Σημαντική η έλλειψη ενημέρωσης των καπνιστών

Σημαντική η έλλειψη ενημέρωσης των καπνιστών
Από τα αριστερά: Αναστάσιος Σταλίκας, Καθηγητής και Πρόεδρος του Τμήματος Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Θωμάς Γεράκης, Διευθύνων Σύμβουλος της Marc και Λένα Πλαΐτη, Γενική Διευθύντρια Επικοινωνίας της Παπαστράτος
Τι έδειξε έρευνα που εκπόνησε για το κάπνισμα και τις διαπροσωπικές σχέσεις η Marc για λογαριασμό της Παπαστράτος.

Περίπου 2,5 εκατομμύρια Έλληνες εξακολουθούν να καπνίζουν, ενώ την ίδια στιγμή μόλις 1 στους 10 έχει επαρκή πληροφόρηση για τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος. Αυτά είναι ορισμένα από τα κύρια ευρήματα της έρευνας που διεξήγαγε η εταιρεία Marc, με τίτλο «Τσιγάρο: Η ξεπερασμένη συνήθεια που δεν λέμε να ξεπεράσουμε», για λογαριασμό της εταιρείας Παπαστράτος.

Στη φετινή έρευνα μεγάλη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι αν και 7 στους 10 ερωτηθέντες θεωρούν το τσιγάρο μια ξεπερασμένη συνήθεια, παρ’ όλα αυτά  ο αριθμός των καπνιστών που κάνουν χρήση συμβατικών τσιγάρων στη χώρα μας παρέμεινε, για το 2022, σταθερός με το ποσοστό αυτό να αγγίζει το 28,5%.

Το παράδοξο είναι πώς το 57%  θεωρεί ότι οι επιπτώσεις στην υγεία και τη φυσική κατάσταση είναι το ισχυρότερο κίνητρο για να διακόψουν το κάπνισμα. Το οικονομικό κόστος αποτελεί έναν επιπλέον ισχυρό παράγοντα διακοπής του καπνίσματος, αυξημένο κατά 4% σε σχέση με πέρυσι. Ασφαλώς, οι αρνητικές επιπτώσεις του καπνίσματος στην υγεία εξακολουθούν να απασχολούν τους εν ενεργεία καπνιστές, οι οποίοι, ωστόσο, αδυνατούν να απαλλαγούν απ’ αυτή τη βλαβερή συνήθεια.

Παράλληλα, η χρήση εναλλακτικών προϊόντων καπνίσματος, όπως τα ηλεκτρονικά τσιγάρα ή τα θερμαινόμενα προϊόντα καπνού έχει αυξηθεί κατά 2,5%, με τον συνολικό αριθμός όσων τα χρησιμοποιούν να ανέρχεται σε περίπου 640.000 άτομα (8%).

Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Eurobank, κ. Γιώργος Ζανιάς.
Παρουσίαση της Πανελλαδικής έρευνας για το κάπνισμα, 2022: «Τσιγάρο: Η ξεπερασμένη συνήθεια
που δεν λέμε να ξεπεράσουμε»

Η ενημέρωση ενισχύει την επιλογή των καπνιστών να αφήσουν το τσιγάρο

Από την έρευνα αναδεικνύεται και φέτος η σοβαρή έλλειψη ενημέρωσης για τα εναλλακτικά καπνικά προϊόντα. Μόλις 1 στους 10 (11,4%) Έλληνες δηλώνει επαρκώς ενημερωμένος για τις εναλλακτικές επιλογές που υπάρχουν, ποσοστό πάντως ελαφρώς αυξημένο κατά 2,4%, συγκριτικά με την αντίστοιχη έρευνα του 2021. Στο ίδιο πλαίσιο, μόλις το 33% γνωρίζει ποιες είναι οι βασικές διαφορές ανάμεσα στα συμβατικά τσιγάρα και τις εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν γύρω από το κάπνισμα.

3 στους 10 καπνιστές δηλώνουν ότι γνωρίζουν ελάχιστα ή και τίποτα για τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος, ενώ 4 στους 10  δήλωσαν πως γνωρίζουν μερικά πράγματα, αλλά όχι αρκετά. Το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι έχουν την πληροφόρηση που χρειάζονται είναι μόλις 22%. Έντονο προβληματισμό προκαλεί και το εύρημα της έρευνας σχετικά με την κεντρική πηγή πληροφόρησης για τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος. Οι φίλοι και οι γνωστοί (32%) και τα κοινωνικά δίκτυα (13%) κυριαρχούν στις πρώτες επιλογές ως πηγή πληροφόρησης.

Η πλειοψηφία του πληθυσμού φαίνεται, ωστόσο, να αναγνωρίζει τις επιβλαβείς επιπτώσεις του τσιγάρου, με το 56% να θεωρεί ότι τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος είναι λιγότερο βλαπτικά για την υγεία συγκριτικά με το συμβατικό τσιγάρο. Το εν λόγω ποσοστό στην αντίστοιχη έρευνα του 2021 ήταν 48%.

Καπνιστές και μη σε ποσοστό 87% συμφωνούν στο ότι οι καπνιστές θα πρέπει να έχουν επαρκή ενημέρωση και πρόσβαση σε πληροφορίες, ως προς τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως περισσότεροι από 6 στους 10 ερωτηθέντες (63%) δηλώνουν πως θα τα πρότειναν σε άλλους καπνιστές πιο εύκολα, με την προϋπόθεση ότι θα είχαν σαφή και συγκεκριμένη ενημέρωση για τα επιστημονικά στοιχεία. Η ανάγκη, λοιπόν, για την ύπαρξη συγκροτημένης κι εμπεριστατωμένης ενημέρωσης γύρω από τα εναλλακτικά προϊόντα προβάλλεται επιτακτικά από την έρευνα της Marc κι αυτό είναι κάτι που απασχολεί όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.

Υπέρ της φορολόγησης των καπνικών προϊόντων βάσει βλαπτικότητας

Σημαντικό ποσοστό, επίσης, φαίνεται να λαμβάνει η άποψη ότι η φορολογία θα πρέπει να αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα σε προϊόντα με υψηλή βλαπτικότητα. Με άλλα λόγια, το 63% του συνόλου και το 79% των χρηστών εναλλακτικών προϊόντων υποστηρίζουν ότι ο βαθμός βλαπτικότητας ενός καπνικού προϊόντος θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν κατά την φορολόγησή του. Η λογική αυτή δεν είναι καινούρια, αλλά διέπει ήδη κι άλλους κλάδους, όπως για παράδειγμα τον κλάδο της ενέργειας και της αυτοκίνησης.