Μπορεί να αντιμετωπιστεί μια νέα τραπεζική κρίση;

Μπορεί να αντιμετωπιστεί μια νέα τραπεζική κρίση;

Πώς μπορεί να αλλάξει ο ρόλος των τραπεζών, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τέτοιες κρίσεις δεν θα εμφανίζονται τόσο συχνά; 

Μπορεί ο κόσμος να αντέξει μια νέα τραπεζική κρίση; Αυτός είναι ο τίτλος ενός δημοσιεύματος του πρακτορείου Bloomberg, το οποίο εστιάζει και σχολιάζει την παγκόσμια οικονομία ενόψει των strees test των τραπεζών. Tην ώρα που η Ευρώπη ετοιμάζεται για τα stress tests των τραπεζών της την Παρασκευή, ο κόσμος βρίσκεται στα πρόθυρα μιας άλλης τραπεζικής κρίσης. Τα σημάδια είναι εμφανή σε όλους. Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων στο σύνολο των χορηγήσεων το 2015 ανήλθε στο 4,3%, ενώ πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2009, που ανήλθε στο 4,2%.

Το πρόβλημα πλέον είναι πιο ξεκάθαρο από ότι ήταν τότε: Τα προβληματικά δάνεια ξεπερνούν τα τρία τρισεκατομύρια, σε σύγκριση με τα δάνεια υψηλού κινδύνου στις ΗΠΑ τα οποία άγγιζαν το ένα τρισεκατομμύριο. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες επιβαρύνονται με 1.3 τρισεκατομμύρια δολάρια στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, εκ των οποίων σχεδόν τα 400 δισεκατομμύρια από αυτά βαρύνουν την Ιταλία.

Από την πλευρά του, το ΔΝΤ εκτιμά ότι τα δάνεια υψηλού κινδύνου στην Κίνα ανέρχονται στα 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ινδία φτάνουν τα 150 δισ. δολάρια.

Για μια ακόμη φορά, οι τράπεζες των ΗΠΑ, Καναδά, Ηνωμένο Βασίλειο, Ασίας, Αυστραλίας, Νέας Ζηλανδίας και ορισμένων ευρωπαϊκών κρατών βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένες στις αγορές ακινήτων, οι οποίες είναι υπερτιμημένες. Ακόμη, οι τράπεζες έχουν εκτεθεί σημαντικά και στον “ταραγμένο” τομέα των πόρων: Ο δανεισμός στον ενεργειακό τομέα, διαμορφώνεται περίπου στα τρία τρισ. δολ. παγκοσμίως, με τους οφειλέτες να δυσκολεύονται να εξυπηρετήσουν το χρέος, σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από πτώση στις τιμές των εμπορευμάτων, την αδύναμη ανάπτυξη, την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και τον αυξανόμενο κόστος δανεισμού.

Από την άλλη, η αδύναμη από το 2009 παγκόσμια ανάκαμψη εντείνει το πρόβλημα των δανείων. Στις προηγμένες οικονομίες, η χαμηλή ανάπτυξη και ο αποπληθωρισμός εμποδίζουν τις επιχειρήσεις να αποπληρώσουν τις οφειλές τους. Πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες υποφέρουν από την έλλειψη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας, η οποία και επιδεινώνεται από τις επιπτώσειςτου ενιαίου νομίσματος.

Οι προσπάθειες των κυβερνήσεων να τονώσουν την ανάπτυξη έχουν επικίνδυνες παρενέργειες. Με τα ασφαλή περιουσιακά στοιχεία να προσφέρουν χαμηλές αποδόσεις, οι τράπεζες έχουν χρηματοδοτηθεί από λιγότερο φερέγγυους δανειολήπτες, ειδικότερα όσον αφορά στον κλάδο του πετρελαίου σχιστόλιθου και στις αναδυόμενες αγορές.

Η άφθονη ρευστότητα έχει διογκώσει τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και οι τράπεζες έχουν χορηγήσει δάνεια έναντι αυτών των υπερτιμημένων εγγυήσεων. Τα χαμηλά επιτόκια έχουν επιτρέψει στους αδύναμους δανειολήπτες προκειμένου να επιβιώσουν για μεγαλύτερο διάστημα από ό,τι θα μπορούσαν υπό άλλες συνθήκες, κάτι που αναβάλλει την επίπονη, αλλά απαραίτητη διαγραφή “κόκκινων” δανείων.

Στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι ισχυρές εισροές κεφαλαίων, που αναζητούν υψηλότερες αποδόσεις ή εγκαταλείπουν την υποτίμηση των νομισμάτων, συνέβαλαν σε μια επικίνδυνη συσσώρευση μόχλευσης. Και για το λόγο αυτό, οι κυβερνήσεις προκειμένου να ενεργοποιήσουν τη συνολική ζήτηση, ενθάρρυναν τη χορήγηση δανείων για επενδυτικούς και καταναλωτικούς σκοπούς.

Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι οι “παραδοσιακές λύσεις” σε τραπεζικές κρίσεις έχουν δείξει πως δεν είναι διαθέσιμες ούτε αποδοτικές. Αυτό που χρειάζονται οι τράπεζες είναι σημαντικά κέρδη, εγχύσεις κεφαλαίων και κάποιον μηχανισμό που θα τις βοηθήσει να απαλλαγούν από τα “κόκκινα” δάνεια”.

Ωστόσο η ικανότητα των τραπεζών να βρουν τη λύση στα προβλήματά τους και να διαγράψουν τις ζημίες τους, είναι περιορισμένη.

Ένα μερίδιο ευθύνης έχει και η τρέχουσα νομισματική πολιτική. Τα μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια ωθούν χαμηλότερα περισσότερο τα επιτόκια δανεισμού, παρά τα επιτόκια καταθέσεων, τα οποία και δεν μπορούν να μειωθούν λόγω της ανάγκης διατήρησης των καταθέσεων και της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις των ρυθμιστικών Αρχών για σταθερή χρηματοδότηση.

Η προσέλκυση νέων κεφαλαίων προϋποθέτει οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες του τραπεζικού κλάδου να είναι ουσιαστικές. Αντ’ αυτού, υπάρχουν αρκετοί διαρθρωτικοί παράγοντες που καλλιεργούν αβεβαιότητα για το μέλλον των τραπεζών και ενδεχομένως έχουν μειώσει τις διαθέσιμες επιστροφές. Σε πολλές χώρες, τα επιχειρηματικά μοντέλα των τραπεζών χρειάζονται σημαντική μεταρρύθμιση, κάτι που μεταφράζεται σε ενοποιήσεις και συρρίκνωση των δαπανών.

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου τράπεζες με αυξημένες ανάγκες, αντιστέκονται στο ενδεχόμενο μίας ξένης ιδιοκτησίας, σε ξένα κεφάλαια και σε τεχνογνωσία που θα μπορούσαν να τις βοηθήσουν να γίνουν περισσότερο αποτελεσματικές.

Το φτωχό θεσμικό και νομικό πλαίσιο και ιδιαίτερα οι αναποτελεσματικές διαδικασίες που ακολουθούνται για την πτώχευση μίας επιχείρησης, αποθαρρύνουν τις νέες επενδύσεις στις τράπεζες ή σε επισφαλή περιουσιακά στοιχεία.

Οι κατασχέσεις στην Ιταλία, μπορεί να διαρκέσουν περισσότερο από τέσσερα χρόνια, σε σύγκριση με τους 18 μήνες που χρειάζεται στις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Σε πολλές αναδυόμενες αγορές, η διάχυτη επιρροή του κράτους μεταξύ των δύο τραπεζών και των δανειοληπτών περιπλέκει την είσπραξη των απαιτήσεων. Οι δανειολήπτες που συνδέονται με την πολιτική μπορούν να παρέμβουν, προκειμένου κάποιο δάνειο να αναδρομολογηθεί, παρά να θεωρηθεί ότι δεν δύναται να αποπληρωθεί.

Στα παραπάνω σοβαρά προβλήματα έρχονται να προστεθούν και οι απρόβλεπτες πολιτικές εξελίξεις. Η ψηφοφορία για το Brexit είχε αντίκτυπο και στο τραπεζικό σύστημα, οδηγώντας χαμηλότερα τη λίρα και μεταβάλλοντας ριζικά τις προσδοκίες για τα βρετανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Όσον αφορά την περίπτωση της Ιταλίας, πολιτικοί παράγοντες εμποδίζουν την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Οι διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθορίζουν μια βαθμιαία διαγραφή μετοχικού κεφαλαίου, χρέους μειωμένης εξασφάλισης και μετά του κύριου χρέους, προστατεύοντας μόνο τις ασφαλισμένες καταθέσεις. Ωστόσο, ένα “bail in” αυτής της μορφής θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη διαγραφή τίτλων αξίας περίπου 220 δισ. δολ. που έχουν στην κατοχή τους ιδιώτες επενδυτές, φέροντας πολιτικό “πονοκέφαλο” στην κυβέρνηση. Την ίδια ώρα, οι κανονισμοί της Ε.Ε. για τις τράπεζες, αλλά και τα όρια για τον προϋπολογισμό και το χρέος, καθιστούν ακόμη δυσκολότερη την παρέμβαση της ιταλικής κυβέρνησης.

Δεν μπορεί να ειπωθεί εάν ξεκινά μια νέα κρίση στην Ιταλία, ίσως υπο τον φόβο που επικρατεί γύρω από την παλαιότερη τράπεζα του κόσμου, τη Monte dei Paschi de Siena, όμως οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να θέσουν ορισμένα δύσκολα ερωτήματα: Μήπως η χρηματιστικοποίηση των ανεπτυγμένων οικονομιών πήγε πολύ μακριά; Μήπως ο ρόλος των τραπεζών πρέπει να αλλάξει, προκειμένου να διασφαλίζει ότι τέτοιες κρίσεις δεν θα εμφανίζονται τόσο συχνά; Το “ναι” φαντάζει, ολοένα και περισσότερο, ως η απάντηση σε αυτά τα δύο ερωτήματα.