Πάνος Παλαιολόγος : «H µεγαλύτερη παθογένεια στα ξενοδοχεία ήταν o τρόπος λειτουργίας τους και όχι η κρίση»

Πάνος Παλαιολόγος : «H µεγαλύτερη παθογένεια στα ξενοδοχεία ήταν o τρόπος λειτουργίας τους και όχι η κρίση»
Ο ιδρυτής και πρόεδρος της HotelBrain μιλά για το νέο τοπίο στον χώρο του τουρισμού, τις ευκαιρίες που υπάρχουν και τις νέες τάσεις που αναδύονται στον ξενοδοχειακό κλάδο.

Ξεκίνησε πριν από 17 χρόνια σαν µια startup στον χώρο του τουρισµού, προκαλώντας αντιδράσεις στην ξενοδοχειακή αγορά, η οποία έβλεπε µια φρέσκια πρόταση να κάνει την εµφάνισή της και να διεκδικεί µερίδιο. Ο δρόµος ήταν µακρύς, όµως ο Πάνος Παλαιολόγος, ιδρυτής και πρόεδρος της HotelBrain, ένας Έλληνας µάνατζερ που διευθύνει ξενοδοχεία παγκοσµίως, κατάφερε να κερδίσει όχι µόνο τον σεβασµό της ξενοδοχειακής κοινότητας, αλλά και να διεκδικήσει θέση στρατηγικού συνεργάτη.

Το 2015 η κρίση ανάγκασε τη διοίκηση της HotelBrain να αλλάξει µοντέλο λειτουργίας και να περάσει, από τη διαχείριση ξενοδοχείων, στο κοµµάτι της µίσθωσης µέσα από συµβόλαια «management by guarantee», όπως ονοµάζονται, καθώς έβλεπε ότι υπήρχε ένα σηµαντικό κενό στην αγορά που έπρεπε να καλυφθεί. Σήµερα η εταιρεία έχει υπό τη σκέπη της 60 καταλύµατα σε όλη την Ελλάδα, τα οποία αναµένεται να αγγίξουν τα 65 τη νέα χρονιά, µε προσθήκες που θα προκύψουν από τα νησιά. Παράλληλα απασχολεί 100 µόνιµους εργαζόµενους, ο αριθµός των οποίων ανεβαίνει κατά τους καλοκαιρινούς µήνες, λόγω της εποχικότητας του επαγγέλµατος, στα 1.300 άτοµα.

Το µεγάλο στοίχηµα για τη HotelBrain ήταν το πώς από µια προσωποκεντρική εταιρεία θα µπορέσει να διαχειριστεί τη θεαµατική ανάπτυξή της, δηµιουργώντας τις κατάλληλες δοµές. Μέχρι πέρυσι διπλασίαζε τζίρους και EBITDA, και ο στόχος είναι τα οικονοµικά µεγέθη να συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία.

«O όµιλός µας εξειδικεύεται στην παροχή λύσεων διαχείρισης ξενοδοχείων, αναλαµβάνοντας από τον συµβουλευτικό ρόλο µέχρι το management και την εκπόνηση µελετών για καινούργιες επενδύσεις. Είµαστε από τις µεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου και σε επίπεδο τζίρου βρισκόµαστε στην πρώτη δεκάδα» τονίζει στο Fortune ο Πάνος Παλαιολόγος.

Αναφέρει πως το συγκριτικό πλεονέκτηµα της HotelBrain είναι η αξιοπιστία και η προσήλωση στον στόχο. Ο πελάτης-συνεργάτης την επιλέγει διότι του δίνει ένα ξεκάθαρο µήνυµα για το πού θα φτάσει η επιχείρησή του µέσα από την υιοθέτηση µιας ξεκάθαρης στρατηγικής. Παρατηρώντας την τελευταία 15ετία την ελληνική τουριστική αγορά, ο γνωστός µάνατζερ αναγνωρίζει πως συντελέστηκαν αρκετές αλλαγές που δεν έχουν να κάνουν µόνο µε το µοντέλο λειτουργίας των ξενοδοχείων, αλλά και µε την αλλαγή εταιρικής κουλτούρας. Όπως εξηγεί, µέχρι πρότινος επικρατούσε η αντίληψη ότι ο ξενοδόχος, εκτός από ιδιοκτήτης, έπρεπε να είναι και ο διαχειριστής της επιχείρησής του. Η λογική αυτή θεωρείται ξεπερασµένη, καθώς µια µερίδα επαγγελµατιών του κλάδου συνειδητοποιεί ότι είναι άλλο πράγµα η επένδυση στο real estate και άλλο πράγµα το να διοικείς µια επιχείρηση.

Αυτός είναι, άλλωστε, και ένας από τους βασικούς λόγους που, σύµφωνα µε τον Πάνο Παλαιολόγο, κατέκλυσε την ξενοδοχειακή αγορά ένας µεγάλος αριθµός «κόκκινων δανείων». Τονίζει πως στο παρελθόν δεν έγινε λελογισµένη χρήση των χρηµατοδοτήσεων που λαµβάνονταν από τις τράπεζες για αναπτυξιακούς σκοπούς, αφού απουσίαζε ένα ρεαλιστικό business plan από τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις.

«Σήµερα είναι σαφές ότι οι τράπεζες δεν δίνουν κανένα δάνειο σε ξενοδοχειακή επένδυση εάν δεν τους παρουσιαστεί καταρτισµένο σχέδιο διαχείρισης. Τα τραπεζικά ιδρύµατα βασίζονται πολύ στη µαρτυρία ενός operator ή ενός συµβουλευτικού οργανισµού που θα µεσολαβήσει για να εγγυηθεί αναφορικά µε το τι θα γίνει όταν ολοκληρωθεί η επένδυση» επισηµαίνει, προσθέτοντας πως ο ίδιος συνάντησε πολλά υπερδανεισµένα ξενοδοχεία τα οποία στράφηκαν στη HotelBrain, όπου χάρη στις συµφωνίες που έκλεισε µε τις τράπεζες πέτυχε αναδιάρθρωση δανείων και επαναλειτουργία επιχειρήσεων, οι οποίες βρέθηκαν αντιµέτωπες µε «λουκέτο».

Το οξύµωρο ήταν ότι, παρότι υπήρχαν εκατοντάδες υπερχρεωµένα ξενοδοχεία, η χώρα έσπαγε διαδοχικά την τελευταία τετραετία το ένα ρεκόρ αφίξεων µετά το άλλο! Αναµφίβολα, η κρίση συνέβαλε στο να υπάρξει µια εκλογίκευση τόσο από την πλευρά των ξενοδόχων όσο και από την πλευρά των τραπεζών, µε τον Πάνο Παλαιολόγο να εκτιµά ότι τα επόµενα χρόνια θα δούµε να αλλάζουν χέρια αρκετά ξενοδοχεία.

Πάντα έβλεπα το ξενοδοχείο σαν μια θεατρική παράσταση, όπου ένας καταρτισμένος θίασος προσφέρει στους επισκέπτες εμπειρίες.

Πεποίθησή του είναι πως η µεγαλύτερη παθογένεια στην ελληνική ξενοδοχειακή αγορά ήταν το ίδιο το µοντέλο λειτουργίας της, και όχι η κρίση. Για χρόνια ο ελληνικός τουρισµός βασιζόταν στο οικογενειακό µοντέλο –κυρίως στα νησιά– όµως, όπως λέει, κάτι τέτοιο δεν µπορεί να φέρει τα πολυπόθητα αναπτυξιακά αποτελέσµατα όταν µια επιχείρηση δραστηριοποιείται σε µια παγκόσµια αγορά και σε ένα περιβάλλον που γίνεται ολοένα και πιο ανταγωνιστικό, ενώ το Διαδίκτυο έχει δώσει στα χέρια των πολλών ένα ισχυρό εργαλείο για την καλύτερη διαχείριση των ξενοδοχείων. «Στις οικογενειακές επιχειρήσεις, εκτός από το πρόβληµα διαδοχής που αντιµετωπίζουν σε ορισµένες περιπτώσεις, παρατηρείται και η έλλειψη σωστής επαγγελµατικής κατάρτισης. Γι’ αυτό τον λόγο οι ιδιοκτήτες επιβάλλεται να εµπιστευτούν έναν επαγγελµατία διαχειριστή µε µεγάλη πείρα» υπογραµµίζει.

Η επιτυχία κρύβεται στο σωστό τουριστικό «μείγμα»

Φύσει και θέση αισιόδοξος δηλώνει ότι η κρίση δεν τον φόβισε αφού είχε πλήρη γνώση των δυνατοτήτων που έχει η Ελλάδα σαν τουριστικός προορισµός και µέχρι πού µπορεί να φτάσει. Πρόκειται, όπως λέει, για µια χώρα που καλύπτει διαφορετικά γούστα και πολλά είδη τουρισµού. Διαθέτει συνεργασίες µε Tour Operators που φέρνουν τον µαζικό τουρισµό στα νησιά, lifestyle προορισµούς, όπως η Μύκονος, η Σαντορίνη και η Πάρος, µικρά νησιά που απευθύνονται στον ελεύθερο ταξιδιώτη, αλλά και ξενοδοχειακά συγκροτήµατα όπως το Costa Navarino, το Sany και τα Ikos που ανήκουν στην κατηγορία των luxury resorts.

Απαντώντας στους επικριτές των Tour Operators, ο Πάνος Παλαιολόγος υποστηρίζει πως συνεχίζουν να είναι απαραίτητοι, καθώς το µέγεθός τους επιτρέπει να παίρνουν το ρίσκο και να φέρνουν µαζικά πελάτες, αξιοποιώντας τα δικά τους δίκτυα µεταφορών. Κατά τη γνώµη του, ο λόγος που η Thomas Cook δεν τα κατάφερε ήταν διότι δεν µπόρεσε να ακολουθήσει την επανάσταση της τεχνολογίας και έµεινε σε ένα απαρχαιωµένο µοντέλο λειτουργίας. Εξίσου υποστηρικτικός είναι και για το all inclusive, εξηγώντας πως δεν σηµαίνει ότι ένα τέτοιο «πακέτο» είναι απαραίτητα φθηνό ή κατώτερης ποιότητας: «Για να είµαστε ανταγωνιστικοί θα πρέπει ως χώρα να έχουµε ένα πλήρες χαρτοφυλάκιο προϊόντων και υπηρεσιών και αυτό που θα προσφέρεται στον τελικό καταναλωτή να είναι value for money σε κάθε κατηγορία».

Η Αθήνα αλλάζει

Σχολιάζοντας την περίπτωση της Αθήνας και τον επενδυτικό «οργασµό» που καταγράφεται την τελευταία διετία µε το άνοιγµα νέων ξενοδοχείων στο κέντρο της πόλης, ο Πάνος Παλαιολόγος αναφέρει πως η ελληνική πρωτεύουσα, µέσα στην τελευταία τετραετία, έχει καταφέρει να γίνει city break προορισµός, αφού διαθέτει πολλά ξενοδοχεία και το κενό που υπήρχε καλύφθηκε.

«Την Αθήνα δεν την έβλεπα ποτέ ως µια περιοχή που εκτείνεται γύρω από την Ακρόπολη. Αντιθέτως, θεωρούσα ότι είναι µια παραθαλάσσια πόλη. Επιτέλους, έχουµε µια ‘‘Αθηναϊκή Ριβιέρα’’ καθαρή και ο τουρίστας µπορεί να απολαύσει µια φανταστική πόλη on the seaside. Ξενοδοχεία όπως το Four Seasons δηµιούργησαν µια καινούργια τουριστική πραγµατικότητα και προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να κινηθούµε. Επιπρόσθετα, το Ελληνικό συνιστά µια εµβληµατική επένδυση που θα αλλάξει τα δεδοµένα στην ελληνική αγορά, αλλά και την ψυχολογία µιας ολόκληρης χώρας» επισηµαίνει.

Υπενθυµίζει πως στην Αθήνα υπήρχαν αρκετά ακίνητα που δεν έβρισκαν ενοικιαστές και πως ο τουρισµός, είτε µε την παραδοσιακή µορφή του είτε µε τη µορφή του Airbnb, έδωσε τη λύση. Ωστόσο, εκείνο που θα πρέπει να προσέξουµε σε δεύτερη φάση είναι να αποφύγουµε τον κίνδυνο του κορεσµού. Προσθέτει δε πως επικοινωνιακά η Αθήνα είχε µείνει πίσω, τη στιγµή που πόλεις όπως το Βελιγράδι είχαν προβάλει καλύτερα τον εαυτό τους στη διεθνή αγορά, και πως κάτι τέτοιο δεν πρέπει να επαναληφθεί.

Η Αθήνα την τελευταία τετραετία έχει καταφέρει να γίνει city break προορισμός, αφού διαθέτει μια πολύ μεγάλη προσφορά ξενοδοχείων.

«Χρειάζεται να ανασυντάξουµε τις δυνάµεις µας, δίνοντας έµφαση όχι στην ποσότητα, αλλά στην ποιότητα. Σίγουρα υπάρχει ανάταση ηθικού στην αγορά και η άποψή µου είναι ότι όσο µια χώρα παραµένει ασφαλής και ακολουθεί σταθερή πορεία δεν υπάρχει κανένας λόγος ώστε οι επιχειρήσεις της να µην προοδεύουν. Θεωρώ ότι δεν θα έχουµε εκπλήξεις, καθώς όλοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι το επιχειρείν δεν µπορεί να βασίζεται στο κράτος για το µάρκετινγκ και την προώθησή του, όπως έκανε στο παρελθόν, αλλά να πάρει τα πράγµατα στα χέρια του και να αναλάβει την πρωτοβουλία» αναφέρει.

Ο ιδρυτής της HotelBrain βάζει στο τραπέζι και τον παράγοντα «εµπειρία», λέγοντας πως τα ξενοδοχεία έπαψαν να είναι απλώς η διαµονή, το ζεστό νερό και το µαλακό στρώµα. Ο ταξιδιώτης είναι πιο απαιτητικός, αναζητά γευστικές εµπειρίες και ανακάλυψη πολιτισµών, και τα ξενοδοχεία ανά τον κόσµο έχουν γίνει παραγωγοί εµπειριών. Ο ίδιος λέει ότι πάντα έβλεπε το ξενοδοχείο σαν µια θεατρική παράσταση όπου ένας άρτια καταρτισµένος «θίασος» προσφέρει στους επισκέπτες εµπειρίες οι οποίες ξεκινούν από τη στιγµή που θα φτάσει στο αεροδρόµιο. Καταλήγει λέγοντας πως η σύγκριση της Ελλάδας µε την Τουρκία και την Αίγυπτο είναι ατυχής και ότι ο πήχης πρέπει να ανέβει ακόµη υψηλότερα, θέτοντας ως βασικούς ανταγωνιστές την Ισπανία, την Ιταλία και τη Νότια Γαλλία.

*H συνέντευξη κυκλοφορεί στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.