Η Transfix, η Charge Ventures και οι Έλληνες που επενδύουν στο οικοσύστημα της Νέας Υόρκης

Η Transfix, η Charge Ventures και οι Έλληνες που επενδύουν στο οικοσύστημα της Νέας Υόρκης

Η Transfix και άλλες διδακτικές ιστορίες της Charge Ventures, ενός fund με ελληνικό dna που επενδύει στις ΗΠΑ.

Η αγορά για μεταφορές φορτίων μέσω φορτηγών είναι μια τεράστια , υπολογιζόμενη σε περισσότερα από 800 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μόνο στις ΗΠΑ. Υπολογίζεται επίσης ότι στις ΗΠΑ, οι επιχειρήσεις φορτηγών εμπορευμάτων κατέγραψαν πέρυσι 54 δισεκατομμύρια μίλια διαδρομών χωρίς φορτίο. Η Transfix (www.transfix.io), μια startup με έδρα τη Νέα Υόρκη, είναι μία από τις πρώτες εταιρείες που προσπαθούν να λύσουν αυτό το πρόβλημα. Η ιδέα είναι απλή. Η Uber μετακινεί ανθρώπους, η Transfix μετακινεί αγαθά.

Η Transfix, αφού ολοκλήρωσε επιτυχημένα δύο γύρους χρηματοδότησης μέχρι το τέλος του 2016, τον περασμένο Ιούλιο συγκέντρωσε ακόμη 42 εκατομμύρια δολάρια στον τρίτο γύρο χρηματοδότησης από την NEA (μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες VC στον κόσμο), επιτυγχάνοντας 9ψήφια αποτίμηση. Η εταιρεία απασχολεί σήμερα 110 άτομα και έχει συγκεντρώσει συνολικά 78,5 εκατομμύρια δολάρια. Το σύστημα διαχείρισης στόλου που διαθέτει επιτρέπει στους χρήστες να παρακολουθούν αποστολές, να στέλνουν sms στους οδηγούς, και να λαμβάνουν ειδοποιήσεις, όταν καθυστερεί μια αποστολή. Η Transfix έχει ξεκινήσει μια πλατφόρμα online marketplace, ώστε οι μεταφορείς να μπορούν να επιλέγουν φορτία με βάση τις τιμολογιακές προτιμήσεις τους και άλλα φίλτρα.

Η Motion AI (www.motion.ai), είναι μια άλλη εταιρεία με έδρα στο Σικάγο που κατασκευάζει chatbots. Η εταιρεία ξεκίνησε το 2015 και προσφέρει έναν editor για την κατασκευή chatbots που λειτουργούν στο Facebook Messenger, σε sms, στο Slack και άλλες πλατφόρμες, χωρίς να απαιτούνται γνώσεις κωδικοποίησης. Ο διευθύνων σύμβουλος και ιδρυτής της, David Nelson, ήταν 22 ετών την εποχή που έστησε τη Motion AI. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, η συγκεκριμένη startup εξαγοράστηκε από τη Hubspot, η οποία είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.

Τι κοινό έχουν αυτές οι δύο εταιρείες; Την Charge Ventures.

Η Charge είναι ένα early stage Venture Capital με έδρα στη Νέα Υόρκη, η οποία επένδυσε νωρίς στις προαναφερθείσες εταιρείες.

«Το πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός, ότι η Charge διαθέτει ισχυρό ελληνικό «DNA», το οποίο την καθιστά ένα από τα ελάχιστα VC που προσφέρουν σε επενδυτές από Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική πρόσβαση σε αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας», λέει ο Chris Habachy, Γενικός Εταίρος της Charge.

Οι εταίροι της Charge, Chris Habachy & Brett Martin και το στέλεχος Peter Hughes.
Οι εταίροι της Charge, Chris Habachy & Brett Martin και το στέλεχος Peter Hughes.
Οι εταίροι της Charge, Chris Habachy & Brett Martin και το στέλεχος Peter Hughes.

Μια επένδυση στη Νέα Υόρκη μπορεί να εμπεριέχει πολλές προκλήσεις. Η Νέα Υόρκη είναι η 2η μεγαλύτερη αγορά επιχειρηματικών συμμετοχών και αναπτύσσεται δύο φορές πιο γρήγορα από την Silicon Valley. Στην πραγματικότητα, η μητροπολιτική περιοχή της Νέας Υόρκης ξεπέρασε το Σαν Φρανσίσκο σε επενδύσεις VC για πρώτη φορά κατά το τρίτο τρίμηνο του 2017.

Όταν η Charge άρχισε να επενδύει το 2015, υπήρχε ένα κενό στη χρηματοδότηση πρώιμου σταδίου στο οικοσύστημα της Νέας Υόρκης, ειδικά στα στάδια pre-seed και seed χρηματοδότησης. Από τότε, η Charge δημιούργησε ένα εμπορικό σήμα στη Νέα Υόρκη, το οποίο είναι συνώνυμο με την επένδυση πρώιμου σταδίου.

Όπως επισημαίνει η αναλύτρια Δέσποινα Κουζιόκα, η Charge διαθέτει ένα χαρτοφυλάκιο 32 επενδύσεων σε 24 εταιρείες με δείκτη follow on (ποσοστό των εταιρειών που συγκεντρώνουν χρήματα σε υψηλότερες αποτιμήσεις από την αποτίμηση που διέθεταν όταν επένδυσε για πρώτη φορά η Charge) άνω του 70%, που είναι πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της βιομηχανίας.

Ας δούμε μερικές άλλες ενδιαφέρουσες εταιρείες, στις οποίες έχει επενδύσει η Charge:

Η Good Uncle (www.gooduncle.com) συνεργάζεται με εξαιρετικά εστιατόρια στις ΗΠΑ, επιλέγει τα πιο απαιτητικά πιάτα τους, και τα παραδίδει σε πόλεις με πανεπιστήμια, φρέσκα, από την τοπική κουζίνα του Good Uncle. Ιδρύθηκε από τον έμπειρο επιχειρηματία Wiley Cerilli, λειτουργεί ήδη σε δύο πανεπιστημιουπόλεις (Syracuse και Delaware) και οι φοιτητές λατρεύουν να έχουν καλύτερες εναλλακτικές λύσεις αντί για τη συνηθισμένη πίτσα. Η Charge επένδυσε στον pre-seed γύρο χρηματοδότησης. Από τότε, η εταιρεία ολοκλήρωσε τις χρηματοδοτήσεις seed και Α’ Γύρου από τους σημαντικούς επενδυτές First Round και Boxgroup.

Η Selfmade (www.selfmade.co) παρέχει επαγγελματική επεξεργασία φωτογραφιών, στρατηγική κοινωνικών μέσων, και υποστήριξη αναρτήσεων βοηθώντας μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να αναπτύξουν τη διαδικτυακή μάρκα τους. Η Charge επένδυσε το 2016 στον pre-seed γύρο χρηματοδότησης παράλληλα με την SV Angel και το Crunchfund, και η εταιρεία έκτοτε έχει ολοκληρώσει δύο επιπλέον γύρους χρηματοδότησης με επενδυτές τις Founder Collective και Firstmark μεταξύ άλλων.

Η Livepeer (https://livepeer.org) στοχεύει στην παράδοση ενός πρωτοκόλλου για ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση βασισμένου οικονομικά σε κρυπτονόμισμα, προσφέροντας μια φθηνότερη, πιο κλιμακούμενη και πιο αποκεντρωμένη λύση ζωντανής ροής σε σχέση με ό,τι άλλο υπάρχει σήμερα. Η Charge Ventures επένδυσε στον pre-seed γύρο μαζί με τη Notation και τη Digital Currency Group, και επανήλθε και στη χρηματοδότηση seed τον Δεκέμβριο του 2017. Ο Brett Martin, διευθυντικός εταίρος στη Charge και καθηγητής στο Columbia Business School, θεωρεί ότι οι βασισμένες στο BlockChain αποκεντρωμένες υπηρεσίες μετάδοσης βίντεο παρέχουν μια εναλλακτική, ως προς το Facebook live και το YouTube λύση, η οποία δεν μπορεί να παραβιαστεί και ανθίσταται στη λογοκρισία.

Η Common Networks (www.common.net), με έδρα στο Σαν Φρανσίσκο, αποσκοπεί στην αποδιοργάνωση του μοντέλου παρόχου υπηρεσιών διαδικτύου (ISP), όπως το ξέρουμε σήμερα. Η εταιρεία προσφέρει 10 φορές καλύτερη και ταχύτερη πρόσβαση στο διαδίκτυο σε αγορές 2ης βαθμίδας με σταθερή χρέωση 50 δολάρια / μήνα. Η εταιρεία, την οποία ξεκίνησε μια ομάδα μηχανικών της Square, συγκέντρωσε τη χρηματοδότηση pre-seed τον Μάρτιο του 2016 και τη χρηματοδότηση Α’ Γύρου τον περασμένο Απρίλιο, με την Charge να επενδύει και στους δύο γύρους. Όπως λέει ο Θάνος Παπαδημητρίου, συνεργάτης της Charge και καθηγητής στο Stern School of Business στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης: «Φανταστείτε όλες τις δυνατότητες που θα ανοίγονταν χρησιμοποιώντας την τεχνολογία δικτύωσης mesh στα ελληνικά νησιά».

Ο εταίρος της  Charge και καθηγητής στο ΝΥU Θάνος Παπαδημητρίου ανάμεσα από τους μαθητές του.
Ο εταίρος της Charge και καθηγητής στο ΝΥU Θάνος Παπαδημητρίου ανάμεσα από τους μαθητές του.
Ο εταίρος της Charge και καθηγητής στο ΝΥU Θάνος Παπαδημητρίου ανάμεσα από τους μαθητές του.

Η Bulletin (https://bulletin.co) – γνωστή και ως «η WeWork για χώρους λιανικής» – επιτρέπει στα εμπορικά σήματα Direct to Consumer (D2C) να πωλούν τα προϊόντα τους εκτός σύνδεσης σε ένα φυσικό κατάστημα έναντι μηνιαίας συνδρομής. Με λίγα κλικ, τα brands επιλέγουν ένα χρονικό πλαίσιο και μια τοποθεσία και αρχίζουν να πωλούν τα προϊόντα τους μέσα σε λίγες μέρες. Στην πλατφόρμα της εταιρείας, η οποία έλαβε βοήθεια από τη γνωστή «θερμοκοιτίδα» Y-Combinator, εγγράφηκαν χιλιάδες επιχειρηματίες, και στον γύρο χρηματοδότησης seed συμμετείχαν οι Kleiner Perkins και η Halogen, εκτός από την Charge. Αυτή την περίοδο, η Bulletin λειτουργεί 2 καταστήματα, στο Μανχάταν και το Μπρούκλιν, και σχεδιάζει να επεκταθεί σε περισσότερες τοποθεσίες εντός του 2018.

Τέλος, μία από τις πιο πρόσφατες επενδύσεις της Charge είναι η Cargo (www.getcargo.today). Η Cargo οικοδομεί ένα δίκτυο «παντοπωλείων» σε οχήματα διαμοιρασμού διαδρομών. Συγκεκριμένα, προσφέρει στους επιβάτες της Uber, για παράδειγμα, οτιδήποτε – από ενεργειακά ποτά και καραμέλες μέχρι φάρμακα και φόρτιση κινητών. Οι οδηγοί κερδίζουν επιπλέον χρήματα και λαμβάνουν υψηλότερες αξιολογήσεις. Η Cargo έχει αποκλειστικές συνεργασίες διανομής με εταιρείες όπως οι Kellogg και Mars Wrigley και έχει σημειώσει αύξηση στις εγγραφές οδηγών άνω του 100% σε μηνιαία βάση. Σύμφωνα με την Goldman Sachs, η αγορά διαμοιρασμού διαδρομών αναμένεται να αυξηθεί από τα 36 δισεκατομμύρια στα 285 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2030.