Τζεφ Μπέζος: «Γράφει» τη νέα σελίδα της Washington Post

Τζεφ Μπέζος: «Γράφει» τη νέα σελίδα της Washington Post
Photo: REUTERS

Γιατί σε αντίθεση με τους περισσότερους ιδιοκτήτες εφημερίδων ο Μπέζος, νέο αφεντικό της Post,  ίσως επενδύσει στη δημοσιογραφία.

του Νταν Μίτσελ

Ο Τζεφ Μπέζος έχει αποδείξει ότι σκέφτεται στρατηγικά και μακροπρόθεσμα. Αυτό ακριβώς χρειάζεται ο κλάδος των εφημερίδων σήμερα.

Για όποιον νοιάζεται πραγματικά για τη δημοσιογραφία σαν λειτούργημα, η συγκρατημένη αισιοδοξία πρέπει να είναι η πρώτη αντίδραση στην απίστευτη είδηση ότι ο ιδρυτής της Amazon, Τζεφ Μπέζος, θα αγοράσει την Washington Post.

Είναι σαφές ότι η οικογένεια Γκράχαμ, που διαχειρίστηκε την εφημερίδα για 80 χρόνια, δεν ήταν πλέον σε θέση να προστατέψει την ιδιοκτησία της μέσα στο χάος του μαζικού και απότομου μετασχηματισμού του κλάδου. Κι αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για πολλές εφημερίδες που δεν ελέγχονται από μία οικογένεια αλλά αντίθετα έχουν υποχρεώσεις έναντι των επενδυτών και των πιστωτών τους. Για αυτές, η εκπλήρωση βραχυπρόθεσμων χρηματοοικονομικών στόχων, που θα ικανοποιήσουν τους μετόχους ή θα αποπληρώσουν χρέη – τη στιγμή που τα έσοδα πέφτουν – είναι πολύ μεγαλύτερη προτεραιότητα σε σχέση με την επένδυση στο μέλλον, που είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται ο κλάδος των εφημερίδων αν πρόκειται να παραμείνει όχι απλά κερδοφόρος, αλλά και κοινωνικά συναφής.

Ο Μπέζος, που θα κατέχει την Post ανεξάρτητα από την Amazon, έχει αποδείξει ότι σκέφτεται μακροπρόθεσμα, εστιάζοντας όχι τόσο στην τρέχουσα κερδοφορία αλλά στη συνεχή βελτίωση των υπηρεσιών, στη διεύρυνση του μεριδίου της αγοράς, και στην εξασφάλιση της αφοσίωσης των πελατών.

Φυσικά, είναι αδύνατον να γνωρίζουμε εκ των προτέρων τι πρόκειται να κάνει ο Μπέζος με την εταιρεία. Πάντως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε με σχετική βεβαιότητα ότι θα επενδύσει σε αυτήν και δεν θα κυνηγήσει απλώς τη βραχυπρόθεσμη κερδοφορία περικόπτοντας το κόστος (και την ποιότητα), όπως έχουν κάνει άλλες εταιρείες ιδιοκτησίας εφημερίδων σαν την Tribune και την Advance.

Ο Μπέζος φαίνεται πως αναγνωρίζει ότι κανένας δεν έχει την παραμικρή ιδέα ως προς το πώς θα μοιάζει η νέα εποχή στον κόσμο των εφημερίδων, σε πέντε ή δέκα χρόνια από τώρα. Και είναι άνθρωποι σαν κι αυτόν που καλούνται να προετοιμάσουν και να ορίσουν αυτή τη νέα εποχή. Ο ίδιος δήλωσε:

«Το διαδίκτυο μετασχηματίζει σχεδόν κάθε στοιχείο του ειδησεογραφικού κλάδου, συντομεύοντας τον κύκλο μιας είδησης, αποσαθρώνοντας τις αξιόπιστες πηγές μακροπρόθεσμων εσόδων και επιτρέποντας νέες μορφές ανταγωνισμού, πολλές εκ των οποίων δεν έχουν να αντιμετωπίσουν το κόστος της συλλογής ειδήσεων. Δεν υπάρχει χάρτης, και η χαρτογράφηση της διαδρομής θα είναι δύσκολη. Πρέπει να ανακαλύψουμε πράγματα, που σημαίνει ότι πρέπει να πειραματιστούμε.»

Διαβάστε σχετικά: Ζει ή πέθανε η έντυπη δημοσιογραφία;

Και ο πειραματισμός θα απαιτήσει το ξόδεμα χρημάτων και την αποδοχή πολύ χαμηλότερων ποσοστών κέρδους σε σχέση με εκείνα στα οποία είχαν συνηθίσει οι περισσότεροι εκδότες στο τέλος του 20ου αιώνα και στην αρχή του 21ου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μπέζος το ξέρει αυτό.

Μανία της Amazon για τον πελάτη
Πέρυσι, ο Μπέζος δήλωσε στο Fortune: «Οι τρεις μεγάλες ιδέες εδώ στην Amazon είναι η μακροπρόθεσμη σκέψη, η μανία με τον πελάτη, και η βούληση για ανακαλύψεις». Αντικαταστήστε τη λέξη «πελάτης» με τη λέξη «αναγνώστης» και εν τέλει αυτές ίσως να είναι οι ιδέες τις οποίες πρέπει να υιοθετήσει ο κλάδος των εφημερίδων μέσα σε μία εποχή μεγάλης αβεβαιότητας.

Σύμφωνα με τον Μπέζο, η τωρινή διοίκηση της εφημερίδας θα παραμείνει και δεν πρόκειται να υπάρξουν απολύσεις. Αυτό σημαίνει ότι η Κάθριν Γουέιμουθ – εγγονή της Κάθριν Γκράχαμ που βρέθηκε στο τιμόνι της εφημερίδας κατά το μεγαλύτερο και πιο συναρπαστικό κομμάτι της ιστορίας της, συμπεριλαμβανομένης και της περιόδου του σκανδάλου Watergate – θα παραμείνει διευθύντρια. Κι αυτό είναι άλλο ένα καλό σημάδι για έναν κλάδο που έχει πληγεί από περικοπές και διοικητικό χάος, στοιχεία που μπορούν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητα της δουλειάς μιας εφημερίδας.

Washington Post: H «αιμορραγία» εσόδων την οδήγησε στην πώληση

«Δημοσιογραφία και Χρηματιστήριο: Ασυμβίβαστο»
Η Post υπήρξε από τις πρώτες εφημερίδες που απέκτησαν παρουσία στο διαδίκτυο, την οποία και φρόντισε να ενισχύσει με πρωτοβουλίες όπως το Wonkblog του Έζρα Κλάιν. Την ίδια στιγμή, συνέχισε να επιδεικνύει κάποια από τα χαρακτηριστικά των «παλαιών μέσων» που απομακρύνουν τους νέους αναγνώστες, όπως π.χ. η παρουσίαση των ειδήσεων με έναν βαρετό τρόπο του στυλ «αυτός είπε αυτό, αυτή είπε εκείνο».

Και φυσικά η εφημερίδα – που είδε τα έσοδά της να πέφτουν περίπου κατά το ήμισυ τα τελευταία έξι χρόνια – βρίσκεται στο έλεος των ίδιων δυνάμεων της αγοράς που πλήττουν και τον υπόλοιπο κλάδο. Η κυκλοφορία του εντύπου και τα έσοδα από διαφημίσεις έχουν ακολουθήσει πτωτική πορεία, και οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες φαίνεται ότι δεν ήταν σε θέση να προωθήσουν τις απαραίτητες αλλαγές. Η ίδια η Γουέιμουθ είχε δηλώσει στο συντάκτη της Post, Πολ Φάρχι: «Αν αποστολή μας είναι η δημοσιογραφία, ίσως τότε η μορφή της εισηγμένης στο χρηματιστήριο εταιρείας να μην είναι η κατάλληλη για την Post δεδομένων των πιέσεων για περικοπές κόστους και επίτευξη κερδοφορίας»

Τίποτα απ’ όλα αυτά δε σημαίνει ότι ο Μπέζος θα επιτύχει σώνει και καλά. Τα προβλήματα του κλάδου είναι δομικά – δεν είναι σαφές ότι η επαγγελματική δημοσιογραφία όπως τη γνωρίσαμε μέσω των εφημερίδων μπορεί να επιτύχει μία τιμή στην αγορά αρκετά υψηλή ώστε να είναι δυνατή η συνέχισή της. Το διαδίκτυο έχει διαχωρίσει αυτό το είδος ειδησεογραφικής δημοσιογραφίας από τα άλλα μέρη μιας εφημερίδας (όπως τα κουπόνια, οι στήλες συμβουλών και το ωροσκόπιο) πάνω στα οποία βασιζόταν το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης για εφημερίδες. Με άλλα λόγια, πρέπει να βρεθεί μία αγορά για αυτές καθαυτές τις ειδήσεις. Ούτε ο Μπέζος μπορεί να εγγυηθεί κάτι τέτοιο, και δεν είναι σίγουρο ότι η υπομονή του θα κρατήσει για πάντα. «Πιστεύουμε στο μακροπρόθεσμο», δήλωσε πέρυσι στο Fortune, «αλλά και το μακροπρόθεσμο πρέπει κάποια στιγμή να συμβεί».