Το Κυπριακό λίγο πρίν την κρίσιμη Διάσκεψη της Γενεύης

Το Κυπριακό λίγο πρίν την κρίσιμη Διάσκεψη της Γενεύης

Με ποιες θέσεις θα προσέλθουν οι δύο πλευρές και γιατί ο «απρόβλεπτος» Ερντογάν θολώνει το τοπίο των διαβουλεύσεων. 

Πολλοί μπορεί να αναρωτηθούν γιατί το Κυπριακό έχει επανέλθει στο προσκήνιο και αν είναι αυτή η κατάλληλη στιγμή για την εξεύρεση λύσης. Στην πραγματικότητα, το ζήτημα δεν επανήλθε εν μία νυκτί στην διεθνή πολιτική ατζέντα, 12 χρόνια μετά από την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, αλλά συζητήσεις, διπλωματικές διαβουλεύσεις και συναντήσεις πραγματοποιούνται κεκλεισμένων των θυρών εδώ και αρκετό καιρό, ώστε να φτάσει το Κυπριακό στο σημερινό επίπεδο πολυμερούς διάσκεψης.

Στους λόγους που οδήγησαν στην επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων, συμπεριλαμβάνονται  τα νέα δεδομένα στον ενεργειακό χάρτη, με την Κύπρο να συμμετέχει σε τριμερείς συνόδους με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές ως αποτέλεσμα του πολέμου στη Συρία, του Παλαιστινιακού και της έκρυθμης κατάστασης στη Μέση Ανατολή, που μοιάζει με καζάνι που βράζει, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Κύπρος αποτελεί το νοτιοανατολικό σύνορο της Ευρώπης. Το θέμα είναι επίσης ότι στις χώρες κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβάνεται και μια χώρα διχοτομημένη, με «ανοιχτούς λογαριασμούς» με την Τουρκία, και αυτό είναι ένα ζήτημα που οι Βρυξέλλες θέλουν να κλείσουν. Η Τουρκία αποτελεί μεγάλο «αγκάθι» για τις αμφίβολες σχέσεις του Προέδρου της με τη Ρωσία, τον Ντόνλαντ Τραμπ, το ΙΚ και την τρομοκρατία. Από γεωπολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και στρατηγικής σκοπιάς, οι περισσότεροι συμφωνούν ό,τι οφείλουν να προσπαθήσουν τα μέγιστα για την εξεύρεση μια λύσης.

Το πρόσφατο χρονικό και το «τώρα»

Τον Νοέμβριο οι συζητήσεις ανάμεσα σε Αναστασιάδη και Ακιντζί στον Μον Πελεράν κατέληξαν σε αδιέξοδο. Λίγες ημέρες αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου, ανακοινώθηκε ότι τα θέματα θα ξαναπέσουν στο τραπέζι στο διάστημα 9-12 Ιανουαρίου. Στις 11 Ιανουαρίου, οι δυο πλευρές θα πρέπει να προσέλθουν με τον χάρτη των προτάσεων για το εδαφικό και στις 12 Ιανουαρίου θα λάβει χώρα, στη Γενεύη, η Διάσκεψη με τη συμμετοχή των εγγυητήριων δυνάμεων. Στην αρχή όλα έδειχναν ότι Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και Αλέξης Τσίπρας θα παρευρίσκονταν στη Διάσκεψη και ενώ οι μέρες περνούσαν και το σενάριο για εξεύρεση οριστικής λύσης απομακρύνονταν, οι δυο αρχηγοί επικοινώνησαν τηλεφωνικά και όπως αφέθηκε να εννοηθεί ο Ερντογάν θα μετέβαινε στην Ελβετία μόνο σε ένα ενδεχόμενο λύσης. Στη συνέχεια ο Έλληνας πρωθυπουργός ανέφερε ότι θα συμμετάσχει εφόσον παρευρεθεί ο Τούρκος ομόλογός του και με τη σειρά της η Τερέζα Μέι αποκρίθηκε ότι η Μεγάλη Βρετανία θα εκπροσωπηθεί από τον υπουργό Εξωτερικών (ναι, τον Μπόρις Τζόνσον).

Η Κύπρος η Ελλάδα και ο παράγοντας Ερντογάν

Στην Αθήνα μετά και την συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, επιτεύχθηκε συναίνεση και εθνικό- κοινό μέτωπο για το Κυπριακό το οποίο ευθυγραμμίζεται με τις θέσεις του Νίκου Αναστασιάδη.

Στη Μεγαλόνησο, Δημοκρατικός Συναγερμός και ΑΚΕΛ συμφωνούν στην πλειοψηφία των επιμέρους ζητημάτων. Όμως, ο αστάθμητος παράγοντας «Ερντογάν», την παρούσα  χρονική συγκυρία περιπλέκει την κατάσταση και τούτο διότι, αυτήν την περίοδο στα εσωτερικά της γείτονος ο Τούρκος πρόεδρος ενώνει τις δυνάμεις του με το εθνικιστικό κίνημα των «Γκρίζων Λύκων» και προσδοκά σε συνταγματική αναθεώρηση που θα του δώσει ακόμα περισσότερες εξουσίες. Για να καταφέρει να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του, θα κρατήσει σκληρή στάση στα εθνικά ζητήματα πόσω δε μάλλον στα της εδαφικής κυριαρχίας (εδώ αμφισβητεί με κάθε ευκαιρία τη συνθήκη της Λωζάνης) στα βασικό ρόλο παίζει και το Κυπριακό.

Την ίδια ώρα οι σχέσεις του με την Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες ακροβατούν σε τεντωμένο σκοινί με τους τακτισμούς από την πλευρά της  Άγκυρας να θεωρούνται αναμενόμενοι. Ο Ακιντζί, ο οποίος είναι πιο μετριοπαθής από τον Ερντογάν και θετικά προσκείμενος ώστε να μην χαθεί η «ευκαιρία» εξεύρεσης λύσης, θα επιδιώξει κατά πάσα πιθανότητα (έχοντας ως άσσο στο μανίκι της τουρκικής «παρτίδας» τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών και τον ρόλο στον πόλεμο στη Συρία) να κερδίσει χρόνο και να διεκδικήσει παραμονή του καθεστώτος των εγγυήσεων και παραμονή του στρατού στην Κύπρο (σε αυτό μέχρι προσφάτως συμφωνούσαν και οι ΗΠΑ) και θα στοχεύσει σε περιορισμό του ποσοστού των εδαφών και των αποζημιώσεων που θα δοθούν.

Στον αντίποδα, η ελληνοκυπριακή πλευρά επιζητά σχεδιασμό αποτελεσματικής πολιτικής ασφαλείας και εγγυήσεων με αυστηρά χρονοδιαγράμματα, επιστροφή του 28,2% συμπεριλαμβανομένης της Μόρφου, διοίκηση με εκ περιτροπής 18μηνη ελληνοκυπριακή προεδρία και 6μηνη για τους Τουρκοκυπρίους με ίσους εκπροσώπους και για τις δυο κοινότητες σε Βουλή και Γερουσία.

Οι Αλέξης Τσίπρας και Προκόπης Παυλόπουλος στη συνάντησή τους την Τρίτη ανέφεραν ότι ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης, έχει την ολόπλευρη στήριξη του ελληνικού πολιτικού κόσμου στις προσπάθειές του για επίλυση του Κυπριακού. Παράλληλα, ο κ. Παυλόπουλος τόνισε ότι «εκπτώσεις σε ό,τι αφορά την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν νοούνται», διευκρινίζοντας ότι «κάθε υποχώρηση ή υπαναχώρηση στον τομέα αυτόν θα σήμαινε παραβίαση του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου». «Η Ελλάδα, όπως και η Κύπρος άλλωστε, δεν διατίθενται να προχωρήσουν σε τέτοιες υπαναχωρήσεις», ανέφερε.

Διαβάστε επίσης: Ώρα μηδέν για τη Γενεύη

Κάποια χρόνια νωρίτερα, κοντά στο 2004 ή τουλάχιστον την εποχή που η Τουρκία επιθυμούσε να προσεγγίσει τη Δύση, να γίνει μέλος της Ε.Ε και το σκηνικό στο εσωτερικό της ήταν τελείως διαφορετικό και ομαλότερο από ότι το σημερινό, μια λύση που θα ευνοούσε την Κύπρο θα ήταν πιο εφικτή και η θέση της Ευρώπης πιο ισχυρή.

Αναλυτές και αξιωματούχοι από αμφότερες τις πλευρές, δεν βλέπουν την 12η Ιανουαρίου ως ημερομηνία- ορόσημο για το Κυπριακό αλλά ως ευκαιρία σύγκλισης των απόψεων, ώστε να πάει ο διάλογος ένα βήμα παρακάτω με το καλοκαίρι να φαντάζει ως η πιθανότερη περίοδος κορύφωσης των διαβουλεύσεων και εύρεσης της «χρυσής τομής». Μέχρι τότε, αυτό που είναι απαραίτητο να αποφευχθεί είναι κάποια ακραία αλλαγή στάσης που θα επιφέρει οριστική διακοπή των διαπραγματεύσεων.