Η «μάταιη» αναζήτηση πολιτικής λύσης στο ελληνικό πρόβλημα

Η «μάταιη» αναζήτηση πολιτικής λύσης στο ελληνικό πρόβλημα

Ενώ η κυβέρνηση διαμηνύει σε όλους τους τόνους ότι αναζητά πολιτικές πρωτοβουλίες, τα μηνύματα από το εξωτερικό εξακολουθούν να είναι αντίθετα.

Του Βασίλη Σαμούρκα*

Βρυξέλλες, 11 Μαΐου 2015. Ένα ακόμη «κρίσιμο Eurogroup» για την Ελλάδα έχει μόλις ολοκληρωθεί. Η σύντομη ανακοίνωση των υπουργών Εξωτερικών της ευρωζώνης λέει χαρακτηριστικά: «Το Eurogroup επαναλαμβάνει ότι η δήλωση της 20ης Φεβρουαρίου παραμένει η βάση των διαπραγματεύσεων. Όταν οι θεσμοί καταλήξουν σε συμφωνία ολοκλήρωσης της αξιολόγησης σε επίπεδο στελεχών, το Eurogroup θα αποφασίσει για πιθανή αποδέσμευση των χρημάτων τα οποία προβλέπει η παρούσα συμφωνία».

Το μήνυμα εκείνης της συνεδρίασης ήταν σαφές. Δεν πρόκειται να υπάρξει χώρος για πολιτικές πρωτοβουλίες –ή καλύτερα πρωτοβουλίες των εκλεγμένων πολιτικών- για να δοθεί λύση στο ελληνικό ζήτημα. Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει σε επίπεδο τεχνοκρατών. Δηλαδή, αυτό που δεν επιθυμεί η ελληνική πλευρά.

Έκτοτε, οι κινήσεις του Αλέξη Τσίπρα, του Γιάννη Βαρουφάκη και του Ευκλείδη Τσακαλώτου στο ευρωπαϊκό «ταμπλό», μετά και το επεισοδιακό σε επίπεδο εντυπώσεων Eurogroup της Ρίγας, προσπάθησαν να επαναφέρουν τη χαμένη πολιτική εμπιστοσύνη της Ευρώπης στο πρόσωπο της ελληνικής κυβέρνησης. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρούσαν οι συνεντεύξεις Ευρωπαίων αξιωματούχων και παραγόντων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων τις ημέρες που ακολούθησαν τη Ρίγα.

Ένα Eurogroup μετά, και με τη Σύνοδο Κορυφής να πραγματοποιείται ξανά στην πρωτεύουσα της Λετονίας, τα περιθώρια της πολιτικής διαπραγμάτευσης μοιάζουν να (ξανα)τελειώνουν πριν καν (ξανα)αρχίσουν. Πολιτικές πρωτοβουλίες πέρα από τις καθιερωμένες ή έκτακτες διμερείς επαφές, στη βάση που η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει, δεν πρόκειται ούτε να παρθούν μήτε να πραγματοποιηθούν. Τα τεχνικά κλιμάκια –οι «τεχνοκράτες όπως συνηθίζουμε να λέμε- είναι εκείνοι που κρατούν στα χέρια τους το μέλλον της συμφωνίας με τους δανειστές.

Οι ομιλίες του Αλέξη Τσίπρα στο συνέδριο του Economist και στη γενική συνέλευση του ΣΕΒ επιχείρησαν να επαναφέρουν τον πυρήνα της διαπραγμάτευσης στην πολιτική του διάσταση. Όμως οι απαντήσεις που ήρθαν από την Κομισιόν, το ΔΝΤ, το Eurogroup και τη Γερμανία, επέστρεψαν την πρόταση από εκεί που ήρθε. Άλλωστε ακόμη και η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου θεωρήθηκε από πλευράς δανειστών ως μια επιβεβαίωση της συνέχειας του γνωστού ελληνικού προγράμματος. Ακόμη κι αν η ελληνική πλευρά θέλησε να δώσει διαφορετική ερμηνεία στο τότε ανακοινωθέν – με την παραδοχή Τσίπρα για μια κατά κάποιον τρόπο «αμέλεια» της ελληνικής πλευράς να ζητήσει γραπτή δέσμευση όλων όσων συμφωνήθηκαν προφορικά, να αποδεικνύει εμμέσως του λόγου το αληθές.

Πλέον τα πράγματα παραμένουν εκεί που οι τρεις «θεσμοί» επιθυμούν. Στο τραπέζι των τεχνοκρατών. Από εκεί βγήκαν τα πρόσφατα θετικά μηνύματα για βελτίωση της συνεννόησης μεταξύ των δύο πλευρών, από εκεί βγαίνουν και τα έντονα παράπονα για αδυναμία πρόσβασης σε σημαντικά στοιχεία που αφορούν τα επί μέρους ελληνικά υπουργεία.

Σήμερα, και με τις δηλώσεις των Ευρωπαίων αξιωματούχων και του ΔΝΤ να περιορίζονται σε συγκρατημένα αισιόδοξες προβλέψεις για λύση έστω και στις πρώτες μέρες του Ιουνίου, γίνεται πλέον κουβέντα για πραγματικά ζητήματα όπως είναι αυτά του ΦΠΑ, του ασφαλιστικού και κατ’ επέκταση των δημοσιονομικών.

Ο Γιάνης Βαρουφάκης δήλωσε σε συνέντευξή του τη Δευτέρα πως ό,τι κι αν πέσει στο τραπέζι ως τελική πρόταση, δεν θα παραβλέψει το πάγιο αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για οριστική(;) διευθέτηση του χρέους. Κάτι που σημαίνει ότι και αυτό το ζήτημα βρίσκεται υπό συζήτηση – όσο κι αν η γερμανική πλευρά δείχνει να το προσπερνά μάλλον αβίαστα. Αυτή η «συνολική λύση», όπως την ονομάζει ο Έλληνας ΥΠΟΙΚ, τοποθετείται στο άμεσο θερινό μέλλον κι όχι στο φθινόπωρο. Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση προσπαθεί με αυτόν τον τρόπο να επικοινωνήσει τη διάθεσή της να τελειώνει με το θέμα μια και καλή πριν τον Ιούλιο.

Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν αυτή η επιδίωξη της Ελλάδας είναι εφικτή. Σε όλες τις αναφορές και τις πολύ συχνές δημόσιες εμφανίσεις του Γιάνη Βαρουφάκη και του Αλέξη Τσίπρα, απάντηση δεν έχει δοθεί. Ούτε από τους ίδιους ούτε από το εξωτερικό. Μόνον κάποιες αναφορές για κατ’ ιδίαν συζητήσεις σε πολύ καλό κλίμα και τίποτε παραπάνω.

Σαφώς και οι δανειστές –κι ιδιαίτερα το ΔΝΤ- δείχνουν ενδιαφέρον για το ζήτημα του ελληνικού χρέους. Κι ακόμη σαφέστερα, κάποιοι από αυτούς δεν το θεωρούν βιώσιμο. Άλλο όμως να ζητούμε οριστική πολιτική λύση σε κάτι το οποίο η απέναντι πλευρά λογαριάζει με όρους τεχνοκρατικούς, κι άλλο να μην υπάρχει ο χώρος για μια σύνθετη διαπραγμάτευση με διαφάνεια κι ευελιξία.

Υποτίθεται ότι το τελευταίο λύθηκε έπειτα από τις 11 Μαΐου. Το αναγνώρισαν, μάλιστα, και εκείνο το Eurogroup αλλά και το απόρρητο έγγραφο του ΔΝΤ που είδε το φως της δημοσιότητας στις 16 του ίδιου μήνα. Το μόνο που απομένει είναι να ξεκαθαρίσει η ελληνική κυβέρνηση μέχρι πού είναι αποφασισμένη να φτάσει τα όρια της πολιτικής διαπραγμάτευσης και πόσο ακόμη χρόνο χρειάζεται για να πείσει τους δανειστές, αλλά και την κοινή γνώμη, ότι τα όρια της πολιτικής και των τεχνοκρατικών διαδικασιών είναι πολλές φορές πολύ πιο κοντά από ό,τι νομίζουμε. Όσο κι αν αυτό πληγώνει τον πόλεμο εντυπώσεων που επιχειρούν και οι δύο πλευρές να κερδίσουν, προτού καν φανταστούμε πώς θα είναι αυτή η πολυπόθητη λύση. Με νέο δάνειο και Μνημόνιο ή με νέο Μνημόνιο χωρίς δάνειο; Διότι η πρόσφατη ιστορία μας έχει διδάξει ότι είναι μάλλον αδύνατο να γίνει κάτι άλλο, εκτός από αυτά τα δύο.

*Ο Βασίλης Σαμούρκας είναι αρχισυντάκτης του FortuneGreece.com