Η Γαλλική «ευκαιρία»

Η Γαλλική «ευκαιρία»
Photo: Shutterstock
Μια βίαιη λιτότητα στη Γαλλία θα προκαλούσε όχι μόνο εσωτερικές κοινωνικές αναταραχές αλλά και ένα ντόμινο επιπτώσεων σε ολόκληρη την ευρωζώνη, απειλώντας την ίδια τη βιωσιμότητα του ευρώ.

Η Γαλλία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πρωτοφανή πολιτική κρίση που έχει ξεκινήσει από τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2024.

Το αποτέλεσμα ήταν ένα κοινοβούλιο χωρίς σαφή πλειοψηφία, διασπασμένο μεταξύ της άκρας αριστεράς, του κέντρου και της ακροδεξιάς. Η αδυναμία σχηματισμού σταθερής κυβέρνησης έχει οδηγήσει σε μια καταιγίδα πολιτικών εξελίξεων: ο Μισέλ Μπαρνιέ, ο Φρανσουά Μπαϊρού και ο Σεμπαστιέν Λεκορνύ είναι οι τρεις τελευταίοι πρωθυπουργοί σε διάστημα 14 μηνών.

Αυτή η πολιτική αστάθεια έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή για τη γαλλική οικονομία. Το έλλειμμα του 2024 έφτασε το 5,8% του ΑΕΠ – το υψηλότερο στην ευρωζώνη – ενώ το δημόσιο χρέος αγγίζει το 113% του ΑΕΠ. Χωρίς διαρθρωτικές αλλαγές, οι προβλέψεις υποδεικνύουν ότι το χρέος θα εκτιναχθεί στο 125,3% του ΑΕΠ έως το 2029. Η πίεση για δημοσιονομική εξυγίανση είναι πραγματική, αλλά η πολιτική διάσταση και οι ανένδοτοι Γάλλοι καθιστούν οποιαδήποτε λύση λιτότητας εξαιρετικά επισφαλή.

Η Γαλλία δεν είναι η Ελλάδα του 2010. Πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, με ΑΕΠ που υπερβαίνει τα 2,8 τρισεκατομμύρια ευρώ, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 17% του συνολικού ΑΕΠ της νομισματικής ένωσης. Η βαρύτητά της στην ευρωπαϊκή οικονομία είναι τέτοια που οποιαδήποτε κλυδωνισμός θα είχε καταστροφικές διασυνοριακές επιπτώσεις.

Τα γαλλικά κυβερνητικά ομόλογα (OATs) αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η γαλλική αγορά ομολόγων είναι μία από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως, με υπολογιζόμενο όγκο που ξεπερνά το ένα τρισεκατομμύριο ευρώ. Ευρωπαϊκές τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία διατηρούν σημαντικές θέσεις σε γαλλικά ομόλογα, ενώ η έκθεση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι πολλαπλάσια αυτής που υπήρχε στην Ελλάδα το 2010.

Από τον Ιούνιο του 2024, τα spreads των γαλλικών ομολόγων έναντι των γερμανικών Bunds έχουν διευρυνθεί σε επίπεδα που δεν είχαν παρατηρηθεί από την κρίση χρέους του 2010. Σε ορισμένες στιγμές, τα spreads ξεπέρασαν τα 80 μονάδες βάσης, φέρνοντας τις αποδόσεις των γαλλικών ομολόγων πάνω από εκείνες της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, ακόμα και της Ελλάδας – χωρών που κάποτε βρίσκονταν στο επίκεντρο της κρίσης. Αυτή η ανατροπή στις αγορές αντανακλά την ανησυχία των επενδυτών για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα και την πολιτική ικανότητα της Γαλλίας να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις.

Η ελληνική εμπειρία αποτελεί ένα οδυνηρό μάθημα για το πώς δεν πρέπει να διαχειριστεί μια δημοσιονομική κρίση εντός της ευρωζώνης. Τα προγράμματα λιτότητας που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από το 2010 και μετά οδήγησαν σε μια δεκαετία οικονομικής καταστροφής: το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά περισσότερο από 25%, η ανεργία εκτοξεύθηκε πάνω από το 27%, και το χρέος – παρά τις περικοπές – αυξήθηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ λόγω της βαθιάς ύφεσης.

Το πρόβλημα ήταν δομικό: οι πολιτικές λιτότητας προκάλεσαν ένα αρνητικό σπιράλ. Οι μειώσεις μισθών και συντάξεων, οι αυξήσεις φόρων και οι περικοπές δημόσιων δαπανών συρρίκνωσαν τη ζήτηση, οδηγώντας σε βαθύτερη ύφεση, η οποία με τη σειρά της μείωνε τα φορολογικά έσοδα και επιδείνωνε τους δημοσιονομικούς δείκτες. Η Ελλάδα έχασε μια ολόκληρη γενιά ταλαντούχων νέων που μετανάστευσαν, ενώ η κοινωνική συνοχή δοκιμάστηκε στα όριά της.

Η Γαλλία, ως πολύ μεγαλύτερη οικονομία με βαθύτερους θεσμικούς δεσμούς στην ευρωπαϊκή δομή, δεν μπορεί και δεν πρέπει να ακολουθήσει την ίδια οδό. Μια βίαιη λιτότητα στη Γαλλία θα προκαλούσε όχι μόνο εσωτερικές κοινωνικές αναταραχές αλλά και ένα ντόμινο επιπτώσεων σε ολόκληρη την ευρωζώνη, απειλώντας την ίδια τη βιωσιμότητα του ευρώ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η Ευρωπαϊκή Διάσταση: Συσπείρωση ή Διάλυση;

Εδώ ακριβώς βρίσκεται η ευκαιρία. Η γαλλική κρίση μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για μια πραγματική ευρωπαϊκή συσπείρωση και για την υιοθέτηση πολιτικών που η Ευρώπη θα έπρεπε να είχε εφαρμόσει εδώ και χρόνια. Η Γαλλία είναι “too big to fail” – πολύ μεγάλη για να αποτύχει χωρίς να παρασύρει ολόκληρη την ευρωζώνη στον γκρεμό. Αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί ισχυρά κίνητρα για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις ισχυρότερες οικονομίες να δράσουν προληπτικά.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διατηρεί ήδη μηχανισμούς όπως το Transmission Protection Instrument (TPI) που μπορεί να παρέμβει για να αποτρέψει υπερβολικές διευρύνσεις των spreads. Ωστόσο, το ζήτημα δεν είναι μόνο τεχνικό ή νομισματικό – είναι πολιτικό και δημοσιονομικό. Χρειάζεται μια συντονισμένη ευρωπαϊκή απάντηση που θα συνδυάζει:

Αναπτυξιακές πολιτικές: Αντί για άκαμπτη λιτότητα, η Γαλλία χρειάζεται στοχευμένες επενδύσεις σε παραγωγικούς τομείς, ψηφιακό μετασχηματισμό, και μείωση κανονιστικών περιορισμών. Αυτές οι επενδύσεις μπορούν να χρηματοδοτηθούν μέσω ευρωπαϊκών μηχανισμών και στοχευμένων προγραμμάτων.

Δημοσιονομική ευελιξία: Η αυστηρή εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ πρέπει να συνοδευτεί από ρήτρες ανάπτυξης και επενδύσεων. Ο στόχος δεν είναι η γρήγορη μείωση του χρέους με κάθε κόστος, αλλά η αύξηση της παραγωγικότητας και του δυναμικού ανάπτυξης σε μια περίοδο που η ευρωπαϊκή οικονομία ήδη έχει μείνει πίσω σε ό,τι αφορά την καινοτομία και τους τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Ευρωομόλογο: Η έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους – μια ιδέα που συζητήθηκε εκτενώς κατά την κρίση του 2010 αλλά απορρίφθηκε – μπορεί τώρα να επανέλθει ως αναγκαιότητα. Τα ευρωομόλογα θα μοιράσουν τον κίνδυνο στις ισχυρότερες οικονομίες, θα μειώσουν το κόστος δανεισμού για χώρες όπως η Γαλλία, και θα στείλουν ένα ισχυρό μήνυμα ενότητας στις αγορές.

Υπέρ ενός τέτοιου εγχειρήματος έχει ταχθεί και ο Μάριο Ντράγκι στην περυσινή του έκθεση.

Η αδράνεια και η επανάληψη των λαθών του παρελθόντος θα είχε καταστροφικές συνέπειες. Μια αποσταθεροποίηση της Γαλλίας θα μετέφερε την κρίση στις τράπεζες που κατέχουν γαλλικά ομόλογα, στις ασφαλιστικές εταιρείες, στα συνταξιοδοτικά ταμεία. Η αβεβαιότητα θα εξαπλωνόταν σε άλλες χώρες με υψηλό χρέος, όπως η Ιταλία, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο δυσπιστίας και κερδοσκοπίας.

Αντίθετα, μια αποφασιστική και συντονισμένη ευρωπαϊκή απάντηση θα μπορούσε να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρία για θεσμική ωρίμανση. Η πανδημία COVID-19 απέδειξε ότι η Ευρώπη μπορεί να ενεργήσει γρήγορα και τολμηρά όταν αντιμετωπίζει υπαρξιακές απειλές. Το Next Generation EU και η προσωρινή αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων έδειξαν ότι η αλληλεγγύη και η ευελιξία είναι εφικτές.

Η γαλλική κρίση δεν είναι απλώς ένα εθνικό πρόβλημα – είναι μια ευρωπαϊκή πρόκληση που απαιτεί ευρωπαϊκές λύσεις. Η ιστορία έχει δείξει ότι οι πολιτικές λιτότητας χωρίς αναπτυξιακό όραμα οδηγούν σε παρατεταμένη ύφεση και κοινωνική διάσπαση. Η Ελλάδα το έζησε στο πετσί της· η Γαλλία δεν πρέπει να επαναλάβει το ίδιο λάθος.

Αυτή τη φορά, η Ευρώπη έχει την ευκαιρία να δράσει διαφορετικά. Να στηρίξει τη Γαλλία με αναπτυξιακές πολιτικές, να επιδείξει αλληλεγγύη μέσω της έκδοσης ευρωομολόγων, και να αποδείξει ότι η νομισματική ένωση μπορεί να λειτουργήσει όχι μόνο ως μηχανισμός πειθαρχίας αλλά και ως εργαλείο συλλογικής ευημερίας.

Η Γαλλία είναι πολύ σημαντική για να αποτύχει. Αν η Ευρώπη το αντιληφθεί έγκαιρα και δράσει αποφασιστικά, η σημερινή κρίση μπορεί να γίνει η αρχή ενός νέου, πιο ολοκληρωμένου και ανθεκτικού ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

*Ο Γιώργος Καραγεώργος είναι Head of Representative Office στην Ελλάδα, Freedom24

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: