Το ευρώ δεν μπορεί να επιβιώσει εκτός εάν η Ευρώπη αλλάξει

Το ευρώ δεν μπορεί να επιβιώσει εκτός εάν η Ευρώπη αλλάξει

Η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι το 2017.

του Ότμαρ Ίσινγκ*

Για σχεδόν 70 χρόνια, η Ευρώπη έχει γνωρίσει μία μόνο κατεύθυνση: μια ολοένα και ισχυρότερη ολοκλήρωση που περιλαμβάνει έναν σταθερά αυξανόμενο αριθμό χωρών. Τώρα, μια σημαντικότατη οικονομικά και πολιτικά χώρα γύρισε την πλάτη σε αυτήν και αποχωρεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Brexit θα θεωρηθεί ως ένα σημείο καμπής στην ιστορία.

Προς το παρόν, είναι πολύ αβέβαιο το πώς θα εξελιχθούν οι σχέσεις μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Οι αρνητικές συνέπειες μένουν να φανούν στο μέλλον. Τα εθνικιστικά κόμματα από τα δεξιά και τα αριστερά του πολιτικού φάσματος σε άλλες χώρες χρησιμοποιούν το βρετανικό παράδειγμα για να υποστηρίξουν τις εκκλήσεις τους για έξοδο από την ΕΕ. Ωστόσο, η τεράστια πολυπλοκότητα του Brexit και η δυνατότητά του να επιφέρει οικονομική ζημία μπορεί να ενεργήσουν ως αποτρεπτικός παράγοντας για τους άλλους που νοιώθουν τον πειρασμό να πάρουν αυτό το μονοπάτι.

Αλλά δεν είναι μόνο η ΕΕ που βρίσκεται σε κίνδυνο. Το ευρώ βρίσκεται επίσης σε ένα σταυροδρόμι. Γράφοντας αυτό το κομμάτι, συνειδητοποίησα ότι χρησιμοποίησα τον όρο αυτό το 2007 στο τίτλο του τελευταίου κεφαλαίου του βιβλίου μου, «Η γέννηση του ευρώ».

Μήπως αυτό σημαίνει ότι οι προειδοποιήσεις μου ήταν πάρα πολύ κινδυνολογικές πριν από 10 χρόνια και παραμένουν έτσι και σήμερα; Δυστυχώς όχι. Το ευρώ πέρασε μια σχεδόν μοιραία κρίση μετά την παγκόσμια κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών αγορών το 2008. Είναι αλήθεια ότι το γεγονός αυτό πυροδότησε μια σειρά από αναγκαίες μεταρρυθμίσεις σε ορισμένες χώρες. Ωστόσο, 10 χρόνια μετά, η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση δεν βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση.

Απαιτούνται πολύ πιο φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις. Η ανεργία έχει αυξηθεί σε επίπεδα-ρεκόρ και, παρά την κάποια πρόσφατη βελτίωση, εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλή σε ορισμένες χώρες. Ορισμένες κυβερνήσεις έχουν γίνει τόσο υπερχρεωμένες που εξαρτώνται από την αγορά ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να προστατευθούν από σημαντικές αυξήσεις των επιτοκίων που θα απειλούσαν τη φερεγγυότητά τους.

Οι ισολογισμοί των κεντρικών τραπεζών δείχνουν ότι το κεφάλαιο εγκαταλείπει τις χώρες της κρίσης προς ασφαλή καταφύγια, όπως η Γερμανία, με καταιγιστικούς ρυθμούς. Η Ελλάδα εξακολουθεί να παραπαίει μεταξύ της ανάγκης για ένα νέο πακέτο διάσωσης και του ενδεχόμενου αποχώρησης από το ευρώ.

Το νόμισμα μπορεί να επιβιώσει για κάποιο χρονικό διάστημα βραχυπρόθεσμα. Αλλά δεν μπορεί να επιβιώσει επ’ αόριστον, εκτός εάν αντιμετωπιστούν αυτά τα θεμελιώδη προβλήματα.

Διατηρώντας ένα εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο επιτοκίων και συμπιέζοντας τα spreads των κρατικών ομολόγων, η ΕΚΤ είναι αυτή που κρατά την ευρωζώνη μαζί. Αλλά η κεντρική τράπεζα βαρύνεται με αυτή την ευθύνη, και χρειάστηκε να επεκτείνει τις δράσεις της στα όρια της εντολής που έχει, και πέρα ​​απ’ αυτή.

Ποιο είναι το μέλλον του ευρώ;

Πώς μπορούμε να βγούμε από αυτή την κρίσιμη κατάσταση και να εξασφαλίσουμε το μέλλον του ευρώ; Μια δημοφιλής πρόταση είναι να δημιουργηθεί μια δημοσιονομική ένωση, η οποία πρακτικά θα μεταφέρει τα χρήματα των φορολογουμένων από τις πλουσιότερες χώρες σε αυτές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες.

Ωστόσο, η πρόταση αυτή αγνοεί το γεγονός ότι η ΕΕ είναι μια ένωση κυρίαρχων κρατών. Και ως κυριαρχία νοείται το γεγονός ότι η αρμοδιότητα για τη φορολογία και τις δημόσιες δαπάνες ανήκει στις εθνικές κυβερνήσεις, οι οποίοι αναφέρονται στους ψηφοφόρους τους μέσω των εθνικών κοινοβουλίων. Είναι δύσκολο να το δούμε αυτό να αλλάζει, διότι κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μια αντίστοιχη αλλαγή στη Συνθήκη της ΕΕ, και σε ορισμένες περιπτώσεις – όπως η Γερμανία – αλλαγή και στα εθνικά συντάγματα. Και τα δύο είναι εξαιρετικά απίθανο να συμβούν.

Και ποιος θα ζητήσει τη δημιουργία μιας δημοσιονομικής ένωσης χωρίς δημοκρατική νομιμότητα, ή φορολόγηση χωρίς αντιπροσώπευση;

Το υφιστάμενο θεσμικό καθεστώς του ευρώ στηρίζεται στην αρχή της ρήτρας «μη διάσωσης», ένα βασικό στοιχείο της συνθήκης. Η αρχή αυτή πρέπει να είναι σεβαστή και να διέπει την απόφαση της Ευρώπης ως προς τον ποιο δρόμο θα ακολουθήσει. Η μόνη ορθή επιλογή είναι οι χώρες να εισάγουν σκληρές μεταρρυθμίσεις για την τόνωση της ανάπτυξης και της απασχόλησης, σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική πειθαρχία. Υπάρχει, πράγματι, πολύς δρόμος που πρέπει να διανύσουμε.

* Ο Ότμαρ Ίσινγκ είναι πρόεδρος του Κέντρου Χρηματοοικονομικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Goethe, και υπήρξε ο πρώτος επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι απόψεις που εκφράζονται εδώ είναι αυστηρά προσωπικές.

Πηγή: CNN Money