Πόσο κοντά είμαστε σε συμφωνία με τους δανειστές;

Πόσο κοντά είμαστε σε συμφωνία με τους δανειστές;

Τα σενάρια της επόμενης μέρας και οι παρατηρήσεις της αγοράς μετά την ευρωπαϊκή εξόρμηση Τσίπρα και Βαρουφάκη.

*Του Βασίλη Σαμούρκα

Η εβδομάδα που έρχεται αποτελεί το τεστ της τετραετίας για την ελληνική κυβέρνηση. Ο δεκαήμερος μαραθώνιος συναντήσεων του Αλέξη Τσίπρα και του Γιάννη Βαρουφάκη με τους ομολόγους τους σε Αθήνα και Ευρώπη, προκάλεσε τον «θόρυβο» που η ελληνική πολιτική ηγεσία χρειαζόταν, κι έθεσε στο τραπέζι ορισμένα από τα σημαντικότερα ζητήματα στα οποία δεν προτίθεται να κάνει πίσω.

Την περίεργη συνάντηση με τον Γερούν Ντάισελμπλουμ στην Αθήνα, στην οποία μεγάλος χαμένος φάνηκε να βγαίνει ο Ολλανδός επικεφαλής του Eurogroup που δεν κατάφερε να κρατήσει την ψυχραιμία του μπροστά στις κάμερες, ακολούθησαν οι εξαιρετικά φιλικές συναντήσεις σε Παρίσι, Ρώμη και Λονδίνο, για να καταλήξουν έπειτα στο αίνιγμα της Φρανκφούρτης και τη σκληρή δοκιμασία του Βερολίνου.

Ο Ιταλός πρωθυπουργός, Ματέο Ρέντσι, χαρακτήρισε τη νίκη του Αλέξη Τσίπρα στις εκλογές ως «μήνυμα ελπίδας» κι αναφέρθηκε στο «κρίσιμο σταυροδρόμι» της Ευρώπης και την ανάγκη για «αλλαγή πολιτικής». Δύο μέρες πριν τη συνάντηση, είχε γίνει γνωστό ότι ο Ιταλός πρωθυπουργός είχε συνομιλήσει με την Άνγκελα Μέρκελ για την Ελλάδα.

Από την άλλη, ο υπουργός οικονομικών των γειτόνων μας, Πιερ Κάρλο Πάντοαν είπε τρεις μέρες μετά τη συνάντηση του με τον Γιάννη Βαρουφάκη, ότι «η τρόικα έχει ακόμη λόγο ύπαρξης, αλλά πρέπει να επανακαθοριστούν τα προγράμματά της», κάνοντας σαφές πως η κατάργησή της δεν θα έρθει μόνο και μόνο αν απλώς σταματήσουμε να μιλάμε γι’ αυτήν.

Στο ίδιο μήκος κύματος με το Βερολίνο –αλλά με περισσότερο χαμόγελο- φάνηκε ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, δηλώνοντας στην κοινή συνέντευξη τύπου με τον Αλέξη Τσίπρα ότι «η Ελλάδα πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της», παραδεχόμενος όμως ότι «απαιτείται σεβασμός και στην απόφαση του ελληνικού λαού, αλλά και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς». Συμπλήρωσε με νόημα ότι «η λιτότητα δεν μπορεί να είναι πλέον ανεκτή», στέλνοντας το δικό του μήνυμα στο Βερολίνο με αφορμή την Ελλάδα. Λίγα εικοσιτετράωρα πριν τη συνάντηση των δύο ανδρών, είχαμε μάθει όλοι πως ο Γάλλος πρόεδρος μαζί με την Άνγκελα Μέρκελ και τον Μάρτιν Σουλτς, συνέφαγαν σε ένα εστιατόριο στο Στρασβούργο, διοργανώνοντας μια μικρή φιέστα δημοσιότητας η οποία στόχο είχε να δείξει στην Αθήνα ότι η Γερμανία δεν τραβάει το βλέμμα της πάνω από τον Τσίπρα και τον Βαρουφάκη.

Η συνάντηση Σαπέν-Βαρουφάκη ήταν πολύ πιο χαλαρή κι αισιόδοξη για την ελληνική πλευρά, ειδικά όταν ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών έκανε δημόσια αναφορά για συζήτηση για το ελληνικό χρέος –βγάζοντας τη διαγραφή του από το τραπέζι- αλλά και τη «θέσπιση ενός νέου συμβολαίου της Ελλάδας με την Ευρώπη». Ο Σαπέν ζήτησε κι ο ίδιος να δοθεί «μια ανάσα» στην ελληνική κυβέρνηση για να παρουσιάσει τα εργαλεία της και το δικό της σχέδιο, ενώ αναγνώρισε εμμέσως πλην σαφώς ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο.

«Όταν μία χώρα έχει ένα δημόσιο χρέος της τάξεως του 185% του ΑΕΠ της, δεν είναι κάτι το ανώδυνο», είπε ο Σαπέν, βγάζοντας τον εαυτό του από το κάδρο της γερμανικής άποψης πως το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο.

Η επίσκεψη του Γιάννη Βαρουφάκη στο Λονδίνο ήταν πιο «μυστικοπαθής». Ο Έλληνας ΥΠΟΙΚ μίλησε με τον Βρετανό ομόλογό του Τζορτζ Όσμπορν, αλλά και με πολλούς επενδυτές του Σίτι. Μάλιστα, στις 3 Φεβρουαρίου, ο αξιωματούχος της Τράπεζας της Αγγλίας, Ντόναλντ Κον, ενημέρωσε τα μέλη του βρετανικού κοινοβουλίου για τη συνάντηση με τον Γιάννη Βαρουφάκη, λέγοντας πως «το ενδεχόμενο μιας συμφωνίας υπάρχει στον ορίζοντα», τονίζοντας όμως ότι «ακόμη και σε περίπτωση ατυχήματος, η έκθεση του βρετανικού χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ελλάδα είναι πιθανώς πολύ μικρή».

Ο Τζορτζ Όσμπορν επανέλαβε τις αμερικανικές θέσεις σχετικά με τον κίνδυνο που διατρέχει η παγκόσμια οικονομία σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν καταλήξει σύντομα σε συμφωνία με την Ευρώπη, καλώντας όλες τις πλευρές για «υπεύθυνη διαχείριση αντί για το χάος». Χαρακτηριστικό της συνάντησης της ελληνικής πλευράς με τους Βρετανούς αποτέλεσε η σημείωση ότι ήταν «καλύτερη του αναμενόμενου», με τον ίδιο τον Όσμπορν να έχει δηλώσει μετά τις ελληνικές εκλογές ότι το αποτέλεσμα τους δεν ήταν μια ήττα της λιτότητας, αλλά μια «ήττα των αποτυχημένων οικονομικών σχεδίων», δηλώνοντας όμως ξεκάθαρα στο BBC ότι οι υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι «πολύ δύσκολα υλοποιήσιμες».

Ύστερα ήρθε το πολυαναμενόμενο ραντεβού Βαρουφάκη – Σόιμπλε. Το κλίμα στην αρχή ήταν ιδιαίτερα ψυχρό. Είχε προηγηθεί η παρέμβαση της ΕΚΤ για τα ελληνικά ομόλογα και το σαφές μήνυμα ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν θα μπορούν να υπολογίζουν πλέον το ευρωσύστημα εφόσον δεν υπάρξει συμφωνία της κυβέρνησης με τους δανειστές της. Η γερμανική πλευρά είχε δείξει ιδιαίτερα ενοχλημένη από τη διαρροή εγγράφου με τις αμετακίνητες θέσεις της έναντι των ελληνικών αιτημάτων, όμως ο Σόιμπλε δεν έκανε αυτό που όλοι περίμεναν: μια τυπική ολιγόλεπτη συνομιλία με τον Έλληνα ομόλογό του και μια κοινή συνέντευξη τύπου στην οποία θα καλούσε τον Τσίπρα να βάλει μυαλό και να ξεχάσει ό,τι υποσχέθηκε προεκλογικά.

Το τετ-α-τετ Βαρουφάκη – Σόιμπλε διήρκεσε 100 λεπτά, και η συνέντευξη τύπου έβγαλε ένα στίγμα κατανόησης στα ελληνικά προβλήματα, χωρίς όμως αυτό να ανοίγει και πολλά περιθώρια ριζικών αλλαγών. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν μίλησε καθόλου για τρόικα, αλλά για τους τρεις θεσμούς χωριστά (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ), προτείνοντας μάλιστα και γερμανική βοήθεια στα θέματα της καταπολέμησης της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής. Μια κίνηση την οποία –όπως είπε- αρνήθηκαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, για να εισπράξει άμεσα μια αντίδραση που δεν περίμενε: Την αναφορά στις υποθέσεις διαφθοράς που εμπλέκεται η SIEMENS, κάτι που τον έκανε να αισθανθεί ιδιαίτερα άβολα.

Ο Γιάννης Βαρουφάκης δεν ζήτησε από τον Γερμανό ΥΠΟΙΚ τίποτε περισσότερο παρά μόνο χρόνο. Ένα πολύτιμο αγαθό το οποίο κι ο ίδιος ο «μάστερ της Θεωρίας των Παιγνίων» γνωρίζει ότι δεν υπάρχει, όσο η ΕΚΤ δείχνει έτοιμη να παραλύσει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί πως η άγαρμπη τακτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν πέρασε απαρατήρητη. Πολλά ευρωπαϊκά ΜΜΕ έκαναν λόγο για «πολιτική κίνηση» που στόχο είχε να στριμώξει την ελληνική κυβέρνηση, ενώ ο Πολ Κρούγκμαν εξέφρασε την ελπίδα ότι «η ΕΚΤ θα ανταποκριθεί στον ρόλο της ως προστάτης της ευρωπαϊκής οικονομίας και των ευρωπαϊκών θεσμών και όχι ως συλλέκτης δανείων της Γερμανίας», συμπεραίνοντας ότι πίσω από την απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας βρίσκεται η ίδια η γερμανική κυβέρνηση, χωρίς όμως να αποκλείει και το ενδεχόμενο πίεσης της Φρανκφούρτης στο Βερολίνο για οριστική διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος.

Οι αναφορές του Γιάννη Βαρουφάκη κατά την κοινή συνέντευξη τύπου με τον Β. Σόιμπλε για την άνοδο του ναζισμού στην Ελλάδα χτύπησε πολλές ευαίσθητες χορδές στη Γερμανία, όμως δεν άλλαξε και πολύ την άποψη του Γερμανού ΥΠΟΙΚ. Μάλιστα, το βράδυ της ίδιας μέρας, ο Σόιμπλε δήλωνε στην γερμανική δημόσια τηλεόραση ότι οι διαφορές με την Ελλάδα «είναι αγεφύρωτες», απορρίπτοντας την πρόταση για ένα πρόγραμμα-γέφυρα που θα έδινε στην ελληνική πλευρά τον χρόνο να ετοιμάσει την ολοκληρωμένη της πρόταση. Ο ίδιος ανέφερε –μάλλον άστοχα- ότι το ζήτημα της αύξησης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα αποτελεί ζήτημα που απασχολεί τους υπόλοιπους Ευρωπαίους (ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα βρίσκεται στο 30% του μέσου μισθού, κάτω από Μάλτα, Ισπανία και Σλοβενία, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ), αποφεύγοντας όμως να δώσει συγκεκριμένη απάντηση στο αίτημα για αποπληρωμή του χρέους με ρήτρα ανάπτυξης. Όσον αφορά την τρόικα, ο ίδιος -όσο κι αν ακούγεται απίστευτο- παρέμεινε στην γραμμή Βαρουφάκη, δηλώνοντας ότι η Ελλάδα οφείλει να μιλήσει απευθείας με τους τρεις θεσμούς της χωρίς να παίζει πλέον κανέναν ρόλο αν θα παραμείνει ο όρος «τρόικα», ούτε εάν οι εντεταλμένοι της δεν ξαναέρθουν στην Αθήνα για συνομιλίες.

Το μπαλάκι αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην ελληνική κυβέρνηση. Η σκληρή στάση της απέναντι στην τρόικα τυγχάνει δημοσκοπικής αποδοχής, με το 72% να θεωρεί σωστή τη σύγκρουση με τους δανειστές, ενώ στο έκτακτο Eurogroup της 11ης Φεβρουαρίου θα συμμετάσχει και η Κριστίν Λαγκάρντ, αλλά και ο Μάριο Ντράγκι. Δείγμα του ότι η εξέλιξή του ελληνικού ζητήματος βάζει τη χώρα μας σε ένα νέο πλαίσιο πολιτικής διαπραγμάτευσης σε ανώτατο επίπεδο με όλους τους εμπλεκόμενους  – κάτι το οποίο επεδίωξε εξαρχής η ελληνική πλευρά.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει κατά κάποιον τρόπο στο πλευρό της και τον Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος όχι μόνο στήριξε ανοιχτά το τραπεζικό σύστημα μετά την απόφαση της ΕΚΤ κάνοντας λόγο για απόλυτη εξασφάλιση των καταθέσεων, αλλά μίλησε για πιθανή άρση της σε περίπτωση που βρεθεί σύντομα λύση. Την ίδια στιγμή, οι Financial Times μετέφεραν τα παραλειπόμενα της «περιβόητης» συνεδρίασης του ΔΣ της ΕΚΤ για την Ελλάδα, αναφέροντας πως τα μέλη του ήταν διαιρεμένα, κι ότι ορισμένοι κόλποι της Τράπεζας θεώρησαν λάθος την πρόωρη άρση της στήριξης στα ελληνικά ομόλογα, ιδιαίτερα διότι έτσι κι αλλιώς στις 28 Φεβρουαρίου θα έληγε επίσημα η παράταση του τρέχοντος προγράμματος. Θεώρησαν, μάλιστα, ότι η ξαφνική απόφαση αιφνιδίασε τις αγορές και έδωσε βάση στις κατηγορίες ότι η ΕΚΤ παρεμβαίνει πολιτικά στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης. Το ίδιο ρεπορτάζ σημειώνει ότι ο Μάριο Ντράγκι είχε ενημερώσει τον Γιάννη Βαρουφάκη για αυτήν την εξέλιξη στη συνάντηση που είχαν οι δύο άνδρες στο πλαίσιο της εξόρμησης του Έλληνα ΥΠΟΙΚ στην Ευρώπη.

Αν επιδιώξουμε να αφουγκραστούμε το κλίμα της αγοράς, θα διαπιστώσουμε ότι ιδιαίτερη σημασία έχουν οι πρόσφατες παρατηρήσεις των UBS και Credit Agricole, οι οποίες βλέπουν συμφωνία της Ελλάδας με τους δανειστές της. Η UBS προβλέπει ότι οι στόχοι για τα πλεονάσματα είναι πιθανό να μειωθούν στο 1-2% κι ότι θα υπάρξει ανταλλαγή χρέους έναντι ομολόγων με ρήτρα ανάπτυξης, καθώς οι αναλυτές της θεωρούν ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο, με τις προβλέψεις για ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 5% να φαντάζουν «υπερβολικά αισιόδοξες». Σημειώνει μάλιστα ότι ένα πρωτογενές πλεόνασμα του 4,5% είναι σχεδόν ακατόρθωτο ακόμη και για πετρελαιοπαραγωγές χώρες ή φορολογικούς παραδείσους.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Gredit Agricole. Η γαλλική τράπεζα θεωρεί ότι θα υπάρξει συμβιβασμός για το χρέος με δημοσιονομική χαλάρωση κι ένα μείγμα επιμήκυνσης της ωρίμανσής του, ενώ οι αναλυτές της βλέπουν ότι δεν χωρίζει σχεδόν τίποτα την Ελλάδα και τους δανειστές της στα θέματα που αφορούν τη φοροδιαφυγή, τη διαφθορά και τις δομικές μεταρρυθμίσεις. Προβλέπει, μάλιστα, ότι σε περίπτωση που οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα μειωθούν στο 1-1,5% -όπως ζητά το ΔΝΤ- τότε η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ θα φτάσει στο 126% μέχρι το 2022.

Τέλος, μένει ο αμερικανικός παράγοντας. Οι επαφές του Γιάννη Βαρουφάκη με αξιωματούχους των ΗΠΑ πιθανότατα να κρύβουν πολλά. Παρόλα αυτά, η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών δεν αναμένεται να αλλάξει θεαματικά. Όπως είπε κι ο Αμερικανός πρέσβης, η Ελλάδα πρέπει να μιλήσει με τους δανειστές της και να τηρήσει τις δεσμεύσεις της. Γι’ αυτό και η θετική παρέμβαση Ομπάμα για την Ελλάδα δεν αναμένεται να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα διαπραγμάτευσης. Εκτός κι αν η Γερμανία αποφασίσει να μην κάνει ούτε βήμα πίσω. Τότε, είναι πολύ πιθανή μια επέμβαση της Ουάσινγκτον, η οποία επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους πως μια χρεοκοπία της Ελλάδας και έξοδός της από την Ευρωζώνη απειλεί άμεσα την παγκόσμια οικονομία.

Ο Βασίλης Σαμούρκας είναι αρχισυντάκτης του FortuneGreece.com