Τα εκατό ελληνικά προϊόντα που κυριαρχούν στις ξένες αγορές

Τα εκατό ελληνικά προϊόντα που κυριαρχούν στις ξένες αγορές
εξαγωγές
Η Ιταλία είναι ο μεγαλύτερος πελάτης των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων στο πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Πετρελαιοειδή, φάρμακα και βαμβάκι τα κορυφαία εξαγώγιμα προϊόντα, σημαντική άνοδος στις εξαγωγές ασφάλτου.

Σε θετικό έδαφος εξακολούθησαν να κινούνται οι ελληνικές εξαγωγές στο πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, οι οποίες υπέστησαν μια μικρή πίεση στη διάρκεια του Μαρτίου με αποτέλεσμα μια μικρή συγκυριακή κάμψη, τονίζει ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων (ΠΣΕ).

Ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων θεωρεί πως είναι η κατάλληλη στιγμή η χώρα να επενδύσει πάνω στο δίπολο Παραγωγή-Εξωστρέφεια, χαράσσοντας μια Εθνική Στρατηγική που θα υπηρετηθεί διαχρονικά και από όλες τις κυβερνήσεις, προς όφελος της εθνικής οικονομίας και του κοινωνικού συνόλου.

Ειδικότερα, σύμφωνα με ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), επί των προσωρινών στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, οι εξαγωγές, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδώναυξήθηκαν κατά 84,9 εκατ. ευρώ ή κατά 1,0% και ανήλθαν σε 7,86 δισ. ευρώ από 7,78 δισ. ευρώ ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή αυξήθηκαν στα 5,46 δισ. ευρώ από 5,29 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 159,1 εκατ. ευρώ ή κατά 3 %.

Η Ιταλία εξακολουθεί και κατά το πρώτο τρίμηνο του 2019 να αποτελεί το σημαντικότερο προορισμό των ελληνικών εξαγωγών ενώ στη δεύτερη θέση έχει ανέλθει η Γερμανία, η οποία βρίσκονταν στην 3η θέση στο αντίστοιχο περσινό τρίμηνο. Ακολουθεί η Κύπρος με άνοδο μίας θέσης στη σχετική κατάταξη και η Τουρκία, προς την οποία η σημαντική μείωση των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων (κατά -28,2%), οδήγησε στην απώλεια δύο θέσεων στη λίστα των κυριότερων προορισμών.

Η Βουλγαρία και ο Λίβανος ακολουθούν στην 5η και 6η θέση αντίστοιχα, όπως και το πρώτο τρίμηνο του 2018, ενώ στην 7η θέση ανέβηκε το Ηνωμένο Βασίλειο, κερδίζοντας δύο θέσεις (από την 9η). Στην 8η θέση, με άνοδο τριών (από την 11η) βρίσκεται η Γαλλία, ενώ την πρώτη δεκάδα των κυριότερων προορισμών των ελληνικών εξαγωγών, συμπληρώνουν η Ισπανία, με υποχώρηση μίας θέσης και οι ΗΠΑ, με υποχώρηση τριών θέσεων (ήταν στην 7η θέση).

Πλην της πρώτης δεκάδας των χωρών-πελατών των ελληνικών προϊόντων για το 2018, αξίζει να σημειωθούν, η άνοδος στην κατάταξη της Κίνας (12η θέση από 16η) και της Αλγερίας (27η θέση από 53η) αλλά και της Ιαπωνίας (40η θέση από 62η) σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018.

Τα προϊόντα πετρελαίου αποτελούν και για το τρίμηνο Ιανουάριος-Μάρτιος του 2019, το κυριότερο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας, παρά τη μείωση που σημείωσαν οι εξαγωγές τους. Στη 2η θέση, με αύξηση 42,7% ακολουθούν τα φάρμακα, στην 3η θέση μετά τον διπλασιασμό των εξαγωγών για το πρώτο τρίμηνο του 2019, ανήλθαν οι αποστολές βαμβακιού (από την 11η θέση), ενώ στην 4η θέση παραμένουν τα προϊόντα αλουμινίου.

Στην 5η θέση στη λίστα των κυριότερων εξαγώγιμων ελληνικών προϊόντων ανέβηκαν οι σωλήνες από αλουμίνιο (από 7η θέση) και στην 6η, με υποχώρηση κατά μία θέση, βρίσκονται οι εξαγωγές υπολογιστικών μηχανών.  Τις θέσεις 7 έως 9 συμπληρώνουν κατά σειρά, οι εξαγωγές μη κατεψυγμένων λαχανικών, τα ιχθυηρά και τα άλλα τυριά (των οποίων το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών είναι η φέτα), σημειώνοντας το καθένα από αυτά τα προϊόντα άνοδο μίας θέσης. Η πρώτη δεκάδα κλείνει με την άσφαλτο από πετρέλαιο, η οποία καταγράφει άνοδο 21 θέσεων (από 31η) λόγω του τριπλασιασμού των εξαγωγών στο πρώτο τρίμηνο του 2019.

Οι εισαγωγές στο διάστημα Ιανουαρίου- Μαρτίου 2019 αυξήθηκαν κατά 643,8 εκατ. ευρώ ή κατά 5%, με τη συνολική τους αξία να διαμορφώνεται στα 13,52 δισ. ευρώ έναντι 12,86 δισ. ευρώ κατά το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, οι εισαγωγές αυξήθηκαν στα 9,74 δισ. ευρώ από 9,32 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 421 εκατ. ευρώ ή κατά 4,5%.

Ως αποτέλεσμα των παραπάνω κινήσεων, το εμπορικό έλλειμμα ενισχύθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2019 κατά 558,9 εκατ. ευρώ ή κατά 11%, στα 5,66 δισ. ευρώ από 5,10 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2018. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, το εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε στα -4,28 δισ. ευρώ από 4,02 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 261,9 εκατ. ευρώ, ή κατά 6,5%.