Eπενδύοντας σε «τρελές» ιδέες

Eπενδύοντας σε «τρελές» ιδέες

Ο Νίκος Μπονάτσος διαπρέπει στη Silicon Valley, αισθάνεται τυχερός που επένδυσε στο Snapchat και περιγράφει πώς βρέθηκε σε ένα μεγάλο επενδυτικό fund στις ΗΠΑ.

Συνέντευξη στον Τάσο Ζάχο στο πλαίσιο του Disrupt Greece

Ο Νίκος Μπονάτσος είναι ένας Έλληνας μετανάστης που διαπρέπει στη Silicon Valley. Σε ηλικία μόλις 31 ετών ανέλαβε τη θέση του διευθυντή στην General Catalyst Partners, ένα fund που διαχειρίζεται περισσότερα από τρία δισ. δολάρια. Έχει ήδη σημειώσει αρκετές επιτυχίες, όμως πάνω απ’ όλα του πιστώνεται η δημοφιλής εταιρεία επικοινωνιών Snapchat, στην οποία επένδυσε από την αρχή, προτού η εφαρμογή φτάσει να γίνει η αγαπημένη συνήθεια εκατομμυρίων χρηστών. Ο Νίκος βρέθηκε από το Σαν Φρανσίσκο στην Αθήνα για τον μεγάλο διαγωνισμό καινοτομίας Disrupt Greece, που «τρέχουν» Fortune, Industry Disruptors και Παπαστράτος, και μας μίλησε για την πορεία του μέχρι τώρα, τις επενδυτικές του προτιμήσεις, το Snapchat και για το πώς βλέπει το ελληνικό οικοσύστημα νεοφυούς επιχειρηματικότητας.

Από το ΕΜΠ, στο Cambridge, στο Stanford και πλέον σε ένα μεγάλο fund της Silicon Valley. Πώς μπήκες στον επενδυτικό κόσμο;

Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα προσχεδιάσει να ασχοληθώ με τον επενδυτικό χώρο. Όταν ήμουν στο Stanford, πριν από εννέα χρόνια, προσπάθησα να φτιάξω τη δική μου εταιρεία, αλλά, δυστυχώς, δεν τα κατάφερα. Όταν κατάλαβα ότι η startup μου δεν προχωρούσε, είχα μόλις έναν μήνα να αποφασίσω τι θα κάνω, αλλιώς θα έπρεπε να φύγω από τη χώρα. Ενώ ήμουν φοιτητής-επιχειρηματίας, συναντήθηκα με μια σειρά από Venture Capitals (VCs) και εμπνεύστηκα από την έκθεσή τους σε τόσους ταλαντούχους ιδρυτές και την κατανόηση πολλών επιχειρηματικών τομέων εκ μέρους τους. Συστήθηκα στην General Catalyst μέσω ενός κοινού φίλου από το Stanford, τη στιγμή που μόλις άνοιγαν ένα γραφείο στη Silicon Valley. Ήταν θέμα σωστού τάιμινγκ, το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο.

Πώς λειτουργεί ένα τέτοιο επενδυτικό όχημα;

Ο τρόπος που λειτουργούν τα VCs δεν έχει αλλάξει εδώ και 40 χρόνια. Στη δική μας περίπτωση «σηκώνουμε» χρήματα από μη κερδοσκοπικά ιδρύματα, και κυρίως πανεπιστήμια στις ΗΠΑ. Stanford, MIT, Princeton, Yale είναι μόνο μερικά από αυτά που έχουν επενδύσει χρήματα στην General Catalyst και σε ανταγωνιστές μας, με σκοπό να τους τα επιστρέψουμε σε διάστημα δέκα ετών πολλαπλάσια. Το δικό μας business model στηρίζεται στον περίφημο κανόνα «2 και 20». Δηλαδή, το 2% των χρημάτων το χρησιμοποιούμε για τους μισθούς μας και για τα έξοδα κίνησης για τα πρώτα πέντε χρόνια, ενώ κρατάμε το 20% των κερδών αφού επιστρέψουμε το κεφάλαιο. Η General Catalyst έχει καταφέρει να συγκεντρώσει περίπου 4 δισ. δολάρια σε οκτώ γύρους χρηματοδότησης τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια. Επενδύουμε μόνο σε information technology και σε internet services. Βασικό μας κριτήριο είναι οι επιχειρηματίες που στηρίζουμε να είναι τρομερά φιλόδοξοι, δηλαδή να θέλουν να φτιάξουν κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί ή να θέλουν να δημιουργήσουν τη μεγαλύτερη εταιρεία στον χώρο τους.

Νίκο, έχεις δηλώσει πως απολαμβάνεις να επενδύεις σε ιδέες που κάποιοι μπορεί να χαρακτηρίζουν «τρελές» ή «παράξενες». Εξήγησέ μας γιατί;

Προσωπικά μου αρέσει να επενδύω σε πιο αμφιλεγόμενες ιδέες. Είναι πολύ ενδιαφέρουσες για τον κόσμο και το πιο πιθανό είναι οι πελάτες τους να θέλουν να μιλήσουν γι’ αυτές. Οι πρώιμες startup δεν έχουν τους πόρους για να κάνουν μάρκετινγκ και δημόσιες σχέσεις, και άρα το να έχεις ένα αμφιλεγόμενο προϊόν σου εξασφαλίζει δωρεάν μάρκετινγκ.

Έπαιξε ρόλο αυτό στην απόφασή σας να επενδύσετε στο Snapchat; Πώς έγινε η γνωριμία με τον ιδρυτή τής εφαρμογής Evan Spiegel;

Με τον Evan η γνωριμία μας έγινε στο Stanford όταν ακόμη ήταν φοιτητής. Είχα ακούσει γι’ αυτόν από άλλους συμφοιτητές του, αλλά και από τους πρώτους χρήστες του Snapchat, και του έστειλα email. Mου απάντησε και κάπως έτσι γνωριστήκαμε. Η εφαρμογή είχε ήδη κάποιους χρήστες και η βασική του έννοια ήταν πώς θα έπειθε τον συνιδρυτή Bobby Murphy να παρατήσει τη δουλειά του και να ασχοληθεί full time με το Snapchat. Η εφαρμογή ξεκίνησε σαν ένα project στο πανεπιστήμιο πάνω στην ιδέα ανταλλαγής μηνυμάτων που θα σβήνονται από μόνα τους. Ο Evan ήθελε να κάνει την επικοινωνία μέσω μηνυμάτων όσο το δυνατόν πιο γρήγορη και πιο κοντά στην πραγματικότητα. Παράλληλα, τον κούραζε το πόσο αργές ήταν οι κάμερες εκείνη την εποχή. Ό,τι έγραψε στο προσωπικό του σημείωμα την ημέρα που η Snap μπήκε στο χρηματιστήριο ήταν ακριβώς ό,τι μου είχε πει πριν από πέντε χρόνια στην πρώτη μας συνάντηση.

Το Snapchat μπήκε στον Nasdaq και έφτασε την αξία του στα 18 δισ. δολάρια. Πώς αποτιμάτε σήμερα την επένδυσή σας στην εφαρμογή;

Σίγουρα αισθάνομαι πολύ τυχερός που επένδυσα στην ιδέα του Evan και του Bob. Σε όλες τις περιπτώσεις που οι εταιρείες έχουν καταφέρει να ξεχωρίσουν, οι επενδυτές σίγουρα έχουν κάποιον ρόλο, αλλά πρωταγωνιστές είναι οι ιδρυτές. Αυτοί κάνουν τη βασική δουλειά, εμείς απλά βοηθάμε. Δεν είμαστε εκείνοι που θα φτάσουμε την αξία μιας εταιρείας στα ύψη.

Τι είναι αυτό που τελικά που διαφοροποιεί μια πετυχημένη από μια αποτυχημένη startup;

Οι περισσότερες startups θα αποτύχουν. Αν κάποιος θέλει να βγάλει πολλά χρήματα, δεν του συνιστώ να κάνει μια startup ή να επενδύσει σ’ αυτή. Είναι κακή ιδέα. Για να πετύχεις, όμως, εξακολουθώ να πιστεύω ότι η χρονική συγκυρία παίζει τον σημαντικότερο ρόλο και, φυσικά, να σε θέλει η αγορά στην οποία απευθύνεσαι. Σημαντικό ρόλο παίζει, επίσης, η ομάδα και τα χαρακτηριστικά των ιδρυτών. Μου αρέσουν τα φιλόδοξα άτομα που μαθαίνουν γρήγορα, αλλά και οι ιδρυτές που είναι προσηλωμένοι στο να κάνουν την ιδέα τους πράξη, ειδικά αν το κάνουν για πρώτη φορά.

Πώς βλέπει το ελληνικό οικοσύστημα των startups;

Σήμερα υπάρχει πρόσβαση στην πληροφορία και δεν είναι ακατόρθωτο για κάποιον να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση. Για παράδειγμα, όταν τελείωσα το Πολυτεχνείο, πριν από δέκα χρόνια, δεν είχα ακούσει κανέναν στην Αθήνα να δουλεύει σε startup, να θέλει να δημιουργήσει τη δική του ή να επιδιώκει να προσελκύσει επενδυτικά κεφάλαια. Τώρα υπάρχουν αρκετά άτομα που ασχολούνται και εταιρείες που έχουν καταφέρει να «σηκώσουν» χρήματα από VCs στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος, αλλά πρέπει πολλά ακόμα να γίνουν. Είμαστε στην αρχή και χρειάζεται χρόνος. To μήνυμά μου προς επίδοξους επιχειρηματίες είναι να ακολουθήσουν το όνειρό τους μόνο αν είναι αρκετά σίγουροι ότι αυτό θέλουν να κάνουν. Στις startups δεν υπάρχει εύκολος δρόμος. Πρέπει να το τολμήσεις όχι επειδή είναι μόδα ή γιατί οι φίλοι σου το κάνουν, αλλά επειδή είσαι παθιασμένος με την ιδέα σου και πιστεύεις ότι κανένας άλλος δεν μπορεί να την υλοποιήσει καλύτερα. Αλλιώς, απλά μην το κάνεις.

Έχει και το οικοσύστημα των startups τη σκοτεινή του πλευρά;

Οι startups βασίζονται στο ανθρώπινο κεφάλαιο, και όπου υπάρχουν άνθρωποι υπάρχουν και ελαττώματα. Ειδικά στη startup σκηνή συναντάμε άτομα που παίρνουν ρίσκα και δεν είναι οι κατάλληλοι για μια mainstream δουλειά. Όσο μεγαλώνουν αυτές οι εταιρείες μεγαλώνει και η ευθύνη των ιδρυτών τους τόσο ως προς τους υπαλλήλους τους όσο και προς τους πελάτες και τους επενδυτές. Πρέπει να κάνουν τα πάντα σωστά. Από την πλευρά των επενδυτών, πρέπει να ρωτάμε πώς εξελίσσεται η ομάδα, τι πλάνο υπάρχει σε περίπτωση κρίσης, αν έχασε κάποιος τη δουλειά του. Ο ρόλος μας είναι συμβουλευτικός και ελεγκτικός· δεν «τρέχουμε» εμείς την εταιρεία.
Το άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.