Θα μπορούσε να «σκοτώσει» την ΕΕ ένα δεύτερο δημοψήφισμα;

Θα μπορούσε να «σκοτώσει» την ΕΕ ένα δεύτερο δημοψήφισμα;

Μέσα σε λίγες ώρες από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, συντάχθηκε ένα αίτημα προς το βρετανικό κοινοβούλιο για τη διενέργεια ενός δεύτερου δημοψηφίσματος.

Το δημοψήφισμα για το Brexit προκάλεσε μια αναταραχή δίχως προηγούμενο. Μέσα σε λίγες ώρες από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, συντάχθηκε ένα αίτημα προς το βρετανικό κοινοβούλιο για τη διενέργεια ενός δεύτερου δημοψηφίσματος, το οποίο έχουν υπογράψει πάνω από τέσσερα εκατομμύρια άτομα.

Σύμφωνα με το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, κάθε αίτημα με πάνω από 100.000 υπογραφές πρέπει να εξεταστεί από το κοινοβούλιο. Όμως, μια προσπάθεια αντιστροφής του Brexit θα κατέστρεφε εντελώς την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η δημοκρατία, διαδικαστικά τουλάχιστον, βασίζεται στην ψηφοφορία και στην αρχή ένα άτομο – μια ψήφος. Και σε αντίθεση με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, στην άμεση το καθετί καθορίζεται από τη βούληση της πλειοψηφίας μέσω της ψήφου για συγκεκριμένα ζητήματα, όπως συνέβη με το δημοψήφισμα για το Brexit. Και δεν γίνεται να υπάρξει αντιστροφή του αποτελέσματος υπέρ του 48% που ζήτησε η χώρα να μείνει στην ΕΕ.

Γνωστοί νομικοί τονίζουν ότι η νέα κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν θα μπορέσει να ξεκινήσει τη διαδικασία διαπραγμάτευσης βάσει του Άρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας εκτός κι αν κάτι τέτοιο εγκριθεί από το κοινοβούλιο. Όμως, μια τέτοια κίνηση από το κοινοβούλιο θα σήμαινε ότι θα έδινε λευκή επιταγή στην επόμενη κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου να υλοποιήσει τους τελικούς όρους που θα προέκυπταν από τη διαπραγμάτευση με την ΕΕ, χωρίς όμως αυτοί οι όροι να είναι γνωστοί.

Και αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Ύστερα από τις επόμενες γενικές εκλογές, η επόμενη κυβέρνηση μπορεί να προσπαθήσει να διαπραγματευθεί εκ νέου με την ΕΕ χωρίς να φύγει, όμως, απ’ αυτήν – ανεξάρτητα απ’ το τι δηλώνει η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ.

Το πρόβλημα για την επόμενη κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, όμως θα παραμείνει το ότι στην καρδιά τόσο της άμεσης όσο και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας παραμένει η αρχή του σεβασμού της ψηφοφορίας που βασίζεται στην καταμέτρηση των ψήφων. Είναι απλό: το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το Brexit δεν μπορεί να αγνοηθεί. Εξάλλου, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον ήταν αυτός που το πρότεινε και που συμφώνησε με τη διεξαγωγή του.

Ακόμα κι αν η εκστρατεία υπέρ του Brexit κέρδιζε με μόλις μια ψήφο, ακόμα κι αν το δημοψήφισμα είναι τυπικά «συμβουλευτικό», το αποτέλεσμα οφείλει να ισχύσει.

Αλλιώς, η σημασία της λέξης «δημοκρατία» θα χαθεί εντελώς από την περιγραφή του συστήματος. Η νίκη του Brexit δεν έλαβε χώρα με διαφορά μιας ψήφου – για την ακρίβεια, η διαφορά ήταν 1.269.501 ψήφοι. Και θα συνιστά παρωδία το να αγνοηθεί ένα τέτοιο αποτέλεσμα, και μάλιστα σε μια ψηφοφορία που χαρακτηρίστηκε από ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά συμμετοχής στην πρόσφατη ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου.

Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι η κατεύθυνση αυτού που θα αποφασιστεί τελικά δεν θα είναι ούτε προς το Brexit, ούτε προς το Bremain, αλλά κάτι ενδιάμεσο. Οι ηγέτες του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ θα εμπλακούν σε μακροχρόνιες και …βαρετές διαπραγματεύσεις, μέχρι να καταλαγιάσει η φόρτιση της κοινής γνώμης. Και στη συνέχεια θα αναζητηθεί μια πρακτική λύση που θα είναι με κάποιο τρόπο ικανοποιητική και για τα δύο μέρη.

Σταδιακά, η πολιτική μετά το Brexit φαίνεται να είναι μια προσπάθεια εξήγησης του γιατί αυτό το δημοψήφισμα δεν πρέπει να ληφθεί στα σοβαρά. Όλο αυτό θα ενισχύσει τον κυνισμό των ψηφοφόρων και τον εναγκαλισμό τους με λαϊκιστές ηγέτες.

Το αποτέλεσμα, με άλλα λόγια, είναι προβλέψιμο: ακόμα περισσότερη απογοήτευση, που θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην επόμενη κρίση της ΕΕ. Η αποσάθρωση ενός πολιτικού συστήματος δεν ξεκινά με τη ρητή επιθυμία των ηγετών να συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά συνήθως εξαιτίας της αδυναμίας τους να ξεφύγουν από τον βάλτο των δικών τους πολιτικών αποβλήτων.