Πρόταση πέντε σημείων από Βαρουφάκη για το χρέος

Πρόταση πέντε σημείων από Βαρουφάκη για το χρέος

«Κατ’ αρχήν συμφωνία στο Eurogroup της 24ης Απριλίου».

Μία πρόταση πέντε σημείων προκειμένου να καταστεί το ελληνικό χρέος βιώσιμο παρουσίασε την εφ’ όλης της ύλης συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ναυτεμπορική» , ο Γιάνης Βαρουφάκης.

Πιο συγκεκριμένα, ο Έλληνας Υπουργός Οικονομικών ανέφερε: «Για να γίνει βιώσιμο το ελληνικό δημόσιο χρέος απαιτείται μια νέα συμφωνία με την Ευρώπη πέντε σημείων:

1. Λογικά επίπεδα πρωτογενών πλεονασμάτων (της τάξης του 1,5%, αντί για το άκρως υφεσιακό 4,5% που είχαν αποδεχθεί οι προηγούμενες κυβερνήσεις).

2. Μια λελογισμένη αναδιάρθρωση χρέους (χωρίς αναγκαστικά κούρεμα κάποιου μέρους της ονομαστικής αξίας) που να συνδέει τις αποπληρωμές με τον ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.

3. Επενδυτικό πακέτο από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων αποκλειστικά για την Ελλάδα, το οποίο θα πρέπει να διατεθεί ως επί το πλείστον στον ιδιωτικό τομέα, με νέες μη γραφειοκρατικές διαδικασίες.

4. Αποτελεσματική αναδιάρθρωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσω της ίδρυσης Κακής Τράπεζας (Bad Bank) από τους εναπομείναντες πόρους του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

5. Ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που να δίνουν ανάσες στους δημιουργικούς πολίτες και τις επιχειρήσεις που παράγουν εμπορεύσιμα αγαθά και διαθέτουν εξαγωγική προοπτική».

Ερωτηθείς για το πότε θα λήξει η διαπραγμάτευση ο κ. Βαρουφάκης επεσήμανε: «Η διαπραγμάτευση θα λήξει όταν καταλήξουμε σε μια έντιμη συμφωνία η οποία δίνει στην ελληνική οικονομία την προοπτική της πραγματικής σταθεροποίησης και, περαιτέρω, της ουσιαστικής ανάπτυξης. Η κυβέρνηση αγωνιά, όπως και οι πολίτες, για την ασφυξία που προκαλεί στις αγορές η πολιτική των δανειστών και γι’ αυτό πασχίζει να λήξουν οι διαπραγματεύσεις το συντομότερο δυνατόν. Παράλληλα, όμως, δεν πρόκειται να καταδικάσουμε τη χώρα, όπως έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, στη μακροπρόθεσμη ασφυξία αποδεχόμενοι σήμερα όρους και μέτρα που την εγγυώνται».

Για το αν έχει την αίσθηση πως οι «θεσμοί» επιθυμούν να οδηγήσουν τη χώρα σε ασφυξία, σημείωσε: «Είναι φανερό ότι η κυβέρνησή μας αντιμετωπίζεται, τουλάχιστον όσον αφορά το θέμα της ρευστότητας, με τρόπο που διαφέρει εντυπωσιακά από την αντιμετώπιση που είχε μια άλλη, νεοεκλεγείσα ελληνική κυβέρνηση σε συνθήκες όμοιες με τις σημερινές. Αυτή η πολιτική «διακρίσεων» απειλεί την αρχή της μη παρέμβασης των «θεσμών» στην εσωτερική πολιτική σκηνή μιας χώρας-μέλους της Ευρωζώνης. Πέραν τούτου οι «θεσμοί», πρέπει να ξέρετε, είναι σύνθετοι οργανισμοί. Δεν συνάδει πάντα η πρακτική τους με τη βούληση των ανώτατων αξιωματούχων τους, καθώς -όπως όλες οι γραφειοκρατίες- πολλές φορές μεσαία στελέχη αυτονομούνται και ακολουθούν δική τους ατζέντα».

Για τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ανέφερε: «Οι συναντήσεις μας έγιναν όλες σε εξαιρετικό κλίμα και με την ευθύτητα που απαιτεί η συγκυρία. Οπως του έχω ομολογήσει, με τιμά ότι έχω γνωρίσει και έχω διαπραγματευτεί με έναν άνθρωπο που αποτελεί κεφάλαιο στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα ήθελα να πιστεύω ότι, σε αυτό το πλαίσιο, θα επισκεφτεί την Ελλάδα είτε πριν είτε μετά από μια έντιμη συμφωνία που θα αποκαταστήσει τη δυνατότητα των Ελλήνων να οραματίζονται την Ευρωζώνη ως πεδίο ευημερίας και δημοκρατίας, κοινό για όλους τους Ευρωπαίους».

Ερωτηθείς για το ενδεχόμενο παραίτησής του ξεκαθάρισε: «Ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα πως «δεν πάει άλλο». Άλλωστε όταν αποδεχθήκαμε την κυβερνητική ευθύνη, όλοι οι συνάδελφοι και σύντροφοι γνωρίζαμε πως αναλαμβάναμε σε συνθήκες σχεδιασμένης ασφυξίας, που στόχο είχαν να ανατρέψουν την πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς. Σε μια τέτοια συγκυρία ο ρόλος του υπουργού Οικονομικών είναι κάτι μεταξύ αλεξικέραυνου και ηλεκτρικής καρέκλας. Εχοντας λοιπόν αυτές τις προσδοκίες τίποτα δεν με ξένισε ή πτόησε».

Για το PSI: «Το PSI θα μείνει στην οικονομική ιστορία ως ένα θλιβερό επεισόδιο, όπου μια χώρα προέβη σε τεράστιο κούρεμα αλλά, την ίδια στιγμή, το δημόσιο χρέος της παρέμεινε μη βιώσιμο. Αυτά όμως παθαίνουν όσοι ξορκίζουν μια χρεοκοπία (όπως συνέβη τον Μάιο του 2010) με τεράστια νέα δάνεια, την ώρα που αποδέχονται προγράμματα λιτότητας που συρρικνώνουν βάναυσα τα εισοδήματα από τα οποία πρέπει να πληρωθούν νέα και παλαιά δάνεια.

Το τι έπρεπε να έχει γίνει είναι απλό: πρώτα έπρεπε να έχει γίνει το κούρεμα και να ακολουθήσει ο όποιος νέος δανεισμός, μαζί με πραγματικές μεταρρυθμίσεις. Στην περίπτωση του 1ου μνημονίου η κυβέρνηση έκανε ακριβώς το αντίθετο. Κι όταν ήρθε η ώρα του 2ου μνημονίου, το κούρεμα (PSI) ήρθε πολύ αργά και σχεδιάστηκε με καταστροφικό τρόπο, π.χ. αφήνοντας τα ομόλογα που είχε αγοράσει η ΕΚΤ εκτός κουρέματος, κουρεύοντας τα ασφαλιστικά ταμεία, περνώντας τα χρήματα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών στο δημόσιο χρέος, επιτρέποντας να γίνει η ανακεφαλαιοποίηση χωρίς να ρυθμιστούν πρώτα τα «κόκκινα» δάνεια κ.λπ».