Paul Steiger: Το επιτυχημένο μοντέλο της ProPublica και το μέλλον της ερευνητικής δημοσιογραφίας στην εποχή του Τραμπ

Paul Steiger: Το επιτυχημένο μοντέλο της ProPublica και το μέλλον της ερευνητικής δημοσιογραφίας στην εποχή του Τραμπ
O Executive Chairman της ProPublica μιλά στο Fortune Greece για το «στοίχημα» της ερευνητικής δημοσιογραφίας, το μοντέλο λειτουργίας του δημοσιογραφικού οργανισμού και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι στην εποχή του Τραμπ.

Μπορεί η δημοσιογραφία σήμερα να τιμά τις αρχές της δεοντολογίας, να είναι αξιόπιστη και έγκυρη, να ελέγχει κρατικές και ιδιωτικές οντότητες, και παράλληλα να παραμένει βιώσιμη ή ακόμη και κερδοφόρα; Το 2008 ένα νέο online μέσο ενημέρωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες βάλθηκε να αποδείξει πως κάτι φαινομενικά παράδοξο, μπορεί να είναι εφικτό.

Μετά από έντεκα χρόνια και πέντε βραβεία Pulitzer, αλλά και δεκάδες ακόμη διακρίσεις, η ProPublica αποτελεί σήμερα ένα διεθνώς αναγνωρισμένο, σύγχρονο μέσο ενημέρωσης που έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των αναγνωστών, παράγοντας με καινοτόμο τρόπο πρωτογενή, ερευνητική δημοσιογραφία.

Ο Paul Steiger, ιδρυτής και σήμερα εκτελεστικός πρόεδρος της ProPublica, επισκέπτεται τις επόμενες ημέρες την Αθήνα και θα μιλήσει την Παρασκευή 14 Ιουνίου σε μία ειδική εκδήλωση στο iMEdD για το πως ένα σύγχρονο μέσο μπορεί να παράγει ουσιαστική ενημέρωση, να είναι ανεξάρτητο και να απαντά στην απαξίωση της δημοσιογραφίας.

Λίγο πριν την έλευσή του στην Ελλάδα, ο πρώην Managing Editor της Wall Street Journal που αποτελεί σήμερα senior adviser της Δημοσιογραφικής Επιτροπής για την Ελευθερία του Τύπου (Reporters Committee for Freedom of the Press) και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Global Editors Network – το οποίο διεξάγει από σήμερα και ως τις 15 Ιουνίου το GEN Summit στην Αθήνα – μίλησε στο Fortune Greece για το δημοσιογραφικό «στοίχημα» που κέρδισε η ProPublica, το μοντέλο λειτουργίας του δημοσιογραφικού οργανισμού, το έργο των δημοσιογράφων στην εποχή του Τραμπ, αλλά και τις προκλήσεις του μέλλοντος.

 

Στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες σε όλο τον κόσμο, η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχει μειωθεί. Ποιοι πιστεύετε ότι είναι οι λόγοι πίσω από αυτή την εξέλιξη και πώς μπορούν οι δημοσιογράφοι σε παγκόσμια κλίμακα να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού;

Υπάρχουν πολλαπλοί λόγοι. Ένας είναι η μείωση της εμπιστοσύνης προς σχεδόν όλους τους θεσμούς: τους πολιτικούς και την κυβέρνηση, την επιστήμη, την ιατρική (σκεφθείτε τους αντι-εμβολιαστές), τους δικηγόρους, την οργανωμένη θρησκεία. Ένας άλλος λόγος είναι η επίθεση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης από διασημότητες και πολιτικούς, υπό την ηγεσία του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών: οι προσωπικές του προσβολές («αποτυχημένοι» NY Times, «εχθροί του λαού», «fake news») και η ενθάρρυνση προς τους οπαδούς του να επιτίθενται προφορικά (και μερικές φορές σωματικά) σε δημοσιογράφους. Τον μιμούνται άλλοι αυταρχικοί ηγέτες σε όλο τον κόσμο.

Δεν είναι εύκολο να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη του κοινού. Η απάντηση δεν είναι να μιμηθούμε τη χυδαία επιθετικότητά του, αλλά να εξετάζουμε προσεκτικά τα δεδομένα και να υιοθετούμε το ήρεμο ρεπορτάζ για να καταρρίπτουμε τα ψέματά του. Και ο στόχος πρέπει να είναι, όπως το έθεσε ο Marty Baron της Washington Post, όχι «να κάνουμε πόλεμο» ενάντια στον Trump και τους ομοίους του, αλλά «να κάνουμε τη δουλειά μας» – να εντοπίζουμε αδιάκοπα την αλήθεια και να την ελέγχουμε.

Κατά τη γνώμη σας, ποιες είναι οι κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα οι δημοσιογράφοι;

Η πρώτη πρόκληση είναι η εξασφάλιση αρκετών εσόδων για να κάνουν σωστά τη δουλειά. Στις ΗΠΑ, η διαφήμιση έχει πληγεί από πλατφόρμες όπως το Facebook και η Google, και ενώ ορισμένα ειδησεογραφικά μέσα όπως το Buzzfeed και το Quartz έχουν ελπίδες να καταφέρουν να έχουν επαρκή όγκο διαφημίσεων, άλλα όπως οι New York Times, η Washington Post, η Wall Street Journal, οι Los Angeles Times και άλλα καθιερωμένα μέσα, καθώς και κάποια νέα, χρησιμοποιούν paywalls και άλλους μηχανισμούς για να κερδίζουν πολύ περισσότερα έσοδα από τους αναγνώστες.

Όταν έφυγα από τους LA Times για να πάω στη Wall Street Journal το 1983, οι Times είχαν προσωπικό 1.300 ατόμων. Το περασμένο Σαββατοκύριακο επισκέφτηκα το εντυπωσιακό (και οικονομικά αποδοτικό) νέο κτίριο των LA Times στο δυτικό άκρο της κομητείας του Λος Άντζελες. Με επενδύσεις από έναν νέο ιδιοκτήτη, προσπαθούν να επανέλθουν από μια περίοδο όπου το προσωπικό τους είχε συρρικνωθεί σε μερικές εκατοντάδες και τώρα τείνει να αυξηθεί στο μισό απ’ αυτό που ήταν κάποτε. Σε πολλές περισσότερες περιπτώσεις, η συρρίκνωση συνεχίζεται. Η Plain Dealer του Κλήβελαντ, που κάποτε κυριαρχούσε στο βόρειο Midwest, δεν έχει πάνω από 35 δημοσιογράφους.

Η επόμενη ύφεση στις ΗΠΑ, είτε ξεσπάσει αυτό το φθινόπωρο είτε σε πέντε χρόνια από τώρα, θα φέρει το κλείσιμο πολλών έντυπων εκδόσεων και θα αναγκάσει πολλά άλλα μέσα να κλείσουν όλες τις εκδόσεις τους εκτός από τις κυριακάτικες, και να στραφούν στο διαδίκτυο για την καθημερινή κάλυψη των γεγονότων.

Η δεύτερη πρόκληση είναι να καταλάβουμε ποια είναι η αποστολή. Δεν μπορεί πλέον κάποιος να καλύπτει τα πάντα για τους πάντες. Πάρτε το παράδειγμα της Ουάσιγκτον. Στην εποχή των έντυπων μέσων, η Washington Post προσπάθησε να κυριαρχήσει στην κυκλοφορία σε όλη τη λεγόμενη περιοχή Beltway γύρω από την Ουάσινγκτον, ώστε με τη σειρά της να εξασφαλίσει τη μερίδα του λέοντος από την τοπική και περιφερειακή διαφήμιση. Με την τεράστια συρρίκνωση της τοπικής έντυπης διαφήμισης και την άνοδο της παγκόσμιας ζήτησης για την εμβριθή κάλυψη της αμερικανικής πολιτικής εκ μέρους της, η Post στράφηκε στην αναζήτηση εσόδων απ’ όλο τον κόσμο μέσω του paywall.

Το ανερχόμενο Politico επικεντρώθηκε έντονα στην παροχή κάλυψης λεπτό-το-λεπτό για τους πιστούς παρατηρητές της τοπικής πολιτικής, σχεδόν εξ ολοκλήρου στο διαδίκτυο, αλλά συμπλήρωσε την κάλυψη αυτή με στοχευμένες έντυπες εκδόσεις που ανακυκλώνουν τις καλύτερες ψηφιακές ιστορίες και παράγουν περιστασιακά ειδικές διαφημιστικές και αναγνωστικές ενότητες που εστιάζουν σε σημαντικές εκδηλώσεις στην Ουάσιγκτον. Σε αυτά προστέθηκαν και κάτι που ονομάζεται Politico Pro – ηλεκτρονικές εκδόσεις που εστιάζουν σε θεματικές περιοχές ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, για τις οποίες οι αναγνώστες πληρώνουν μια premium συνδρομή. Το Politico και η Post έχουν δύο διαφορετικές, κάπως διασταυρωμένες αποστολές, αλλά μέχρι στιγμής και τα δύο μέσα φαίνεται να κατευθύνονται προς την επιτυχία.

H ProPublica ξεκίνησε ως πλατφόρμα ερευνητικών δημοσιεύσεων πριν από μια δεκαετία, σε ένα μικρό γραφείο στο Μανχάταν. Ποιο ήταν το επιχειρηματικό μοντέλο στο οποίο βασίστηκε και σε ποιο βαθμό έχει πετύχει τον στόχο της; 

Η ProPublica δεν διέθετε επιχειρηματικό μοντέλο. Είχε και έχει ένα οικονομικό μοντέλο, το οποίο στηρίζεται σε δωρεές και στη δωρεάν διάθεση του περιεχομένου εξ ολοκλήρου στο διαδίκτυο. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να αφιερώνουμε το 75% του προϋπολογισμού μας στην παραγωγή περιεχομένου και μόνο το ένα τέταρτο στη συγκέντρωση πόρων, τη διανομή και τη διαχείριση, σε σύγκριση με τα παραδοσιακά έντυπα μέσα που αφιερώνουν μόνο περίπου το 15% των συνολικών δαπανών στο περιεχόμενο.

Στο μοντέλο μας η διανομή πραγματοποιείτο με δύο βασικούς τρόπους. Πρώτον, στην ιστοσελίδα μας, όπου όλο το περιεχόμενό μας διανεμόταν δωρεάν. Δεύτερον, μέσω συνεργατών, στους οποίους δίναμε μια προσωρινή αποκλειστικότητα για μια συγκεκριμένη ιστορία. Οι συνεργάτες μπορούσαν να δημοσιεύουν την αποκλειστικότητα ηλεκτρονικά, σε έντυπη μορφή, σε βίντεο ή ήχο, σε οποιαδήποτε πλατφόρμα δούλευε καλύτερα γι’ αυτούς. Αλλά παραχωρώντας τους αυτή την προσωρινή αποκλειστικότητα, τους δίναμε και κίνητρο να προβάλλουν το περιεχόμενό μας σε εμφανές σημείο, αυξάνοντας την πιθανότητα αυτό να φτάσει στους σωστούς αναγνώστες και αυξάνοντας την αναγνωρισιμότητα του ονόματός μας.

Συνολικά, έχουμε πλέον συνεργαστεί με περισσότερα από 175 ειδησεογραφικά μέσα· με κάποια -όπως οι New York Times και η Washington Post και τα τηλεοπτικά και καλωδιακά δίκτυα- πολλές φορές και με άλλα μόνο μια φορά. Στόχος μας ήταν να στρέψουμε τα φώτα της δημοσιότητας σε περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας και αποτυχίας υπεράσπισης του δημοσίου συμφέροντος, παρέχοντας έτσι στο κοινό τις πληροφορίες ώστε αυτό να πιέσει για αλλαγή.

Χαίρομαι που μπορώ να σας πω ότι έχουμε γίνει όλο και πιο επιτυχημένοι στο να κάνουμε κάτι τέτοιο και οι συνάδελφοί μας το αναγνωρίζουν αυτό, δίνοντάς μας 11 υποψηφιότητες για τα Βραβεία Pulitzer στα 11 χρόνια της ύπαρξής μας, με πέντε από αυτούς τους 11 φιναλίστ να κερδίζουν μάλιστα το βραβείο.

Μπορεί η καλή δημοσιογραφία να είναι και κερδοφόρα;

Στις ημέρες που κυριαρχούσαν οι έντυπες εκδόσεις, ήταν εξαιρετικά κερδοφόρα. Στην εποχή του Ιστού, αυτό είναι πιο δύσκολο. Και η ερευνητική δημοσιογραφία είναι ακόμα δυσκολότερο να καταστεί κερδοφόρα. Όταν ήμουν στη Wall Street Journal, κάναμε πολλά ερευνητικά ρεπορτάζ, αλλά οι διαφημιζόμενοί μας προτιμούσαν να μην εμφανίζονται οι διαφημίσεις τους πλάι σε τέτοια κείμενα. Κάποιοι φοβούνταν ότι τέτοια κείμενα «έριχναν» τη διάθεση των αναγνωστών, ενώ άλλοι ανησυχούσαν ότι θα προσέβαλλαν μερικούς από τους πελάτες ή τους προμηθευτές τους.

Πάντως, ένα οικονομικό μοντέλο μπορεί να είναι βιώσιμο χωρίς να είναι κερδοφόρο. Δείτε τα μεγάλα ιδιωτικά πανεπιστήμια, όπως το Harvard ή το Stanford, τα μεγάλα μουσεία, τα φιλανθρωπικά νοσοκομειακά ιδρύματα, το δημόσιο ραδιόφωνο, η δημόσια τηλεόραση. Σχεδόν κανένας από αυτούς τους φορείς δεν παράγει κέρδος.

Οι δωρεές μας αυξάνονται σταθερά, από 10 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο, κυρίως από πολύ λίγους δωρητές, στα 30 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο, από 25.000 ή περισσότερους δωρητές. Τώρα πλέον φύγαμε απ’ αυτό το μικρό γραφείο, όπου είχαμε φτάσει να είμαστε περίπου 50 άτομα, και πήγαμε σε ένα μεγαλύτερο στο Σόχο. Στο προσωπικό μας έχουμε πλέον περισσότερα από 125 άτομα, και εξακολουθούμε να αυξανόμαστε.

Στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος Trump έχει υιοθετήσει μια εμφανώς επικριτική στάση απέναντι στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και έχει μάλιστα στραφεί ανοιχτά ενάντια σε συγκεκριμένους οργανισμούς, όπως οι “New York Times” και η “Washington Post”. Παράλληλα, βλέπουμε άλλους ηγέτες σε όλο τον κόσμο να υιοθετούν παρόμοια συμπεριφορά. Πώς έχει επηρεάσει το γεγονός αυτό το έργο των ειδησεογραφικών οργανισμών και των δημοσιογράφων; 

Η απάντηση δεν μπορεί να είναι να αντιμετωπίζεις την εξύβριση με εξύβριση και τον διασυρμό με διασυρμό. Με το πέρασμα του χρόνου, τα επαγγελματικά μέσα μαζικής ενημέρωσης μαθαίνουν όλο και περισσότερο να μην αντιδρούν κάθε φορά που εκδίδεται ένα προφανέστατα ψευδές δελτίο τύπου ή αναρτάται ένα ψευδές tweet από τον Λευκό Οίκο. Κέρδισε ο πρόεδρος την πλειοψηφία της λαϊκής ψήφου το 2016; Όχι, δεν την κέρδισε. Τον απάλλαξε η έκθεση Mueller; Όχι, δεν τον απάλλαξε. Αλλά αν ξοδεύουμε πάρα πολύ χρόνο σε όλα αυτά, κινδυνεύουμε να απομακρυνθούμε και να απομακρύνουμε και τους αναγνώστες μας από τα πιο σημαντικά πράγματα που συμβαίνουν.

Επομένως, το δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι να παραμένουμε πειθαρχημένοι και εστιασμένοι σε ό,τι είναι σημαντικότερο – να κάνουμε προσεκτικά διερευνημένο, επαληθευμένο, ακριβές και αμερόληπτο ρεπορτάζ που να εξυπηρετεί τις ανάγκες των αναγνωστών.

Υπάρχουν ζητήματα στις ΗΠΑ ή σε παγκόσμια κλίμακα τα οποία, κατά την άποψή σας, δεν λαμβάνουν τόσο μεγάλη κάλυψη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όσο θα άξιζαν, και θα πρέπει να περιμένουμε να ακούσουμε περισσότερα γι’ αυτά στο μέλλον;  

Υπάρχουν πολλά θέματα – τα τρόφιμα και η γεωργία, η υγειονομική περίθαλψη, οι υποδομές, η εκπαίδευση, ο εκρηκτικός αριθμός των ιών, και πολλά άλλα σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα, όπως και τοπικά νέα, τα οποία «στερεύουν» πλέον σε πάρα πολλά μέρη των ΗΠΑ, καθώς οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί έχουν χάσει την ικανότητά τους να τα καλύπτουν.

Τι να περιμένουμε να ακούσουμε στην εκδήλωση στο iMEdD στην Αθήνα αυτήν την Παρασκευή; 

Δεν γνωρίζω. Μάθατε ήδη ένα μεγάλο μέρος των σκέψεών μου. Έτσι κι αλλιώς, είμαι μόνο ένας από τους πολλούς ανθρώπους που θα παρευρεθούν εκεί, και περιμένω να μάθω από τους άλλους. Ανυπομονώ για την εκδήλωση της Παρασκευής.