Amazon – JPMorgan – Berkshire Hathaway ενώνουν τις δυνάμεις τους στον κλάδο της υγείας

Amazon – JPMorgan – Berkshire Hathaway ενώνουν τις δυνάμεις τους στον κλάδο της υγείας

Η κίνηση αυτή από τρεις τεράστιες επιχειρήσεις είναι η τελευταία σε μια σειρά πρωτοβουλιών που αλλάζουν τον χάρτη της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στις ΗΠΑ.

του Clifton Leaf

Η Amazon, η JPMorgan Chase και η Berkshire Hathaway αποφάσισαν να συστήσουν μια κοινοπραξία για να μειώσουν τα κόστη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και να αυξήσουν την ικανοποίηση των εργαζομένων.

Η κίνηση αυτή από τρεις τεράστιες επιχειρήσεις είναι η τελευταία σε μια σειρά εταιρικών πρωτοβουλιών που αλλάζουν τον χάρτη της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στις ΗΠΑ. Το σύστημα υγείας της χώρας χαρακτηρίζεται από αύξηση του κόστους και από έλλειψη σύνδεσης μεταξύ τους κόστους και του τελικού αποτελέσματος.

«Υπάρχουν πολλά παραδείγματα εισόδου κι άλλων εταιρειών στον κλάδο» λέει ο Hal Wolf, διευθύνων σύμβουλος της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης Healthcare Information and Management Systems Society. «Και νομίζω ότι ο κλάδος είναι έτοιμος για να υιοθετήσει ένα μοντέλο ‘αποδιοργάνωσης’. Το περιμέναμε».

Δεν έχουμε όλες τις λεπτομέρειες της επικείμενης συνεργασίας της Amazon με τη JPM και τη Berkshire – οι εταιρείες δεν αποκάλυψαν και πολλά πράγματα – αλλά μπορούμε να κάνουμε εικασίες.

Καταρχήν, η πρωτοβουλία δεν είναι σίγουρο ότι αφορά μια μη κερδοσκοπική οντότητα. Στο δελτίο τύπου, γίνεται λόγος για τη σύσταση μιας «ανεξάρτητης εταιρείας που δεν θα περιορίζεται από το κίνητρο της παραγωγής κέρδους». Οι λέξεις είναι επιλεγμένες προσεκτικά – άλλο το μη κερδοσκοπικό, και άλλο το απαλλαγμένο από την αναγκαιότητα της συνεχούς εμφάνισης κέρδους.

Και παρόλη την κουβέντα για καθολική ιατροφαρμακευτική κάλυψη και Medicare για όλους, οι εταιρείες ξέρουν καλά ότι είναι αναγκασμένες να φέρουν στους ώμους τους ένα μεγάλο κομμάτι του συνολικού κόστους της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στις ΗΠΑ – που αγγίζει τα 3,3 τρισεκατομμύρια δολάρια συνολικά.

Σύμφωνα με το Ίδρυμα Kaiser Family Foundation, οι εργοδότες το 2016 πλήρωσαν 12.865 δολάρια ανά εργαζόμενο που επέλεξε ένα οικογενειακό πρόγραμμα ασφάλισης – δαπάνη που αυξήθηκε κατά 58% από το 2006. (Βέβαια, ας μην ξεχνάμε ότι το μερίδιο του εργαζομένου στο κόστος αυξήθηκε κατά 78% την ίδια περίοδο).

Ο Jamie Dimon της JPMorgan περιέγραψε ως εξής το σκεπτικό της πρωτοβουλίας: «Οι άνθρωποί μας θέλουν διαφάνεια, γνώση και έλεγχο αναφορικά με τη διαχείριση της ιατροφαρμακευτικής τους περίθαλψης». Τα μέσα για να επιτευχθεί αυτό αναμφίβολα θα προκύψουν από την τεχνολογία – για παράδειγμα, εφαρμογές που συγκεντρώνουν τα ιατρικά αρχεία στο smartphone ενός ασθενή.

Τα έχουμε ξανακούσει όλα αυτά. Αυτό που ίσως θα κάνει τη διαφορά με τη νέα αυτή πρωτοβουλία είναι ότι οι ασθενείς θα λαμβάνουν πραγματικές και τακτικές αποφάσεις και θα κάνουν τις επιλογές τους με αυτά τα άμεσα διαθέσιμα δεδομένα. Ένας εργαζόμενος που καπνίζει, για παράδειγμα, θα αποκτά αμέσως πρόσβαση σε σχετικές ιστοσελίδες για να κόψει το τσιγάρο, και κάθε σελίδα θα είναι αξιολογημένη από άλλους χρήστες (π.χ. τους εργαζομένους των τριών εταιρειών και τους συγγενείς τους). Αλλά αντί να πληρώνεις για ένα πρόγραμμα που θα επιλέξεις – όπως θα έκανες για ένα βιβλίο ή μια ταινία στην Amazon – θα λαμβάνεις ένα κίνητρο: κάποια έκπτωση στο ασφαλιστήριο συμβόλαιό σου ή ένα δωρεάν download στην Amazon ή κάποιο προνόμιο στον τραπεζικό λογαριασμό με την Chase.

Το κλειδί είναι η εξατομίκευση, μαζί με την ευκολία χρήσης και την ύπαρξη επιβράβευσης. Με το πάτημα ενός κουμπιού, οι εργαζόμενοι θα μπορούν να εξασφαλίζουν κίνητρα για να αλλάζουν τη συμπεριφορά τους σε σχέση με την υγεία τους – π.χ. να ελέγχουν καλύτερα το σάκχαρό τους ή να χαμηλώνουν τη χοληστερίνη τους.

«Η εμπλοκή των εργαζομένων στις προσπάθειες πρόληψης των ασθενειών και βελτίωσης του επιπέδου υγείας θα είναι κομμάτι του μοντέλου που έρχεται» καταλήγει ο Wolf.