Η χρεοκοπία του Ντιτρόιτ είναι μία απόλυτη ήττα

Η χρεοκοπία του Ντιτρόιτ είναι μία απόλυτη ήττα

Η πιο σκοτεινή ημέρα της πόλης είναι μία τραγωδία που ετοιμαζόταν εδώ και καιρό.

Του Ντόρον Λεβίν

Η υποβολή αίτησης χρεοκοπίας από την πόλη του Ντιτρόιτ δεν είναι απλώς μία τεράστια χρηματοπιστωτική συντριβή, ούτε μόνο μία κρίσιμη, ιστορική στιγμή, ούτε καν η μεγαλύτερη κατάρρευση δημοτικής αρχής στην ιστορία των ΗΠΑ. Είναι μία απόλυτη ήττα.

Η χρεοκοπία του Ντιτρόιτ είναι μία μεγάλη αποτυχία για ένα μέρος στο οποίο κάποτε χτυπούσε η καρδιά αυτής της χώρας, όπου λειτουργούσε η οικονομική μηχανή του Αμερικάνικου Αιώνα, όπου κυμάτιζε η σημαία της ισχυροποίησης των Αφρο-Αμερικανών, όπου χειραφετήθηκε και απέκτησε αυτοσυνείδηση η μεσαία τάξη και όπου γεννήθηκαν διαχρονικές πτυχές του Αμερικάνικου Ονείρου.

Κανένας δεν πρέπει να σοκαριστεί από το γεγονός ο Κέβιν Ορ, διαχειριστής εκτάκτου ανάγκης των οικονομικών του Ντιτρόιτ, έκανε τελικά αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 9 για προστασία από τους πιστωτές. Αυτή η εξέλιξη είχε ήδη αρχίσει να διαφαίνεται στον ορίζοντα εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια και για κάποιους ακόμα νωρίτερα. Αυτός είναι ο πάτος τον οποίο πολλοί από μας αναμέναμε κάποια στιγμή να πιάσουμε.

Ντιτρόιτ: Στο σφυρί τα «ασημικά» της πόλης

Όπως μπορούν να βεβαιώσουν και τα πρώην διευθυντικά στελέχη της General Motors, ούτε η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία στον κόσμο δεν μπορεί να δανείζεται συνεχώς και να ελπίζει ότι οι πιστωτές της θα συνεχίσουν επ’ άπειρο να της προσφέρουν χρήμα – τη στιγμή που κάθε οικονομικός δείκτης δείχνει ότι η πληρωμή των δανείων είναι αδύνατη.

Το Ντιτρόιτ βρέθηκε στη χρεοκοπία επειδή οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι του αμφιταλαντεύονταν και συγκάλυπταν και συζητούσαν, αντί να λάβουν, σκληρά μέτρα για να κλείσουν τα δημοσιονομικά κενά. Στην πραγματικότητα, τα χρηματοπιστωτικά βάρη της πόλης διογκώθηκαν από εκείνους που υποτίθεται ότι είχαν αναλάβει να τα ελαφρύνουν. Η μία διοίκηση της πόλης πίσω από την άλλη υποσχόταν μισθούς, θέσεις εργασίας και συντάξεις σε δημοτικούς εργαζόμενους, παροχές οι οποίες ήταν αδύνατον να διατηρηθούν.

Γιατί οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι έκαναν αυτές τις υποσχέσεις; Ίσως γιατί ποτέ δεν φοβήθηκαν ότι θα καλούντο κάποτε να δώσουν λογαριασμό σε οποιονδήποτε. Και μάλλον πολλοί απ’ αυτούς είχαν δίκιο.

Κανένας αξιωματούχος δεν ήταν σε θέση να αντιστρέψει την πτώση του επιπέδου των δημόσιων υπηρεσιών, όπως η αστυνομία, η πυροσβεστική, ο φωτισμός και οι μεταφορές. Από τη δεκαετία του ’80, κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκων κουράστηκαν κι έφυγαν, αφήνοντας τους 700.000 εναπομείναντες κατοίκους να βγάλουν το φίδι απ’ την τρύπα. Όσοι έμειναν δεν πρόκειται να λάβουν τις υπηρεσίες, την αστυνομική προστασία και την παροχή άμεσης ιατρικής βοήθειας που τους αξίζουν.

Η εγκληματική δραστηριότητα του πρώην δημάρχου Κβάμε Κιλπάτρικ, της πρώην προέδρου του δημοτικού συμβουλίου Μόνικα Κόνιερς και άλλων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κρίσιμος παράγοντας για την αποτυχία της πόλης.

Διαβάστε ακόμη: «Χρεοκοπία αλα Ντιτρόιτ η λύση για την Ελλάδα»

Ο τωρινός δήμαρχος, Ντέιβ Μπινγκ, προσπάθησε επανειλημμένα να περικόψει προϋπολογισμούς και να συνεννοηθεί με τις ενώσεις των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά είδε τις προσπάθειές του να υποσκάπτονται από ένα δημοτικό συμβούλιο που δεν φαινόταν να καταλαβαίνει τα φρικτά οικονομικά δεδομένα της πόλης. Για παράδειγμα, μία συμφωνία που θα ελάφρυνε τις πλάτες της πόλης από το βάρος συντήρησης του Belle Isle – ενός κοσμήματος στη μέση του Ποταμού Ντιτρόιτ – δεν εγκρίθηκε επειδή το δημοτικό συμβούλιο θεώρησε ότι η μετατροπή του σε κρατικό πάρκο αποτελούσε πλήγμα στην υπερηφάνεια της πόλης.

Για δύο χρόνια, ο κυβερνήτης Ρικ Σνάιντερ πάλεψε ηρωικά να σώσει την κατάσταση, εγκρίνοντας έκτακτα δάνεια, διορίζοντας ένα συμβούλιο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και, εν τέλει, ορίζοντας ένα διαχειριστή εκτάκτου ανάγκης, όταν πλέον είχε γίνει σαφές ότι οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι του Ντιτρόιτ δεν ήταν διατεθειμένοι ή ικανοί να δράσουν.

Ήρθα στο Ντιτρόιτ σαν νέος ρεπόρτερ το 1984, επί δημαρχίας Κόλεμαν Γιανγκ. Εκείνη την περίοδο, οι άνθρωποι πίστευαν ότι δημόσια έργα όπως το Cobo Hall και το People Mover θα έσωζαν οικονομικά μία πόλη, της οποίας οι περισσότεροι λευκοί κάτοικοι είχαν μετακομίσει στα προάστια. Αλλά τα σημάδια ήδη από τότε έδειχναν ότι τέτοια προγράμματα δημοσίων έργων δεν επρόκειτο να αποδειχθούν αρκετά για να σώσουν την κατάσταση: σπασμένα φώτα στους δρόμους, σκουπίδια που δεν συλλέγονταν, κατεστραμμένες γειτονιές.

Η πάλη της GM, της Ford και της Chrysler να προσαρμοστούν στα δεδομένα του ανταγωνισμού από τη γιαπωνέζικη αυτοκινητοβιομηχανία είχε συνέπειες για το Ντιτρόιτ. Εργοστάσια έκλεισαν, οι εργαζόμενοι δεν μπορούσαν να βρουν πλέον θέσεις εργασίας, και τα συνδικάτα μαράθηκαν.

Τα πράγματα αλλάζουν. Μία γειτονιά στο κέντρο ξαναγεννήθηκε. Νέοι άνθρωποι πηγαίνουν να μείνουν σε άδεια διαμερίσματα. Η GM, η Ford και η Chrysler ετοιμάζονται να επιστρέψουν. Και κάποιοι πρωτοπόροι της πόλης γκρεμίζουν ερειπωμένα σπίτια και φυτεύουν δέντρα στις γειτονιές.

Το σημαντικότερο, ίσως, είναι ότι η χρεοκοπία θα αναγκάσει την πάλαι ποτέ μεγάλη πόλη να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με υποχρεώσεις τις οποίες είχε εγκαταλείψει εδώ και καιρό. Το Ντιτρόιτ πρέπει να βάλει τάξη στα οικονομικά του και να αποδείξει στους δανειστές του ότι είναι υπεύθυνο και αξίζει να λάβει χρηματική πίστη. Αν τα καταφέρει, ίσως το μεγαλείο να αποτελέσει κομμάτι του μέλλοντός του.

Διαβάστε ακόμη: Η άνιση επιστροφή της τραπεζικής πίστης