ΣΕΘ: Μόνο με άρση των capital controls θα ορθοποδήσουν οι επιχειρήσεις

ΣΕΘ: Μόνο με άρση των capital controls θα ορθοποδήσουν οι επιχειρήσεις

Άμεση άρση των capital controls και αλλαγή της φορολογικής πολιτικής ζητά από την κυβέρνηση με ανακοίνωσή ο ΣΕΘ.

Την ανάγκη να επιστρέψει η χώρα άμεσα στην κανονικότητα επισημαίνει σε ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος Επιχειρηματιών Θεσσαλονίκης «Νέοι Ορίζοντες», με αφορμή τη συμπλήρωση ενός έτους από τη «μαύρη» μέρα -όπως τη χαρακτηρίζει- της καθιέρωσης των κεφαλαιακών ελέγχων στην ελληνική οικονομία.

Όπως επισημαίνει, τα capital controls ήρθαν στις 28 Ιουνίου 2015 για να προστεθούν σε μια σειρά τεράστιων προβλημάτων και βαρών που συνέθλιβαν την επιχειρηματικότητα αλλά και τους καταναλωτές, από το 2010, όταν η χώρα οδηγήθηκε στα μνημόνια και τον Μηχανισμό… Στήριξης με την εμπλοκή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, και οι επιπτώσεις τους είναι πλέον ορατές σε κάθε πτυχή της οικονομίας η οποία ήδη κινούνταν στην «κόψη του ξυραφιού».

«Και αν κάποιοι νόμιζαν πως με το… Καστελόριζο και με τα capital controls τα είχαμε δει όλα ως χώρα, διαψεύδονται σχεδόν καθημερινά, καθώς η αγορά ζει τις δικές της μέρες… Αποκάλυψης μετά και το πρόσφατο πακέτο μέτρων που ψηφίστηκε από τη Βουλή προς τέρψιν των δανειστών», επισημαίνει η διοίκηση του ΣΕΘ και εξηγεί: «Ένα χρόνο τώρα ο επιχειρηματικός κόσμος μετρά τις πληγές του και τα χιλιάδες λουκέτα, τις απολύσεις προσωπικού και την εκτόξευση των υποχρεώσεων προς τις τράπεζες, το δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και όχι μόνο».

Ένα χρόνο μετά την επιβολή των capital controls ο ΣΕΘ διαπιστώνει πως οι διαδικασίες χαλάρωσής τους προχωρούν με αργούς ρυθμούς παρά τις θυσίες στις οποίες υποβάλλονται επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα. Βέβαια, όπως σημειώνει, η αγορά είχε στραγγίξει από ρευστό πολύ νωρίτερα, καθώς οι στρόφιγγες των τραπεζών είχαν κλείσει για τις επιχειρήσεις προ πολλού, ενώ και το χρήμα είχε ήδη ακριβύνει σημαντικά.

Σύμφωνα με τον ΣΕΘ, ο αποκλεισμός από τη φθηνή τραπεζική χρηματοδότηση επιφέρει σημαντικό πλήγμα στις ελληνικές επιχειρήσεις έναντι των ανταγωνιστών τους οι οποίοι δεν αντιμετωπίζουν ανάλογο πρόβλημα.

Συμπληρώνει δε ότι δεν είναι μόνο τα περιορισμένα όρια στις αναλήψεις που αποτελούν πονοκέφαλο για την αγορά, αλλά και το γεγονός ότι δεν έχουν αρθεί πλήρως οι περιορισμοί στις συναλλαγές των επιχειρήσεων με πελάτες και προμηθευτές του εξωτερικού. Η γραφειοκρατία σε επίπεδο εγκρίσεων από την Ειδική Επιτροπή που έχει συσταθεί στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους παραμένει, ενώ την ίδια ώρα η κυβέρνηση δεν λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν κλίμα εμπιστοσύνης για την επιστροφή των καταθέσεων που είχαν κάνει «φτερά», αλλά και για την προσέλκυση νέων ιδιωτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό που είναι απαραίτητα για την επανεκκίνηση της οικονομίας, σημειώνει.

Ο ΣΕΘ εκτιμά ότι η φημολογούμενη αύξηση του εβδομαδιαίου ορίου αναλήψεων σε 500 ευρώ από τα 420 που είναι σήμερα θα είναι απλώς «ασπιρίνη» για μια αγορά που πεθαίνει.

Η κυβέρνηση -τονίζει η διοίκηση του ΣΕΘ- πρέπει να λάβει όλα εκείνα τα μέτρα για την ουσιαστική άρση των capital controls, καθώς όσο αυτά παραμένουν θα παραμένει και η κακή εικόνα της χώρας μας στο εξωτερικό δυσχεραίνοντας και τις σχέσεις των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων (εισαγωγικών ή εξαγωγικών) με τους εκτός Ελλάδος συνεργάτες τους (προμηθευτές ή πελάτες).

Επιπρόσθετα, τονίζει ότι τα capital control ανατροφοδοτούν την ύφεση με νέα λουκέτα και λειτουργούν ως ανασταλτικός παράγοντας για τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων που με τη σειρά τους θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αύξηση του ΑΕΠ και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Αλλά και οι όποιες προσπάθειες γίνονται -παρά τα εμπόδια- από την ιδιωτική πρωτοβουλία για την ίδρυση επιχειρήσεων (έστω και εξ ανάγκης) τιμωρούνται από την κυβέρνηση μέσω των άνευ προηγουμένου επιβαρύνσεων σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, τονίζει ο ΣΕΘ.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Σύνδεσμος ζητά από την κυβέρνηση να προχωρήσει στην άρση των capital controls άμεσα και στην αλλαγή της φορολογικής πολιτικής… χτες. «Μόνο έτσι η Ελλάδα θα επιστρέψει στην κανονικότητα και θα βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον», καταλήγει.