Οικονομικοί αναλυτές παίρνουν θέση για την επόμενη μέρα της Ελλάδας

Οικονομικοί αναλυτές παίρνουν θέση για την επόμενη μέρα της Ελλάδας

Τα μακροοικονομικά στοιχεία, οι βασικοί κίνδυνοι και η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές.

Τις εκτιμήσεις για την πορεία και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομία αναλυτών και καθηγητών φιλοξενεί το ΑΠΕ – ΜΠΕ.

Οι οικονομικοί αναλυτές τραπεζών κ.κ. Ηλίας Λεκκός, Παναγιώτης Καπόπουλος, Τάσος Αναστασάτος και ο οικονομολόγος, καθηγητής Κώστας Μελάς δίνουν τις δικές τους προβλέψεις.

Ο επικεφαλής Οικονομικής Ανάλυσης & Επενδυτικής Στρατηγικής Τράπεζα Πειραιώς Ηλίας Λεκκός, αναφέρει ότι τα μακροοικονομικά στοιχεία και η πορεία των αγορών στο κλείσιμο του 2017 και στις αρχές του 2018 μόνο θετικά μηνύματα μεταφέρουν αναφορικά με την πορεία της ελληνικής οικονομίας, η οποία αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 2% το τρέχον έτος. Όπως εκτιμά, μεταξύ άλλων, ο κ. Λεκκός, πιο σημαντικό από το 2% είναι το γεγονός ότι σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, η ανάπτυξη του 2017 και κυρίως του 2018 εδράζεται, όχι μόνο στον τουρισμό, αλλά και στη μεταποίηση, στο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών και στις εξαγωγές. «Οι θετικές αυτές οικονομικές επιδόσεις είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές, καθώς σύμφωνα με την άποψή μου η πορεία της οικονομίας το 2018 θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για την πορεία της ανάπτυξης σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και σίγουρα για τα έτη έως το 2020», αναφέρει.

Παράλληλα, με την αναπτυξιακή προσπάθεια ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην αποφυγή κινδύνων, οι οποίοι θα μπορούσαν δυνητικά να εκτρέψουν την ελληνική οικονομία από την αναπτυξιακή τροχιά, σημειώνει ο κ. Λεκκός. «Οι δύο βασικοί κίνδυνοι στους οποίους αναφέρομαι είναι η μετάβαση και διαχείριση της μετα -μνημονιακής εποχής, καθώς και οι συζητήσεις αναφορικά με τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους. Και τα δύο αυτά ζητήματα παρά το γεγονός ότι παρουσιάζουν πολύπλοκες τεχνικές πλευρές, έχουν αποκτήσει έντονο πολιτικό χρώμα και χαρακτήρα, γεγονός που δημιουργεί κίνδυνο εγκλωβισμού τους σε πολιτικούς συσχετισμούς και συμβιβασμούς, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, γεγονός που ενδέχεται να εντείνει αντί να εξομαλύνει τη μεταβλητότητα στο ελληνικό οικονομικό σκηνικό», προσθέτει.

Ο Παναγιώτης Καπόπουλος, διευθυντής της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank, επισημαίνει ότι η περαιτέρω βελτίωση του οικονομικού κλίματος και η ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητος, το πρώτο εξάμηνο του 2018, σε συνδυασμό με την περαιτέρω βελτίωση της κατατάξεως του ελληνικού αξιόχρεου από τους διεθνείς οίκους αξιολογήσεως- η οποία, ωστόσο, εξακολουθεί να παραμένει σε χαμηλό επίπεδο παρά την πρόσφατη αναβάθμιση από την S&P- αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ομολόγων, έτσι ώστε η προσφυγή στις αγορές να μην οδηγήσει εκ νέου σε αύξηση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου. Ο κ. Καπόπουλος εκτιμά, μεταξύ άλλων, ότι επιτάχυνση της ανακάμψεως της ελληνικής οικονομίας και η επάνοδος στις αγορές, προϋποθέτουν την πλήρη εφαρμογή των ιδιωτικοποιήσεων και μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος, καθώς και τον σχεδιασμό εξόδου από το πρόγραμμα, υπό το φώς της πρόσφατης εμπειρίας χωρών, όπως η Κύπρος και η Πορτογαλία, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ιδιαιτερότητα της Ελλάδος ως προς το ύψος του δημοσίου χρέους.

Επισημαίνει ότι απαιτείται, συνεπώς, η δημιουργία ενός αποθέματος ρευστών διαθεσίμων για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών την επόμενη διετία που θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των αγορών. Παράλληλα, η εξειδίκευση των μέτρων ελαφρύνσεως του χρέους στην κατεύθυνση της δηλώσεως του Eurogroup του Μαΐου του 2016, που επιβεβαιώθηκε τον Ιούνιο του 2017, θα βελτιώσει τις επενδυτικές προσδοκίες διασφαλίζοντας την ομαλή επιστροφή στις αγορές, καθώς οι εκθέσεις βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους θα μπορούν να καταρτισθούν με ρεαλιστικές υποθέσεις και παραμέτρους, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη του διεθνούς επενδυτικού κοινού, αναφέρει μεταξύ άλλων ο κ.Καπόπουλος

Ο οικονομικός αναλυτής της Eurobank Τάσος Αναστασάτος, επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι για το 2018, η επίσημη πρόβλεψη είναι πιο αισιόδοξη, για ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ 2,5%, με ένα στοιχείο αμφιβολίας, ωστόσο, να εντοπίζεται στο γεγονός ότι βασίζεται στην υπόθεση διψήφιας ανόδου των επενδύσεων. Ως εκ τούτου, εκτιμά ο Τάσος Αναστασάτος, το κλειδί για την επιτυχή πορεία εξόδου από την κρίση δεν είναι η τυπολογία του μεταμνημονιακού καθεστώτος αλλά το περιεχόμενο των οικονομικών πολιτικών. Είναι σημαντικό, σύμφωνα με τον οικονομικό αναλυτή της Eurobank, να ανακτηθούν βαθμοί ελευθερίας στην άσκηση της πολιτικής αλλά με παράλληλη διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας.

Ακόμα πιο σημαντικό όμως είναι να επιδειχθεί «ιδιοκτησία» στην προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Μία εμπροσθοβαρής εφαρμογή ενός ελληνικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και τη δημόσια διοίκηση, παρεμβάσεις για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, προώθηση εμβληματικών ιδιωτικοποιήσεων και ένα πιο φιλικό στην ανάπτυξη δημοσιονομικό μείγμα με μειώσεις επιλεγμένων φόρων, θα έπειθε πολίτες και αγορές ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται εξωτερικές δεσμεύσεις για να παραμείνει σε πορεία αναπτυξιακής σύγκλισης με την ΕΕ. Αυτό θα λειτουργούσε ευεργετικά, τόσο στο κόστος δανεισμού, όσο και -σημαντικότερο- στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, αναφέρει ο κ. Αναστασάτος.

Ο οικονομολόγος, καθηγητής Κώστας Μελάς, αναφέρει ότι οι προβλέψεις διεθνών και εγχώριων φορέων συγκλίνουν στην πρόβλεψη για το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ από 2% και άνω, με ανώτατο όριο το 2,6%. Η διαφοροποίηση των ανωτέρω σεναρίων, προσθέτει, δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με διαφορετική αξιολόγηση των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται η ελληνική οικονομικά, όπως και των παραγόντων εκείνων που η επίδρασή τους κρίνεται ως θετική.

Υπάρχουν εξωτερικοί κίνδυνοι, συνεχίζει, που μπορούν να προέλθουν από την αβεβαιότητα για την έκβαση της διαδικασίας αποχώρησης της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ, καθώς και η ενίσχυση των πολιτικών προστατευτισμού στις ΗΠΑ.

Επίσης, σημειώνει, σοβαρός κίνδυνος μπορεί να προέλθει από την μεταβλητότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα ,από την αναμενόμενη σκλήρυνση της νομισματικής πολιτικής (FED), αλλά και από τις πολιτικές εξελίξεις σε διάφορες χώρες της ΕΕ.