Γιάννης Τσιώρης (Instashop): Ένα success story από το μηδέν… στα 360 εκατ. ευρώ

Πλέον, το perception των family offices για το asset class Instashop είναι πάρα πολύ θετικό, αναφέρει ο Γιάννης Τσιώρης

Η Instashop, η πλατφόρμα – σημείο αναφοράς στον τομέα παραγγελίας ειδών παντοπωλείου στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική, ιδρύθηκε το 2015 στο Ντουμπάι από τους Έλληνες επιχειρηματίες Γιάννη Τσιώρη και Ιωάννα Αγγελιδάκη

Μέσα σε λίγα χρόνια, οι δύο συμφοιτητές και κατόπιν co-founders κατάφεραν να επεκτείνουν τη δράση της σε τέτοιον βαθμό, ώστε να συνάψουν μία από τις σημαντικότερες συμφωνίες που έχει επιτευχθεί από εταιρεία με ελληνικό χρώμα και ένα από τα μεγαλύτερα deals για την περιοχή της Μέσης Ανατολής: η γερμανική Delivery Hero εξαγόρασε την Instashop έναντι περίπου 360 εκατ. ευρώ.

Πώς τα κατάφεραν;… «Είναι δύσκολο να συλλάβεις την ταχύτητα, δεδομένων των πολύ περιορισμένων κεφαλαιων που είχαμε. Χτίσαμε μια εταιρεία από το μηδέν σε πέντε χρόνια, της οποίας η αξία εκτιμήθηκε στα 360 εκατομμύρια. Είναι πολύ δύσκολη διαδρομή. Εγώ θα έλεγα ότι δεν θα έπρεπε να είμαι invited εδώ πέρα, γιατί λόγω της Instashop νιώθω 60 και…» αναφέρει χαριτολογώντας στον Παναγιώτη Καραμπίνη, managing director της Endeavor Greece κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στο εκδήλωση του Fortune Greece με αφορμή τα δέκα χρόνια 40 UNDER 40

Σε κάθε περίπτωση, τα μέχρι τώρα επιτεύγματα της Instashop είναι εντυπωσιακά: Η εταιρεία βρίσκεται σε εννέα χώρες στη Μέση Ανατολή, έχει περίπου χίλιους εργαζόμενους στη διοίκηση, κάνει εκατομμύρια παραγγελίες το μήνα. Και όλα αυτά με τις πρώτες γραμμές κώδικα του app της να γράφονται όχι κάπου στην πολυδιαφημισμένη Silicon Valley, αλλά στη Θεσσαλονίκη.

«Από την πρώτη γραμμή κώδικα έως τις εκατομμύρια γραμμές κώδικα που έχουμε σήμερα, όλα αναπτύχθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όχι κάπου στη Silicon Valley. Αυτή τη στιγμή έχουμε περίπου 200 άτομα στην Ελλάδα» τόνισε σχετικά. 

Κρίσιμο κρας τεστ για τους δύο co-founders ήταν η περίοδος της πανδημικής κρίσης. «Για εμάς στην Instashop, η πανδημία Covid-19 ήταν μια εξαιρετικά επώδυνη διαδικασία. Σε πρώτο βαθμό, ούτως η άλλως μια εταιρεία για να αναπτυχθεί με ρυθμούς της τάξης του 100%-150% τον χρόνο δουλεύει πάρα πολύ σκληρά, κι εμείς ούτως ή άλλως αναπτυσσόμασταν με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Έτσι αναγκαστήκαμε να αναπτυχθούμε επί 200%-300% μέσα σε δύο-τρεις εβδομάδες και μετά ακόμα περισσότερο. Αυτό δημιούργησε τεράστια πίεση στο infrastructure της εταιρείας, στο customer care. Ακόμα λύνουμε τα ψυχολογικά μας προβλήματα όσο και του προσωπικού» ανέφερε ο Γιάννης Τσιώρης, προσθέτοντας: «Το Instashop στο Ντουμπάι ήταν αυτό που ονομάζεται vital service. Σε αυτό το πλαίσιο οι εργαζόμενοι, η ομάδα μας, ποτέ δεν σταμάτησαν να έρχονται στο γραφείο. Δούλευαν 12 ώρες και παραπάνω, το μεταμορφώσαμε σε mission. Συνεχίσαμε να παραδίδουμε παρά το extreme jump των παραγγελιών, την ίδια μέρα. Εμείς κανονικά παραδίδουμε σε μια ώρα ή σε 45 λεπτά, αλλά το κρατήσαμε same day παρά την εξαιρετική έξαρση της ζήτησης. Η ομάδα του Instashop και το retention ήταν πολύ δυνατό παρά την εξαιρετική πίεση».

Εύλογα, το Instashop αποδεικνύεται έτσι και στην πράξη ένα fund returner, καθώς οι επενδυτές πήραν τα χρήματά τους πίσω και με το παραπάνω. 

«Νομίζω ότι διάφοροι νέοι founders στην Ελλάδα κατάλαβαν μέσω ημών ότι μπορούν να δημιουργήσουν πολύ μεγαλύτερες εταιρείες, να κάνουν think big, να έχουν μια εξωστρέφεια. Πιστεύω πως βάλαμε ένα μικρό λιθαράκι στη συνολική έμπνευση του οικοσυστήματος» αναφέρει ο Γιάννης Τσιώρης, συμπληρώνοντας: «Μάλιστα, έχουμε ένα family office το οποίο έχει επενδύσει περίπου σε 40 startups, μερικές εκ των οποίων είναι και ελληνικές, νομίζω καμιά δεκαριά. Οπότε και αυτό είναι ένα θετικό side effect».

Όσο για τη δική του προσωπική διαδρομή, αναφέρει ενδεικτικά: «Νομίζω ότι αυτό που μάλλον διέκρινε εμένα ήταν ένα διαρκώς κάψιμο στο στήθος για πρόοδο. Και αυτό το κάψιμο ήταν είτε στο γυμνάσιο είτε στο λύκειο είτε στο πανεπιστήμιο. Ήμουν διαβαστερό παιδί, έως φυτό. Κυρίως διάβαζα και είχα δίψα να μάθω, και κατέληξα στο Ντουμπάι μέσω του Άμστερνταμ».