Πώς θα ανακάμψει η ελληνική οικονομία το 2017

Πώς θα ανακάμψει η ελληνική οικονομία το 2017
ATHENS, GREECE - 2016/02/12: A flag raise during demonstration against pension reforms in Greece.Farmers from all over Greece demonstrate in Syntagma Square in Athens against the new pension reforms that Greek goverment plans. (Photo by George Panagakis/Pacific Press/LightRocket via Getty Images)

Είναι οι μεταρρυθμίσεις και η δημοσιονομική πειθαρχία ο μόνος τρόπος ώστε η Ελλάδα να επιβιώσει και να ευημερεύσει μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση;

του Νικόλαου Οικονομίδη*

Παραβιάζοντας τους όρους του προγράμματος διάσωσης, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόσφατα ότι θα προσφέρει ένα διόλου αμελητέο «Χριστουγεννιάτικο δώρο» στους Έλληνες συνταξιούχους, παρόλο που αυτό απαιτεί επιπλέον δανεισμό από την ΕΕ εφόσον ο ελληνικός προϋπολογισμός δεν είναι ισοσκελισμένος και η Ελλάδα δεν μπορεί να δανείζεται από τις αγορές χρήματος.

Η κίνηση αυτή οδήγησε τους υπουργούς οικονομικών της ΕΕ στο να παγώσουν την εφαρμογή των μέτρων αναπροσαρμογής του χρέους. Η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι στην κόψη του ξυραφιού.

Αυτή είναι η σύγχρονη ελληνική οικονομική τραγωδία. Αλλά αντίθετα με τις αρχαιοελληνικές τραγωδίες, αυτή έχει περισσότερες από τρεις πράξεις και συχνά τα φρικτά γεγονότα λαμβάνουν χώρα πάνω στη σκηνή.

Μεταξύ των ηθοποιών, η ελληνική κυβέρνηση επανειλημμένα απειλεί με εκλογές αυτοκτονίας· το ΔΝΤ προσπαθεί να εφαρμόσει τους ίδιους κανόνες σε όλες τις χώρες ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάπτυξης· οι γραφειοκράτες της ΕΕ φτιάχνουν μια ρόδινη εικόνα χωρίς καμιά επαφή με την πραγματικότητα ή την οικονομική επιστήμη· και ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε διαβάζει συνεχώς το ίδιο εγχειρίδιο κανόνων λιτότητας ανεξάρτητα από τις συνθήκες.

Ακόμα χειρότερα, δεν υπάρχει πρακτικά κανένας διάλογος μεταξύ των ηθοποιών – όλοι λένε τους μονολόγους τους και όλοι προσπαθούν να ικανοποιήσουν έναν διαφορετικό Χορό.

Πώς φτάσαμε (πάλι) εδώ; Υπάρχει ελπίδα; Και, το σημαντικότερο, πώς τελειώνει;

Μετά από δύο μεγάλες συμφωνίες διάσωσης το 2010 και το 2012 από την ΕΕ και το ΔΝΤ, και ένα κούρεμα των ομολόγων της ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, η Ελλάδα βρισκόταν πολύ κοντά στην ανάκαμψη το 2014. Είχε αντιστρέψει το έλλειμμα άνω του 15% του 2010 και είχε επιτύχει ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, επιτυγχάνοντας ανάπτυξη μετά από τέσσερα χρόνια ύφεσης και εκδίδοντας παράλληλα νέα ομόλογα.

Όμως, η δημοσιονομική σταθεροποίηση δεν πραγματοποιήθηκε μέσω περικοπών στις δαπάνες αλλά αντίθετα μέσω μεγάλων αυξήσεων στη φορολογία, γεγονός που οδήγησε σε πολυετή ύφεση. Με τους Έλληνες να έχουν χάσει 25% του εισοδήματός τους και την ανεργία στο 25%, οι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι έφεραν στην εξουσία στις αρχές του 2015 ένα μικρό κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Ύστερα από μια επιθετική στάση στις αρχές του 2015, η οποία οδήγησε σε κλειστές τράπεζες, ελέγχους κεφαλαίων, αντιστροφή της ανάπτυξης και αποκλεισμό από τις αγορές χρήματος, η τωρινή ριζοσπαστική αριστερή ελληνική κυβέρνηση υπέγραψε μια επαχθή συμφωνία.

Η συμφωνία έδωσε στην Ελλάδα ένα νέο δάνειο 87 δισεκατομμυρίων ευρώ αλλά όρισε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να επιτύχει πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ (μέσω περαιτέρω λιτότητας) για έναν αριθμό ετών. Αυτός ο στόχος προφανώς και δεν ήταν εφικτός, και η Τράπεζα της Ελλάδος πρότεινε ένα πλεόνασμα 1,5% – 2% του ΑΕΠ.

Το ΔΝΤ συμφώνησε με αυτόν τον στόχο, και ζήτησε από την ΕΕ να αναπροσαρμόσει τις ελληνικές δανειακές υποχρεώσεις βάσει αυτού του στόχου, ενώ ζήτησε και την εφαρμογή δομικών μεταρρυθμίσεων που θα καθιστούσαν την Ελλάδα οικονομικά ανταγωνιστική. Όμως, η ΕΕ επέμεινε στον στόχο του πλεονάσματος 3,5% και σκιαγράφησε μια αυθαίρετα ρόδινη εικόνα της ελληνικής οικονομίας ώστε ο στόχος αυτός να φαίνεται εφικτός, ενώ παράλληλα απέφυγε να πιέσει την Ελλάδα ως προς τις μεταρρυθμίσεις.

Η εύλογη επιλογή για την Ελλάδα ήταν απλούστατη: να πάρει το μέρος του ΔΝΤ, να έχει λιγότερη λιτότητα καθώς και άμεση και εκτενή αναπροσαρμογή του χρέους, και να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν την Ελλάδα πιο ανταγωνιστική και θα τη βγάλουν από την κρίση. Αντίθετα, όμως, η ελληνική κυβέρνηση πήρε το μέρος της ΕΕ, και αποδέχθηκε περισσότερη λιτότητα και λιγότερη αναπροσαρμογή χρέους.

Γιατί; Η ελληνική κυβέρνηση θέλει να αποφύγει να μεταρρυθμίσει και να μειώσει το Κράτος επειδή οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι το βασικό μπλοκ ψηφοφόρων της. Ακόμα χειρότερα, η ελληνική κυβέρνηση παραβίασε το δημοσιονομικό σύμφωνο και επέστρεψε στις εριστικές τακτικές του πρώτου μισού του 2015. Αλλά υπάρχει ακόμα ελπίδα.

Η λύση στην ελληνική κρίση είναι εμφανής, και έχει υπάρξει εμφανής εδώ και κάμποσο χρονικό διάστημα: προώθηση των μεταρρυθμίσεων, περικοπή των δημοσίων δαπανών, μείωση της φορολογίας, απλοποίηση των επενδυτικών διαδικασιών, άνοιγμα των αγορών στον ανταγωνισμό, και προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων. Η παρούσα ελληνική κυβέρνηση έχει αποτύχει σε όλους αυτούς τους τομείς.

Ευτυχώς, για την Ελλάδα, αναδύεται μια συναίνεση υπέρ των μεταρρυθμίσεων. Όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με εξαίρεση το κομμουνιστικό και το ναζιστικό κόμμα, είναι πλέον υπέρ των μεταρρυθμίσεων. Επιπλέον, ένας φιλο-μεταρρυθμιστής πολιτικός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει εκλεγεί ηγέτης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, της κεντροδεξιάς Νέας Δημοκρατίας, η οποία προηγείται με διαφορά στις δημοσκοπήσεις. Ο συγκεκριμένος πολιτικός έχει υποστηρίξει μια αυστηρά φιλο-μεταρρυθμιστική ατζέντα.

Υπάρχουν δύο επιπλέον παράγοντες που καθιστούν πιθανότερη την επιτυχία των μεταρρυθμίσεων τώρα. Πρώτον, το ΔΝΤ υποστηρίζει πλήρως τις μεταρρυθμίσεις και είναι διατεθειμένο να κονταροχτυπηθεί με τους Ευρωπαίους για αναπροσαρμογή του χρέους, λιγότερη λιτότητα, και περισσότερες μεταρρυθμίσεις. Δεύτερον, πολλοί Έλληνες, οι οποίοι δοκίμασαν όλα τα υπόλοιπα, πλέον αντιλαμβάνονται τις μεταρρυθμίσεις ως τη μόνη διέξοδο από την κρίση.

Οι μεταρρυθμίσεις και η δημοσιονομική πειθαρχία είναι ο μόνος τρόπος ώστε η Ελλάδα να επιβιώσει και να ευημερήσει μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εναλλακτική, το Grexit, θα έριχνε την Ελλάδα στη φτώχεια και τον υπερ-πληθωρισμό, οδηγώντας σε μια κρίση αλά Βενεζουέλα στην Ευρώπη.

* Ο Νικόλαος Οικονομίδης είναι καθηγητής οικονομικών στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων Stern του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και έχει υπάρξει σύμβουλος της ελληνικής κυβέρνησης και της Τράπεζας της Ελλάδος.