Τάδε έφη Πούτιν…

Τάδε έφη Πούτιν…

Η στρατηγική του Ρώσου προέδρου «πίσω από τις λέξεις» για την ουκρανική κρίση.

Στο Κίεβο υπήρξε «πραξικοπηματική, στρατιωτική κατάληψη της εξουσίας». Εξ’ ου και ο έκπτωτος Βίκτορ Γιανουκόβιτς παραμένει «ο νόμιμος πρόεδρος της Ουκρανίας», παρά το γεγονός ότι «δεν έχει κανένα πολιτικό μέλλον», όπως φρόντισε να τονίσει το πρωί ο Βλαντιμίρ Πούτιν.

Έτσι, «οποιαδήποτε απόφαση για τη χρήση των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ουκρανία θα είναι νόμιμη», διότι «έχουμε σχετικό αίτημα του νόμιμου προέδρου της χώρας». Παρ’ όλα αυτά, η επιλογή της χρήσης στρατιωτικής βίας στην Ουκρανία θα είναι για τη Μόσχα «λύση έσχατης ανάγκης».

Σε κάθε περίπτωση, το Κρεμλίνο δεν σχεδιάζει να προσαρτήσει την Κριμαία: απλά -λέει ο Ρώσος πρόεδρος- ενισχύθηκαν τα μέτρα ασφαλείας στις ρωσικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη γεωστρατηγική χερσόνησο. Όσο για τις ρωσόφωνες ανατολικές επαρχίες της Ουκρανίας; Η Μόσχα -προς το παρόν τουλάχιστον- δεν κάνει ανάλογες σκέψεις…

Λύνοντας τη μακρά σιωπή του γύρω από την ουκρανική κρίση, με την πρωινή συνέντευξη Τύπου, ο Βλαντιμίρ Πούτιν δημιούργησε περισσότερα ερωτηματικά, παρά έδωσε απαντήσεις για τη στάση που η Μόσχα θα κρατήσει εφεξής στο νέο ψυχροπολεμικό σκηνικό που στήνει με τη Δύση.

Διαβάστε ακόμη: Η Μόσχα ξαναμοιράζει την «τράπουλα» στην Ουκρανία

Η καλή εκδοχή των γεγονότων είναι λοιπόν το Κρεμλίνο να επιχειρεί -μέσα από τον de facto επιχειρησιακό έλεγχο της Κριμαίας- να σύρει τη Δύση και το Κίεβο σε διαπραγματεύσεις, υπό τους δικού του όρους: ήτοι την επίτευξη μίας συμφωνίας, που θα παραχωρεί ακόμη περισσότερη αυτονομία στην Κριμαία και θα ενισχύει τον κεντρικό ρόλο των ρωσόφωνων επαρχιών στα ανατολικά της Ουκρανίας.

Ούτως ή άλλως «θα ήταν δύσκολο για τη Ρωσία να εφαρμόσει το μοντέλο της Κριμαίας και στα ανατολικά, π.χ. στο Ντόνετσκ… χωρίς να προχωρήσει σε μία κανονική στρατιωτική επέμβαση, ανεβάζοντας έτσι το “θερμόμετρο” στο διεθνές σκηνικό κι αναλαμβάνοντας μοιραία μεγάλο ρίσκο», παρατηρεί ο Τέρι Μάρτιν, καθηγητής Ρωσικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.

Ακόμη και οι ντόπιοι ολιγάρχες, άλλωστε -παρατηρεί ο Μάρτιν- δείχνουν να προτιμούν οι βαριά βιομηχανοποιημένες ανατολικές επαρχίες να παραμείνουν εντός της Ουκρανίας, παρά να προσαρτηθούν στη Ρωσία, όπου μοιραία «θα υποβαθμιστούν σε β’, γ’ ή και δ’ διαλογής ολιγάρχες και θα τεθούν υπό τον πλήρη έλεγχο ενός πολιτικού ηγέτη, ο οποίος έχει δείξε πώς χειρίζεται» την ελιτίστικη αυτή κάστα.

Διαβάστε ακόμη: Με το δάχτυλο στη σκανδάλη στην Κριμαία

Τον τελευταίο λόγο πάντως τον είχε και τον διατηρεί το ισχυρό Κρεμλίνο, και έναντι του Κιέβου, αλλά κατά πως φαίνεται και έναντι της Δύσης. «Η Ρωσία είναι μία μεγάλη χώρα, με μεγάλο στρατό, με πυρηνικά όπλα και με μεγάλο μερίδιο στην τροφοδοσία της ευρωπαϊκής οικονομίας με ενέργεια», υπενθυμίζει ο Λούκαν Γουέι, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Κέντρο Ευρωπαϊκών, Ρωσικών και Ευρασιατικών Σπουδών του πανεπιστημίου του Τορόντο.

Και υπό αυτήν την έννοια, «υπάρχουν λίγα πράγματα που μπορεί να κάνει η Δύση», παρατηρεί. «Το σίγουρο είναι ότι δεν μπορούν να υπαγορεύσουν στον Πούτιν τι θα κάνει. Κι αυτό γιατί ακόμη και το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων που ΗΠΑ και Ε.Ε. εγείρουν σαν απειλή έναντι της Μόσχας δεν αναμένεται να έχει τόσο άμεσο και ισχυρό αντίκτυπο, ώστε να μεταβάλει τη στάση Κρεμλίνου».

Το ίδιο εκτιμά ο Γουέιν ότι θα συμβεί «ακόμη κι εάν εφαρμοστούν μέτρα μακροπρόθεσμης αποτελεσματικότητας, όπως το “πάγωμα” της παροχής βίζας, το οποίο θα “τσούξει” το Κρεμλίνο». Κι αυτό γιατί «προφανώς ο Πούτιν», εξηγεί, «θα έχει ήδη λάβει τα μέτρα του έναντι μίας προσπάθειας διεθνούς απομόνωσης της Ρωσίας».

Αντίθετα, «υπάρχουν πολλά ερωτήματα που οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. πρέπει να θέσουν στον εαυτό τους, κυρίως για το ποιους επιλέγουν για να συνδέσουν τη μοίρα τους μαζί τους», συμπληρώνει ο Τζεφ Σαχαντέο, διευθυντής του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκών, Ρωσικών και Ευρασιατικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο Κάρλτον. «Προς το παρόν, αποφεύγουν αυτές τις ερωτήσεις. Και το γεγονός ότι επικεντρώνονται στη Ρωσία τους διευκολύνει κατά κάποιον τρόπο να μη μιλούν ανοιχτά γι’ αυτό το θέμα».

Διαβάστε ακόμη: Η κρίση στην Ουκρανία και η παγκόσμια οικονομία

Μέσα σε αυτό το πρίσμα -εκτιμά- η «έξυπνη» τώρα κίνηση από πλευράς του Πούτιν θα ήταν να αποκλιμακώσει την ένταση και να κάνει ένα μικρό βήμα πίσω, απ’ όπου θα παρακολουθεί στωικά και από απόσταση τη Δύση να προσπαθεί αγωνιωδώς να βγάλει άκρη μέσα στο γενικότερο ουκρανικό χαμό, με φόντο την επαπειλούμενη εθνική χρεοκοπία.

Με απλά λόγια, ο Ρώσος πρόεδρος είναι αυτή τη στιγμή σε θέση να εξευτελίσει και τη νέα, φιλοδυτική καθεστηκυία στο Κίεβο -ώστε να μην αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση στο εσωτερικό της ίδια της Ρωσίας- αλλά και τη Δύση. Μαζί, δε, με αυτή και το ΝΑΤΟ, καθώς αυτό προσπαθεί να βάλει «πόδι» στη ρωσική «αυλή», με τον προσεταιρισμό πρώην σοβιετικών δημοκρατικών στα σχέδια για επέκταση προς Ανατολάς του Βορειοατλαντικού Συμφώνου.

«Μετά από λίγο καιρό», σχολιάζει ο Σαχαντέο, «ο Ρώσος πρόεδρος μπορεί να επανεμφανιστεί και να πει στους Ουκρανούς: “ΟΚ, η Δύση απέτυχε και σας απογοήτευσε. Τώρα, εγώ είμαι εδώ… που ενδιαφέρομαι για τα συμφέροντά σας».

«Το μόνον που πραγματικά με ανησυχεί είναι το απρόβλεπτο», καταλήγει. Όταν έχεις ολούθε ενόπλους, νεοσύλλεκτους στρατιώτες, που είναι νευρικοί και τους έχουν φουσκώσει πλέον τα μυαλά με εθνικιστικές κορώνες, υπάρχει ορατός κίνδυνος να υπάρξει μια ακούσια αντιπαράθεση», που θα μπορούσε να πυροδοτήσει απρόβλεπτες εξελίξεις.

Το ίδιο θα μπορούσε βέβαια να συμβεί και με μία προβοκάτσια. «Ας υποθέσουμε ότι ξεσπά μία ένοπλη αντιπαράθεση στο Ντόνετσκ», αναφέρει Σαχαντέο ως υποθετικό παράδειγμα, «και η τοπική φιλορωσική ηγεσία αποφασίσει να ζητήσει από τον Πούτιν να παρέμβει. Τι γίνετε τότε;»

Διαβάστε ακόμη: «Κουνάει μαντήλι» στην Ευρώπη η Gazprom;