αντλούν χρέος τα επόμενα 2-3 χρόνια, αν και επί του παρόντος με υψηλότερο κόστος, προκειμένου να επιτύχουν πλήρως τους τελικούς στόχους τους για το MREL έως το 2025.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: