Ανησυχία του ΔΝΤ για το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα: Πώς θα «τρέξει» η οικονομία

Ανησυχία του ΔΝΤ για το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα: Πώς θα «τρέξει» η οικονομία
Στο «μικροσκόπιο» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου η Ελλάδα…

Επενδυτικό κενό ευρείας έκτασης διαπιστώνει για την Ελλάδα σε έκθεσή του, που δημοσιεύτηκε στο τέλος Ιανουαρίου, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, επισημαίνοντας πως το πρόβλημα εντείνεται από την αδυναμία συσσώρευσης κεφαλαίου και τη μειωμένη παραγωγική ικανότητα της χώρας.

Σαν να μην άλλαξε, λοιπόν, μια μέρα το ΔΝΤ επανέρχεται στην οικονομική επικαιρότητα, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου. Αν και «βλέπει» βελτίωση, τα προβλήματα, όπως φαίνεται, έχουν παγιωθεί… 

Πλέον, όλο το βάρος πρέπει να πέσει στις μεταρρυθμίσεις, όπως αυτές θα ορίζονται σε συνδυασμό με τις εκταμιεύσεις από Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα δεδομένα 

Πιο συγκεκριμένα, οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ αναφέρουν ότι, μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη το 2001, οι επενδύσεις στην Ελλάδα αυξήθηκαν σε όλους τους τομείς. Ωστόσο, στον απόηχο της κρίσης χρέους, ακόμη και όταν οι μακροοικονομικές συνθήκες σταθεροποιήθηκαν, η αύξηση των επενδύσεων παρέμεινε υποτονική – κατά μέσο όρο περίπου 0% κατά την περίοδο 2015–2019, με τον δείκτη επενδύσεων προς ΑΕΠ στο τέλος του 2019 να φτάνει 10% (επενδυτικό κενό). Αυτό το ποσοστό είναι σχεδόν 10 μονάδες χαμηλότερο από τον μέσο όρο της περιφέρειας της ΕΕ.

Σύμφωνα με το Ταμείο, το συνολικό κεφαλαιακό απόθεμα της Ελλάδας ευθυγραμμίζεται σε γενικές γραμμές με τον περιφερειακό μέσο όρο, αλλά το ιδιωτικό κεφάλαιο υστερεί. 

Ο λόγος του συνολικού κεφαλαίου προς το ΑΕΠ είναι κοντά στον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, ενώ το καθαρό κατά κεφαλήν απόθεμα στην Ελλάδα είναι περίπου τα δύο τρίτα του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ.

Το καθαρό κεφαλαιακό απόθεμα της Ελλάδας συρρικνωνόταν κατά μέσο όρο 1,2% ετησίως την τελευταία δεκαετία – σχετικά μικρότερο ποσοστό εν σχέσει με τη μείωση της παραγωγής (22% σωρευτικά).

Στο τέλος του 2019 το συνολικό καθαρό απόθεμα κεφαλαίου ευθυγραμμίστηκε με τον περιφερειακό μέσο όρο, χάρη στο υψηλότερο του μέσου όρου απόθεμα δημόσιου κεφαλαίου – το τρίτο μεγαλύτερο στην περιοχή σε ποσοστό του ΑΕΠ.

Η σημασία του δημόσιου κεφαλαίου και το χαμηλό επίπεδο του ιδιωτικού αποθέματος αντανακλάται στον δείκτη δημόσιων προς ιδιωτικών κεφαλαίων, που εκτιμάται κοντά στο 45% (2019).

Αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει επιπτώσεις στην ανάπτυξη.

Η εικόνα στις υποδομές είναι μικτή, με σημαντικά κενά στις μεταφορές και σε μικρότερο βαθμό στις υποδομές ενέργειας, ψηφιακής και υγειονομικής περίθαλψης. Σε κάθε περίπτωση, στο τέλος του 2019, η Ελλάδα ήταν ένα από τα κράτη με το χαμηλότερο ποσοστό επενδύσεων στον κόσμο. 

Τα αίτια

Για την εν λόγω προβληματική κατάσταση, φυσικά, υπάρχουν αίτια, μάλλον όχι άγνωστα, τα οποία το Ταμείο επισημαίνει για άλλη μία φορά. 

Βασική αιτία της αναφερόμενης επενδυτικής υστέρησης είναι το ενεργειακό κόστος, τα συνήθη ρυθμιστικά εμπόδια που θέτει η γραφειοκρατία, η ανελαστική αγορά εργασίας, οι χρηματοδοτικοί περιορισμοί με τις τράπεζες να είναι εξαιρετικά περιορισμένες αφού έχουν να αντιμετωπίσουν τα δικά τους, πολύ σημαντικά προβλήματα, η ανεπαρκής εγχώρια αποταμίευση που εμποδίσει τη χρηματοδότηση επενδύσεων, οι χαμηλές κεφαλαιακές αποδόσεις κ.ο.κ.

Πρόβλημα είναι, σύμφωνα με το ΔΝΤ, και η δομή του παραγωγικού ιστού, με την ύπαρξη μιας κατακερματισμένης αγοράς, η οποία συνοδεύεται από πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις και συνακόλουθα από την αδυναμία δημιουργίας οικονομιών κλίμακας. Επίσης, ο υψηλός βαθμός αυτοαπασχόλησης φαίνεται επίσης να συγκρατεί τις επενδύσεις, αν και αυτό από μόνο του δεν αποτελεί απαραίτητα ανησυχία.

Ζήτημα επίσης είναι η αλλαγή του ασφαλιστικού συστήματος και η στροφή του από το αναδιανεμητικό μοντέλο που ακολουθεί σε μια κεφαλαιοποιητική λογική.

Τέλος, σύμφωνα με το Ταμείο, η ολοκλήρωση της ιδιωτικοποίησης βασικών δημόσιων υποδομών (π.χ. λιμάνια, αεροδρόμια, παραγωγή ενέργειας) μπορεί να γίνει καταλύτης για μεγάλες ξένες επενδύσεις.