Το πετρέλαιο και η πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή

Το πετρέλαιο και η πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή

Σαράντα χρόνια μετά τις αναταράξεις από το εμπάργκο του ΟΠΕΚ, η αυξημένη παραγωγή πετρελαίου στη Β. Αμερική αναμορφώνει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.

Στις 17 Οκτωβρίου του 1973, ανήμερα μιας από τις πιο σημαντικές εβραϊκές γιορτές, της «Ημέρας της Εξιλέωσης», του Γιομ Κιπούρ, οι χώρες του ΟΠΕΚ (Οργανισμός εξαγωγών πετρελαιοπαραγωγών Χωρών, από Μέση Ανατολή, Αφρική, Ν. Αμερική) ανακοίνωσαν ότι επιβάλουν εμπάργκο στις πωλήσεις του μαύρου χρυσού στις ΗΠΑ και τις άλλες χώρες που στήριζαν το Ισραήλ, σε άλλον έναν πόλεμο που είχε ξεσπάσει με τον αραβικό κόσμο.

Η χρήση του πετρελαίου ως διπλωματικό όπλο καθοδηγεί από τότε την βαθιά επιθυμία των ΗΠΑ να απεμπλακούν από την Μέση Ανατολή και τα προβλήματα της. Ένα τέτοιο στρατηγικό διαζύγιο είναι μάλλον απίθανο να συμβεί σύντομα, λένε πρώην και νυν αξιωματούχοι στο Reuters, αφού η Ουάσιγκτον έχει επενδύσει ήδη πολλά στην περιοχή, από την υποστήριξη συμμάχων όπως το Ισραήλ μέχρι τον πόλεμο κατά του ισλαμικού εξτρεμισμού.

Αλλά σήμερα, οι ΗΠΑ είναι λιγότερο ευάλωτες στους πετρελαϊκούς «εκβιασμούς» των Αράβων και επομένως είναι λιγότερο πιθανό να εγκαταστήσουν μεγάλες ναυτικές και επίγειες δυνάμεις στην περιοχή στο μέλλον. Πιο προβληματικό θα είναι πλέον να βρουν τρόπο συνεργασίας στην Μέση Ανατολή με την διψασμένη για ενέργεια Κίνα, αλλά και να εξομαλύνουν τις ήδη ταραγμένες διπλωματικές σχέσεις με την Σαουδική Αραβία, για το Ιράν, την Συρία και την Αίγυπτο.

Διαβάστε ακόμη: Οι ΗΠΑ έγιναν ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο

Τις δεκαετίες που ακολούθησαν μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ και το εμπάργκο του ΟΠΕΚ «δεν μπορούσε κανείς να σχεδιάζει την πολιτική του στη Μέση Ανατολή ή την αντιμετώπιση των κρίσεων στην περιοχή, χωρίς να υπολογίζει από την άλλη πλευρά τις πιθανές επιπτώσεις στην αγορά του πετρελαίου», δήλωσε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ την περίοδο εκείνη, Χένρι Κίσινγκερ, σε ομιλία του την Τετάρτη. «Αλλά αυτό πλέον έχει αρχίσει και αλλάζει ουσιαστικά, με το κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ παραγωγής και ζήτησης στην Βόρειο Αμερική και θα έχει μεγάλες στρατηγικές επιπτώσεις».

Οι ΗΠΑ κάθε μήνα εξαρτώνται όλο και λιγότερο από το αραβικό πετρέλαιο χάρη στην αύξηση της παραγωγής τόσο του πετρελαίου όσο και του φυσικού αερίου με αμφιλεγόμενες για πολλούς επιστήμονες και περιβαλλοντικές οργανώσεις μεθόδους, όπως το λεγόμενο fracking, που είναι η εξόρυξη από κοιτάσματα αερίου από σχιστόλιθο με τη βοήθεια επικίνδυνων χημικών ουσιών. Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι η χώρα μπορεί να κερδίσει την πολυπόθητη ενεργειακή της επάρκεια και να μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες της μέχρι το 2020, πυροδοτώντας ήδη την συζήτηση εάν οι ΗΠΑ θα πρέπει να άρουν την απαγόρευση στην εξαγωγές αργού πετρελαίου.

Σε κάθε περίπτωση, η ανάδειξη της Αμερικής ως ενεργειακής δύναμης έχει ήδη κάνει την διαφορά στην εξωτερική της πολιτική. Πέρσι, η Ουάσιγκτον και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί της ενορχήστρωσαν ένα μερικό μποϊκοτάζ στο ιρανικό πετρέλαιο, για να οδηγήσουν την Τεχεράνη πίσω στο τραπέζι την διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό της πρόγραμμα. Αυτές οι κυρώσεις, στέρησαν ένα εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως από τη διεθνή αγορά, χωρίς να εκτοξευτούν οι τιμές στα ύψη, όπως φοβόντουσαν πολλοί αναλυτές.

Διαβάστε ακόμη: Από τον Ειρηνικό στον Ατλαντικό μέσω…Νικαράγουας

Η αύξηση του εφοδιασμού από τις ΗΠΑ και αλλού, «πραγματικά μας βοήθησαν στις συζητήσεις μας» με τους πιθανούς εταίρους μας, δήλωσε ανώτατος αξιωματούχος του Στέητ Ντηπάρτμεντ, ενώ και πιο πρόσφατα στην κρίση με την Λιβύη, τα αμερικανικά πετρέλαια έβαλαν φρένο στις αυξήσεις των τιμών.

Σύμφωνα με τον απόστρατο ναύαρχο και πρώην διευθυντή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Ντένις Μπλερ, η ευελιξία της Ουάσιγκτον στην αναδιάταξη των δυνάμεων της στην περιοχή οφείλεται στην αυξημένη παραγωγή. Ο Μπλερ δεν ανέφερε λεπτομέρειες, αλλά υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ μπορεί να γυρίσουν σύντομα στην παραδοσιακή τους αμυντική στρατηγική και να βελτιώσουν την εξωτερική τους πολιτική.

Κατ’ ιδίαν και δημόσια οι Αμερικανοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν σχέδια να «εγκαταλείψουν» οι ΗΠΑ την Μέση Ανατολή ή να επιλέξουν τον δρόμο τις απομόνωσης, αφού έτσι κι αλλιώς ακόμα επηρεάζονται από τις διακυμάνσεις στις παγκόσμιες αγορές. Ωστόσο, όπως αναφέρει έκθεση της Citigroup, παρότι οι χώρες του Κόλπου θα συνεχίσουν να επιζητούν τις εγγυήσεις προστασίας από τους Αμερικανούς, μπορεί να ανακύψουν νέες εντάσεις στις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ λόγω της αλλαγής των ισορροπιών στην ενέργεια. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, υπογραμμίζεται στην έκθεση, «οι ΗΠΑ μπορεί να έχουν απελευθερωθεί από τα δεσμά που τις υποχρεώνουν να θυσιάζουν τις αξίες που πρεσβεύουν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών θεσμών προκειμένου να εξασφαλίσουν τη συνεργασία των πλούσιων σε πετρέλαιο δεσποτικών καθεστώτων».

Διαβάστε ακόμη: Έτοιμη να επενδύσει στον τομέα ενέργειας του Ιράν η Δύση

Τα επόμενα χρόνια, προβλέπουν οι αναλυτές, θα αναδείξουν ένα άβολο και συχνά γεμάτο εντάσεις στρατηγικό  ντουέτο μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσιγκτον στην Μέση Ανατολή, που θα θέσει σε δοκιμασία την προθυμία των ΗΠΑ να μοιραστούν την ευθύνη αλλά και την επιρροή.  Οι εισαγωγές της Κίνας αυξάνονται και θα εκτοπίσει τις ΗΠΑ από την πρώτη θέση το 2017, προβλέπει ανάλυση της εταιρείας συμβούλων ενέργειας Wood Mackenzie. Κι αυτό που μπορούν να κάνουν οι Αμερικανοί είναι να διασφαλίσουν την μεταφορά των ενεργειακών αποθεμάτων στην Κίνα, χάρη στις περιπολίες του ναυτικού τους στα στενά του Χορμούζ, που μοιράζονται το Ιράν με τις αραβικές χώρες. Κι ο λόγος είναι, λένε αναλυτές, ότι η Ουάσιγκτον έχει συμφέρον να καλύψει το Πεκίνο τις ενεργειακές του ανάγκες προκειμένου να αποφευχθεί παγκόσμια αναταραχή, χωρίς όμως να χάσει την πρωτιά ως κυρίαρχη ξένη δύναμη στην Μέση Ανατολή.