Ιδιωτική ασφάλιση για καλύτερη σύνταξη;

Ιδιωτική ασφάλιση για καλύτερη σύνταξη;

Η εφαρμογή της βασικής σύνταξης των 360 ευρώ από το 2015 επιβάλλει την αναβάθμιση του ρόλου της ιδιωτικής ασφάλισης στις συντάξεις και την υγεία.

Της Ευγενίας Τζώρτζη

Προϋποθέσεις για την αύξηση της αποταμίευσης είναι  η ευημερία και η διαρκής αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Αυτή τη γενική παραδοχή, που ήταν και ο κυρίαρχος τρόπος σκέψης στη χώρα μας, επιχειρεί να αντιστρέψει ο κόσμος της ασφαλιστικής αγοράς, που βλέπει σε περιβάλλον κρίσης τη δική του ευκαιρία για ανάπτυξη.

Η ανάπτυξη της αγοράς περνά μέσα από την ανακοπή της ύφεσης και τη σταθεροποίηση της οικονομίας, αλλά όχι μόνο.
Η ωρίμανση των συνθηκών συνεπάγεται την αναγνώριση ότι η δαπάνη για την ασφαλιστική κάλυψη θα πρέπει να ενταχθεί στον μηνιαίο προγραμματισμό των νοικοκυριών. Επιχειρώντας μια διαφορετική προσέγγιση, ο πρόεδρος της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος και διευθύνων σύμβουλος της Eurolife ERB Ασφαλιστικής, Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου, επισημαίνει ότι το ασφαλιστικό προϊόν «δεν είναι ένα προϊόν πολυτελείας, αλλά ένα βασικό εργαλείο διαχείρισης οικονομικού κινδύνου και μεταφοράς του ρίσκου από τον έναν στους πολλούς».

O συσχετισμός ενίσχυσης της αποταμίευσης σε ένα δύσκολο οικονομικό περιβάλλον δείχνει παράδοξος. Όπως όμως υποστηρίζουν παράγοντες του κλάδου, είναι ερμηνεύσιμος και, κυρίως, νομοτελειακός. Σε περιβάλλον κρίσης, η αξία του είναι ακόμη μεγαλύτερη, επιμένει ο Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου. «Ο Έλληνας στην κρίση είναι εκτεθειμένος απέναντι στους κινδύνους: είναι ανασφάλιστος, έχει υποστεί μείωση των εισοδημάτων του, δηλαδή δεν έχει τα κεφάλαια για να καλύψει την ενδεχόμενη ζημιά, ενώ το κράτος δεν έχει τα μέσα για να τον στηρίξει στον βαθμό που το έκανε μέχρι σήμερα».

Έπειτα από έξι χρόνια μείωσης των εργασιών του κλάδου ζωής, ο ασφαλιστικός κλάδος, που δέχθηκε καίριο πλήγμα από τη μείωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών, επιμένει στην αντιστροφή της κατάστασης. Μάλιστα, όπως υποστηρίζουν οι φορείς του, οι συνθήκες έχουν πλέον ωριμάσει. Οι παράγοντες που συνηγορούν υπέρ της ανάπτυξης του κλάδου είναι ουσιώδεις και για πρώτη ίσως φορά συντρέχουν παράλληλα.

Ο βασικότερος έχει να κάνει με τις ραγδαίες αλλαγές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, με τη μεγάλη μεταρρύθμιση που ξεκίνησε το 2010 στις κύριες συντάξεις, συμπληρώθηκε με τις αλλαγές στις επικουρικές και έπεται συνέχεια. Όχημα σε αυτή τη διαδικασία είναι η σταδιακή μετάβαση από το αναδιανεμητικό σύστημα ασφάλισης στο κεφαλαιοποιητικό. Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση ενεργοποιείται από το 2015 και η σταδιακή συνειδητοποίηση των αλλαγών αποτελεί το ισχυρότερο επιχείρημα για την αναγνώριση του συμπληρωματικού ρόλου της ιδιωτικής ασφάλισης.

Ο δεύτερος και εξίσου ουσιαστικός ρόλος έχει να κάνει με τη μεταβολή της φιλοσοφίας σε ό,τι αφορά την αποταμίευση. Καθώς η ελληνική κοινωνία απομακρύνεται από το βασικότερο οχυρό της επενδυτικής συνήθειας, το οποίο δεν ήταν άλλο από την επένδυση στην ακίνητη περιουσία, η ανάγκη για την ανάκτηση του χαμένου εδάφους παραμένει ισχυρή όσο ποτέ. Η φορολόγηση, για πρώτη φορά, ακόμη και της μικρής ακίνητης περιουσίας, καθώς και η ανησυχία για το μέλλον των καταθέσεων στο περιβάλλον της ενιαίας τραπεζικής αγοράς, δημιουργούν τις αναγκαίες συνθήκες για τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος του μέσου ελληνικού νοικοκυριού σε νέες λύσεις αποταμίευσης.

Ο αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Metlife Alico Δημήτρης Μαζαράκης εξηγεί ότι «στο παρελθόν το ενοίκιο από μια γκαρσονιέρα, οι τόκοι από ένα ομόλογο ή μία κατάθεση σε συνδυασμό με τη σύνταξη του ΙΚΑ αποτελούσαν ικανοποιητικές λύσεις. Ωστόσο, σήμερα η αγορά μιας σύνταξης (annuity) από μια αξιόπιστη ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία έχει αποδειχθεί η καλύτερη επιλογή για την εξασφάλιση ενός μηνιαίου σταθερού εισοδήματος κατά τη συνταξιοδότηση».

Η ανάγκη ενίσχυσης της χρηματοοικονομικής παιδείας της ελληνικής κοινωνίας σε θέματα συντάξεων, υπογραμμίζει ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Allianz Ελλάδος Πέτρος Παπανικολάου, «αποτελεί τη βασικότερη προϋπόθεση αποδοχής και ένταξης των πολιτών της χώρας μας σε ασφαλίσεις δεύτερου και τρίτου πυλώνα. Η Ελλάδα μετακινείται από μια νοοτροπία στην οποία ο βασικός πάροχος σύνταξης ήταν τα κρατικά ταμεία σε μία νέα αντίληψη όπου η σύνταξη και η υποχρεωτική αποταμίευση που τη συνοδεύει είναι υπόθεση κάθε υπεύθυνου πολίτη, ο οποίος, εντέλει, καλείται να πάρει τη τύχη του και την πρόνοια για σύνταξη στα δικά του χέρια».

Ο ανασχεδιασμός του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης
Στο πλαίσιο των αλλαγών που έχουν δρομολογηθεί για την κύρια σύνταξη, η δέσμευση του κράτους περιορίζεται στην καταβολή ενός βασικού ποσού, που έχει προσδιορισθεί στα 360 ευρώ και θα αποτελεί τη συνταξιοδοτική βάση για όσους θεμελιώσουν δικαίωμα από την 1η Ιανουαρίου 2015, καθώς και για όσους συμπληρώνουν το ανώτατο ηλικιακό όριο των 67 ετών, ακόμη και αν δεν πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. Ο ανασχεδιασμός του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης προβλέπει ότι τη βασική σύνταξη θα ακολουθεί το αναλογικό ή ανταποδοτικό τμήμα της, το οποίο θα είναι συνδεδεμένο με τις εισφορές που έχουν καταβληθεί καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου. Το τρίπτυχο θα κλείνει με τη δυνατότητα συμπληρωματικών παροχών μέσα από τον δεύτερο πυλώνα ασφάλισης, δηλαδή την ανάπτυξη του θεσμού των επαγγελματικών ταμείων ανά επιχείρηση, κλάδο ή επάγγελμα.

Σε ό,τι αφορά τις επικουρικές συντάξεις, ο νέος κανονισμός του ΕΤΕΑ, του φορέα στον οποίο έχει ενσωματωθεί η πλειονότητα των παλιών ταμείων και ΝΠΔΔ, παραπέμπει στη σταδιακή μετάβαση από ένα αμιγώς διανεμητικό σύστημα σε ένα οιονεί κεφαλαιοποιητικό, σηματοδοτώντας και την περικοπή των επικουρικών συντάξεων σε ποσοστό που μπορεί να φτάσει έως και το 45%. Σύμφωνα με τον κανονισμό του ταμείου, που τέθηκε ήδη σε ισχύ από την αρχή του χρόνου, οι συντάξεις των νυν συνταξιούχων θα χρηματοδοτούνται από τις καταβαλλόμενες εισφορές των νυν εργαζομένων και εργοδοτών.

Το ύψος των εισφορών θα είναι προκαθορισμένο ως ποσοστό επί των συντάξιμων αποδοχών και θα κεφαλαιοποιείται βάσει ενός συντελεστή, ο οποίος δεν θα εξαρτάται μόνο από το ποσό που κατέβαλε ο εργαζόμενος και ο εργοδότης του για την επικουρική σύνταξη του συγκεκριμένου ασφαλισμένου, αλλά και από τη μεταβολή του συνόλου των συντάξιμων αποδοχών όλων των ασφαλισμένων κάθε έτους.

Έτσι, το ποσό της σύνταξης θα αντιστοιχεί στη συσσωρευμένη αξία των εισφορών που καταβλήθηκαν και θα είναι ίση, στον ίδιο χρόνο, με τις μελλοντικές καταβολές της σύνταξης. Ωστόσο, αυτή η ισοδυναμία θα υπολογίζεται βάσει μαθηματικού τύπου, στον οποίο, εκτός από τις συσσωρευμένες εισφορές, την ηλικία, τα δημογραφικά στοιχεία και το φύλο του εκάστοτε ασφαλισμένου που συνταξιοδοτείται, θα περιλαμβάνεται και ο συντελεστής βιωσιμότητας του ταμείου.

Ενδεικτικό των αλλαγών που συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια, αναλύει ο Πέτρος Παπανικολάου, είναι το γεγονός ότι «το ποσοστό αντικατάστασης του τελικού μισθού ανερχόταν πριν από τις μεταρρυθμίσεις σε 96%, ενώ σήμερα με ορίζοντα το 2020 εκτιμάται ότι θα διαμορφώνεται στο 60%».

Το εξαιρετικά ευάλωτο κρατικό σύστημα ασφάλισης
Παρά τη γενναία μεταρρύθμιση που προηγήθηκε στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, αρκετοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι αλλαγές δεν έχουν ολοκληρωθεί. Η άνοδος της ανεργίας και η συνακόλουθη μείωση των εισφορών κάνουν το κρατικό σύστημα ασφάλισης εξαιρετικά ευάλωτο στις συνθήκες της οικονομίας, προμηνύοντας νέες περικοπές και διορθώσεις σε επιμέρους τομείς. Εάν σε αυτά τα δεδομένα προστεθούν και οι αντικειμενικοί παράγοντες, όπως η αύξηση του προσδόκιμου όρου ζωής, οι περαιτέρω αλλαγές θεωρούνται νομοτελειακές και αναπόφευκτες.

Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Σαρρηγεωργίου, «τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι το προσδόκιμο όριο ζωής ήταν το 1970 τα 72 έτη, ενώ η μέση ηλικία συνταξιοδότησης περίπου τα 67 έτη. Δηλαδή, η πολιτεία έπρεπε να χρηματοδοτήσει πέντε συντάξιμα χρόνια. Το 2011, με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής και τη μείωση της μέσης ηλικίας συνταξιοδότησης, έχουμε να χρηματοδοτήσουμε υπερπολλαπλάσια συντάξιμα χρόνια, για την ακρίβεια δεκαεπτά, αντί για πέντε, από έναν οικονομικά ασθενέστερο (λόγω κρίσης) και αριθμητικά μικρότερο (λόγω ανεργίας και αναστροφής της δημογραφικής πυραμίδας) πληθυσμό. Ταυτόχρονα, το επίπεδο ζωής που περιμένει να έχει αυτός που θα βγει στη σύνταξη είναι σίγουρα σημαντικά υψηλότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν».

Αντίστοιχα δυσοίωνες είναι οι δημογραφικές εξελίξεις με την επιδείνωση του δείκτη ηλικιακής εξάρτησης, που εκτιμάται ότι θα αυξηθεί σημαντικά μέχρι το 2050, φθάνοντας το 59%. Με άλλα λόγια, σε κάθε συνταξιούχο άνω των 65 θα αντιστοιχούν 1,7 ενεργοί πολίτες.

Ο Δημήτρης Μαζαράκης υποστηρίζει ότι «η δραματική εξέλιξη στα δημογραφικά της χώρας θα έχει ως αποτέλεσμα μια συνεχώς αυξανόμενη πίεση στην οικονομική βιωσιμότητα του κοινωνικού συστήματος ασφάλισης, όπως είναι σήμερα δομημένο, δημιουργώντας ταυτόχρονα περαιτέρω επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό, στη διαχείριση του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους».

Αυτό θα συμβεί γιατί, ανεξαρτήτως των οικονομικών συνθηκών, θα αυξηθεί το προσδόκιμο ζωής, το οποίο από τα 79 χρόνια για τους άνδρες και 83 για τις γυναίκες, που ήταν το 2011, το 2050 θα είναι 85 χρόνια για τους άνδρες και 91 για τις γυναίκες.
«Η ταχύτατη, σε σύγκριση με άλλες χώρες, αντιστροφή της ηλικιακής πυραμίδας που συντελείται στη χώρα μας καθιστά την εισαγωγή ενός κεφαλαιοποιητικού πυλώνα απαραίτητη προϋπόθεση για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος», σημειώνει ο πρόεδρος του Δ.Σ. της Εθνικής Ασφαλιστικής και γενικός διευθυντής Εταιρικής Τραπεζικής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Δημήτρης Δημόπουλος. Ο βασικός λόγος, εξηγεί, έχει να κάνει με το γεγονός ότι «ο κεφαλαιοποιητικός πυλώνας εισάγει έναν πρόσθετο παράγοντα χρηματοδότησης στο σύστημα, τα έσοδα επενδύσεων, μειώνοντας τον βαθμό εξάρτησής του από τις εισφορές και ενισχύοντας την ευστάθειά του».

Ο Δημήτρης Μαζαράκης επισημαίνει ότι «δεν υπάρχει το τέλειο σύστημα, που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε όλες τις χώρες. Κάθε χώρα έχει καθιερωμένες παραγωγικές δομές για την επιδίωξη των στόχων της. Οι οικονομικές δυσκολίες επηρεάζουν τις δυνατότητες μεταρρυθμίσεων και οι πολιτικές διεργασίες επηρεάζουν αυτό που είναι πολιτικά εφικτό. Σε κάθε περίπτωση, η τάση που παρατηρείται είναι η μετάβαση από συστήματα pay as you go σε συστήματα πολλαπλών πυλώνων με χρηματοδότηση».

 

Πώς θα χρηματοδοτηθεί ο δεύτερος πυλώνας ασφάλισης
Η κατάσταση στη χώρα μας σε ό,τι αφορά τις αντοχές των συστημάτων ασφάλισης καθίσταται ακόμη πιο πολύπλοκη, καθώς ήδη στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων η κυβέρνηση αποφάσισε την εφάπαξ μείωση των εργοδοτικών εισφορών κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες εντός του 2014. Στόχος η μείωση του μισθολογικού κόστους, προκειμένου να ενισχυθεί η ικανότητα των επιχειρήσεων για νέες προσλήψεις.

Στον διάλογο, ωστόσο, που αναπτύσσεται για την ανάγκη μείωσης των εργοδοτικών εισφορών προς όφελος της ανάπτυξης, υπάρχουν και εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η περικοπή θα αποδυναμώσει περαιτέρω τις αντοχές του συστήματος, δυσχεραίνοντας την ικανότητά του να ανταποκριθεί στις μελλοντικές υποχρεώσεις συνταξιοδότησης. Το γεγονός πως οι εισφορές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας αποτελούν τις υψηλότερες παγκοσμίως, φθάνοντας έως και το 45% των αποδοχών των εργαζομένων, συνηγορεί υπέρ της άποψης για την ανάγκη περιορισμού τους. Την ίδια στιγμή, αναπάντητο μένει το ερώτημα για το πού θα βρεθούν πόροι για τη χρηματοδότηση του δεύτερου πυλώνα ασφάλισης.

Σύμφωνα με την άποψη των ειδικών, αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη μεταβίβαση πόρων από το υπάρχον σύστημα στο νέο. Η ενίσχυση του δεύτερου πυλώνα ασφάλισης δρομολογείται ήδη από την κυβέρνηση, στο πλαίσιο της προσπάθειας δημιουργίας συμπληρωματικών σχημάτων παροχής σύνταξης στους μελλοντικούς ασφαλισμένους , ενώ το όλο εγχείρημα συνεπικουρεί η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).

Η ενίσχυση του δεύτερου πυλώνα θα βοηθήσει την οικονομία συνολικά, επιμένει ο Δημήτρης Δημόπουλος. «Στις χώρες όπου έχει αναπτυχθεί κεφαλαιοποιητικός πυλώνας ασφάλισης, οι εισφορές των ενεργών εργαζομένων επενδύονται ώστε να δημιουργήσουν σταδιακά ένα κεφάλαιο που επαρκεί για να διασφαλίσει την προβλεπόμενη σύνταξη. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται σημαντικότατο κεφαλαίο υπό διαχείριση, το οποίο κατά το μεγαλύτερο μέρος του επενδύεται μέσα στις χώρες αυτές, δίδοντας βάθος στις αγορές κεφαλαίου και χρηματοδοτώντας την ανάπτυξή τους».

Η μελέτη της διεθνούς πείρας, σημειώνει ο Δημήτρης Μαζαράκης, «μας δίνει σημαντική γνώση μέσα από δοκιμασμένα μοντέλα συνταξιοδοτικών σχημάτων του δεύτερου πυλώνα, έτσι ώστε μέσα από μια διεργασία προσαρμογών και τροποποιήσεων να καταλήξουμε σε αυτό που ανταποκρίνεται καλύτερα στα δεδομένα μας». Σύμφωνα με την πρώτη καταγραφή που έχει ήδη γίνει από διεθνή οίκο, τα μοντέλα που καταγράφονται ανά την υφήλιο παρουσιάζουν διαφορές, με βασικότερη τον βαθμό υποχρεωτικής ένταξης, από τον οποίο εξαρτάται η επιτυχία τους.

Ο Πέτρος Παπανικολάου υπογραμμίζει τη σημασία της «υποχρεωτικότητας ενός τέτοιου συστήματος, το οποίο με διαφάνεια και λογική ατομικών λογαριασμών διαχείρισης της παροχής θα δώσει στον Έλληνα πολίτη τα εχέγγυα που απαιτούνται, προκειμένου να γνωρίζει ποια είναι η δική του εισφορά στον συνταξιοδοτικό του λογαριασμό και πώς αυτή ενισχύεται προϊόντος του χρόνου, όπως συμβαίνει σε όλες τις ώριμες συνταξιοδοτικά κοινωνίες».

Η ίδια η εμπειρία, άλλωστε, επιβεβαιώνει ότι όσο περισσότεροι εντάσσονται στο σύστημα, τόσο αυξάνεται η βιωσιμότητα του ταμείου, εξασφαλίζοντας χαμηλότερα κόστη διαχείρισης και αποτελεσματικότερες επιλογές κατανομής των επενδύσεων. Από τη μεριά του, ο Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου σημειώνει το γεγονός ότι «η ελληνική ασφαλιστική αγορά διαθέτει κεφαλαιακή επάρκεια, τεχνογνωσία, αυστηρό θεσμικό πλαίσιο και εποπτεία μέσω της ΤτΕ, προκειμένου να αναλάβει αναβαθμισμένο ρόλο σε ένα διευρυμένο σύστημα ασφάλισης».

Αντίστοιχα, σε όλες τις χώρες ανάπτυξης του θεσμού η παροχή κινήτρων, κυρίως φορολογικών, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση, ενώ δεν λείπουν και οι περιπτώσεις στις οποίες το κράτος συμμετέχει αναλαμβάνοντας ένα μέρος του κόστους, αφού, όπως εξηγεί ο Πέτρος Παπανικολάου, «θα ήταν οξύμωρο σε μία περίοδο σοβαρών περικοπών στο εισόδημα των Ελλήνων να περιμένει το κράτος από τους ίδιους τους πολίτες να βρουν τα ψυχικά και οικονομικά αποθέματα να χρηματοδοτήσουν ένα επαγγελματικό ταμείο σύνταξης χωρίς το παραμικρό φορολογικό κίνητρο».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Τουρκία, στην οποία ο θεσμός αναπτύσσεται σε εθελοντική βάση και το κράτος καταβάλλει το 25% των εισφορών του ασφαλισμένου ως πριμοδότηση. Εκτός από τον εργαζόμενο, βασικός πόλος είναι ο εργοδότης, που αναλαμβάνει ποσοστό των εισφορών, το οποίο όμως ποικίλλει. Μεταξύ των χωρών με τις περισσότερες εισφορές από την πλευρά των εργοδοτών είναι η Αυστραλία, η οποία ανέπτυξε το σύστημα από το 1980, ξεκινώντας από ένα χαμηλό επίπεδο εισφορών της τάξης του 3%, για να φτάσει σήμερα στο 12%.

Η μετάβαση από το αναδιανεμητικό σύστημα ασφάλισης στο κεφαλαιοποιητικό
Αυτό, όμως, που είναι κοινό στην πλειονότητα των χωρών που έχουν αναπτύξει παρόμοια συστήματα είναι το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Με άλλα λόγια, κάθε ασφαλισμένος παίρνει στη λήξη της ασφάλισης τα χρήματα που έχουν συγκεντρωθεί στον κουμπαρά του, βάσει της απόδοσης που έχει η επανατοποθέτηση. Αν και δεν αποκλείεται κάποια μικρή εγγυημένη απόδοση, τα συστήματα αυτού του τύπου δεν εγγυώνται συγκεκριμένο είδος παροχών, δηλαδή συντάξεων. Οι περιπτώσεις που τα συστήματα αυτά υπόσχονται εγγυημένες παροχές, ήτοι ένα συγκεκριμένο ποσό σύνταξης, είναι λίγες και απαντώνται κυρίως στην Ευρώπη. Χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία, που έχουν μεικτά συστήματα, τείνουν να περιορίσουν το σκέλος των καθορισμένων παροχών που καλύπτουν υπό το βάρος της αδυναμίας να προβλεφθεί και να αναληφθεί με αξιοπιστία το ύψος των συντάξεων – ειδικά σε περιβάλλον αναιμικής ανάπτυξης και χαμηλών επιτοκίων.

Ο Πέτρος Παπανικολάου καταλήγει στο ότι «ο ρόλος της πολιτείας δεν είναι άλλος από τον υποστηρικτή του συστήματος μέσα από ουσιαστικά φορολογικά κίνητρα, τα οποία θα διευκολύνουν την ένταξη των εργαζομένων. Η διεθνής εμπειρία αποδεικνύει ότι εκεί όπου το κράτος παρείχε ουσιαστικά φορολογικά κίνητρα η συνταξιοδοτική συνείδηση εκτοξεύθηκε. Το φορολογικό έλλειμμα που δημιουργείται από τα κίνητρα αντισταθμίζεται, άλλωστε, από την ομαλή ελάφρυνση του κρατικού προϋπολογισμού από τα συσσωρευόμενα ελλείμματα των ταμείων του πρώτου πυλώνα».

*Το άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα

Διαβάστε ακόμη:

 Αλλάζει το DNA της ασφαλιστικής αγοράς

Ιδιωτική ασφάλιση ίσον αξιοπρεπής σύνταξη;

Ανάστατη η ασφαλιστική αγορά με την κατάργηση φοροαπαλλαγών

Φάκελος Ασφαλιστικό: Ο Έλληνας, δεν πρέπει να μείνει ανασφάλιστος

«Η ασφαλιστική αγορά βρίσκεται αντιμέτωπη με κανονιστική χιονοστιβάδα»