Έτοιμο να επενδύσει 100 εκατ. ευρώ στην Ελλάδα το fund Aiglon SLP

Έτοιμο να επενδύσει 100 εκατ. ευρώ στην Ελλάδα το fund Aiglon SLP

Βασικός στόχος του επενδυτικού ταμείου με έδρα το Λουξεμβούργο είναι η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία.

 

Το ισχυρό ενδιαφέρον του για την πτωχευμένη Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία (ΕΝ.ΚΛΩ) και την πρόθεσή του να επενδύσει άμεσα, “αύριο κιόλας”, μέχρι και το ποσό των 100 εκατ. ευρώ στη Ελλάδα, κατέθεσε επίσημα στις αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών και σε κάθε άλλο αρμόδιο, το ελληνικών συμφερόντων επενδυτικό fund “Aiglon SLP“, με έδρα το Λουξεμβούργο. Αυτό υποστήριξε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο τελευταίος διευθύνων σύμβουλος της ΕΝ.ΚΛΩ, Γιάννης Μουσουλίδης, μέλος της ομάδας εργασίας που “τρέχει” το επιχειρησιακό σχέδιο για την επαναλειτουργία και την επάνοδο σε ανάπτυξη της πτωχευμένης βορειοελλαδικής επιχείρησης.

Σύμφωνα με τον κ. Μουσουλίδη, ο προαναφερόμενος επενδυτής κατέθεσε χθες το μεσημέρι την επίσημη πρόταση για την εξαγορά του υπολοίπου της πτωχευτικής περιουσίας της ΕΝ.ΚΛΩ, το οποίο αποτιμάται στα 25 εκατ. ευρώ, με βάση το επιχειρησιακό σχέδιο που έχει καταρτιστεί, αλλά και τις εκποιήσεις περιουσιακών της στοιχείων που έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Σύμφωνα δε με τον κ. Μουσουλίδη, η Aiglon SLP συνόδεψε την επίσημη πρότασή της και με εγγυητική επιστολή ύψους 100 εκατ. ευρώ, από μεγάλα ευρωπαϊκή τράπεζα.

Με βάση τον σχεδιασμό του fund, η ιδιοκτησία της νέας εταιρείας θα ανήκει κατά 80% στο επενδυτικό κεφάλαιο και κατά 20% στους πρώην εργαζομένους και οι μισθοί θα ξεκινούν από 751 ευρώ. Οι εργαζόμενοι επί τριετία δεν θα μπορούν να πουλήσουν μετοχές από το 20% που κατέχουν, ενώ οι προσλήψεις προσωπικού στη νεοσυσταθείσα εταιρεία θα πραγματοποιηθούν από τη διοίκησή της, με πρώτη επιλογή από αυτούς που συμμετέχουν στο σωματείο των εργαζομένων αξιοκρατικά και εφόσον πληρούν τα κριτήρια των θέσεων εργασίας που θα δημιουργηθούν. Υπενθυμίζοντας ότι ο επενδυτής και οι εργαζόμενοι υπέγραψαν μνημόνιο κατανόησης στις αρχές του Απρίλη, διασφαλίζοντας τα μισθολογικά και εργασιακά δικαιώματα, ο κ. Μουσουλίδης επισήμανε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι “εάν το αίτημα του επενδυτή, που κατατέθηκε χθες, δεν κριθεί ως τις 30/6/2017, ώστε να λειτουργήσουν μονάδες της ΕΝΚΛΩ από τις 30/9/2017, τότε πολύ φοβάμαι ότι ο επενδυτής θα φύγει και θα ζημιωθούν κυρίως η χώρα, αλλά και οι εργαζόμενοι”.

Με βάση το επιχειρησιακό σχέδιο που εκπόνησαν οι εργαζόμενοι και κατέθεσε με την επίσημή της πρόταση και η Aiglon SLP, πρόκειται να λειτουργήσουν τρεις εργοστασιακές μονάδες, οι δύο στην περιοχή της Ροδόπης και η μία στη Στενήμαχο (Νάουσα). Αρχικά προβλέπεται ότι θα απασχοληθούν 300 εργαζόμενοι, που στον τρίτο χρόνο θα ανέρχονται σε 500 και τον πέμπτο σε συνολικά 700 άτομα.

Παράλληλα με την επαναφορά των θέσεων εργασίας, εκτιμάται ότι δημιουργούνται ως και επτά δραστηριότητες όπως αυτές των μεταφορών, των μηχανολογικών εργασιών, των logistics, που σημαίνει ότι υπάρχει πολλαπλασιαστική εργασιακή δυναμική. Αναμένεται επίσης σημαντική τόνωση της τοπικής αγοράς.

Σύμφωνα με τον κ.Μουσουλίδη, είναι η πρώτη φορά που πρώην εργαζόμενοι συνέταξαν βιώσιμο σχέδιο για την επαναδραστηριοποίηση βιομηχανικών μονάδων εταιρείας που βρίσκεται σε πτώχευση. Ο ίδιος προσθέτει ότι με νομοθετική της ρύθμιση η ελληνική κυβέρνηση της χώρας είχε σταματήσει, για ένα εξάμηνο, τους πλειστηριασμούς περιουσιακών στοιχείων της ΕΝ.ΚΛΩ, προκειμένου να αξιολογηθεί το επιχειρησιακό σχέδιο και η διυπουργική επιτροπή που συστήθηκε, αποφάνθηκε τον Μαϊο του 2016 “ότι το σχέδιό μας βγαίνει και με το παραπάνω”, είπε χαρακτηριστικά.

Η ΕΝΚΛΩ έγινε γνωστή ως Ενωμένα Κλωστήρια του ομίλου Λαναρά και εν λειτουργία τα περιουσιακά της στοιχεία είχαν αποτιμηθεί στο ποσό των 153 εκατ. ευρώ, ενώ οι οφειλές της έφθασαν τα 340 εκατ. ευρώ.

Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1929 και τη δεκαετία 1992-2002 ήταν μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες στον τομέα της στην Ευρώπη με 17 εργοστάσια στην Ελλάδα και τέσσερις βαλκανικές χώρες, ενώ απασχολούσε 2.500 εργαζόμενους. Την τριετία 1999-2002 ήταν μεταξύ των πέντε κορυφαίων στον κόσμο, παράγοντας προϊόντα μεγάλων αθλητικών εταιρειών, όπως της Nike και της Adidas, ενώ είχε το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής για την ευρωπαϊκή αγορά της ιταλικής Benetton.