Γιατί τα αμερικανικά μουσεία δεν επιστρέφουν τα κλεμμένα έργα τέχνης από τους Ναζί;

Γιατί τα αμερικανικά μουσεία δεν επιστρέφουν τα κλεμμένα έργα τέχνης από τους Ναζί;

Στα μουσεία των ΗΠΑ υπάρχουν έργα τέχνης με κενά προέλευσης από τη ναζιστική εποχή, σηματοδοτώντας την ανάγκη για συνεχή έρευνα για τους νόμιμους ιδιοκτήτες.

Η τελευταία ταινία της Έλεν Μίρεν, Woman in Gold, αφηγείται μια αληθινή ιστορία μιας καλλιτεχνικής μάχης.

Η Μίρεν υποδύεται την Μαρία Άλτμαν, πολιτογραφημένη πολίτη των ΗΠΑ που μηνύει την αυστριακή κυβέρνηση για να ανακτήσει ένα χρυσό πορτρέτο της θείας της, Αντέλ Μπλοχ-Μπάουερ, ζωγραφισμένο από τον βιεννέζο ζωγράφο αρ νουβό Γκούσταβ Κλιμτ, που είχε κλαπεί από το σπίτι της οικογένειάς της από τους Ναζί.

Η αυστριακή κυβέρνηση πίστευε ότι ο πίνακας είχε παραχωρηθεί στο κράτος το 1925 στη διαθήκη της Αντέλ Μπλοχ-Μπάουερ. Για το λόγο αυτό, υποστήριξε ότι δεν είχε υποχρέωση να τον επιστρέψει – όπως έγινε με άλλα έργα που έπεσαν θύματα κλοπής από τους Ναζί ή τους κληρονόμους τους.

Ωστόσο, το 1998 ο αυστριακός δημοσιογράφος Ούμπερτ Κζέρνιν ανακάλυψε έγγραφα στα αυστριακά αρχεία που έδειχναν ότι ο σύζυγος της Αντέλ, Φέρντιναντ, ήταν ο νόμιμος ιδιοκτήτης, όταν οι Ναζί κατέσχεσαν τη συλλογή το 1938.

Ο Φέρντιναντ είχε πεθάνει σχεδόν αδέκαρος στη Ζυρίχη το 1945, αφήνοντας όλα τα περιουσιακά του στοιχεία στην ανιψιά του Μαρία Άλτμαν, τον αδελφό και την αδελφή της.

Τα ευρήματα του Κζέρνιν ενίσχυσαν τις αξιώσεις της Άλτμαν για τον πίνακα καθώς και για άλλα τέσσερα έργα ζωγραφικής του Κλιμτ που εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην κατοχή της αυστριακής κυβέρνησης.

Τελικά, η Άλτμαν αποφάσισε να υποβάλει αγωγή σε δικαστήριο των ΗΠΑ επικαλούμενη το νόμο περί Ασυλίας Εθνικής Κυριαρχίας. Ο νόμος προβλέπει εξαιρέσεις από την ασυλία όταν μια χώρα παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και εξαιτίας αυτού διακυβεύονται εμπορικά συμφέροντα των ΗΠΑ.

Η υπόθεση έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε υπέρ της Άλτμαν το 2004.

Αντί να αντιμετωπίσει μια παρατεταμένη νομική διαμάχη, η κυβέρνηση της Αυστρίας προσφέρθηκε να εκδικάσει την υπόθεση μέσω μιας επιτροπής διαιτησίας από αυστριακούς εμπειρογνώμονες. Η επιτροπή βρήκε ότι ο πίνακας ανήκε στην Άλτμαν.

Η Άλτμαν πούλησε τελικά το πορτρέτο στον μεγιστάνα Ρόναλντ Λόντερ στο ποσό-ρεκόρ την εποχή εκείνη των 135 εκατομμυρίων δολαρίων.

Οι λάτρεις της τέχνης στην Αμερική θα πρέπει να αναρωτηθούν κατά πόσον θα μπορούσαν να γίνουν περισσότερα πράγματα για να διασφαλιστεί ότι τα μουσεία των ΗΠΑ δεν έχουν στην κατοχή τους έργα τέχνης που είχαν λεηλατηθεί από τους Ναζί.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάποια μουσεία των ΗΠΑ εμπλούτισαν τις συλλογές τους με την αγορά έργων τέχνης ή την αποδοχή δωρεών, χωρίς να ερευνήσουν την ιστορία του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των αντικειμένων στη ναζιστική εποχή.

Στο Μανχάταν, σε κοντινή απόσταση από την Neue Galerie, όπου βρίσκεται πλέον το πορτραίτο της Αντέλ Μπλοχ-Μπάουερ, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (ΜοΜΑ) κατέχει μια από τις μεγαλύτερες συλλογές σύγχρονης τέχνης στον κόσμο.

Όμως, σύμφωνα με τον ιστορικό Τζόναθαν Πετρόπουλος, συγγραφέα του The Faustian Bargain: The Art World in Nazi Germany, ο ιδρυτικός διευθυντής του μουσείου, Άλφρεντ Μπαρ, απέκτησε έργα τέχνης που είχαν κατασχεθεί ή κλαπεί από το Τρίτο Ράιχ.

Και το MoMa υπερασπίστηκε πρόσφατα την κυριότητα τριών έργων ζωγραφικής του Γερμανού καλλιτέχνη Τζορτζ Γκροτς που είχαν αγοραστεί από το ΜοΜΑ το 1952 από τον Κουρτ Βάλεντιν, έναν έμπορο τέχνης στη Νέα Υόρκη, ο οποίος είχε εισάγει έργα τέχνης από τη ναζιστική Γερμανία στις ΗΠΑ.

Το 2009, οι κληρονόμοι του καλλιτέχνη κατέθεσαν μήνυση ζητώντας την επιστροφή του έργου στο Περιφερειακό Δικαστήριο των ΗΠΑ, το οποίο διαπίστωσε ότι λόγω παραγραφής είχε ακυρωθεί το αίτημα των κληρονόμων, απόφαση που επικυρώθηκε κατ’ αναίρεση το 2010.

Το MoMA κέρδισε τη νομική μάχη, αλλά οι ηθικές επιπτώσεις είναι λιγότερο σαφείς.