Με κρίσιμο ρόλο και ευθύνη μπροστά στη νέα κρίση οι τράπεζες

Με κρίσιμο ρόλο και ευθύνη μπροστά στη νέα κρίση οι τράπεζες
Άνθρωποι περπατούν έξω από την Τράπεζα της Ελλάδος στην Αθήνα, Τετάρτη 23 Απριλίου 2014. Στα 3,4 δισ. ευρώ διαμορφώθηκε το πρωτογενές πλεόνασμα το 2013 (αφαιρουμένης της ενίσχυσης των τραπεζών), ανακοίνωσε ο υπουργός αναπληρωτής Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τη Εurostat το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθε το 2013 σε 12,7% του ΑΕΠ, ενώ αφαιρούμενης της ενίσχυσης των τραπεζών περιορίζεται στο 2,1% του ΑΕΠ. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΛΕΣΙΔΗΣ Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Η στήριξη της οικονομίας, το κυοφορούμενο νέο κύμα κόκκινων δανείων και οι εισαγόμενοι κίνδυνοι.

Καθώς η αβεβαιότητα στο διεθνές περιβάλλον παρατείνεται ο πληθωρισμός και η αύξηση των επιτοκίων παραμένουν βασικοί κίνδυνοι για την οικονομία απειλώντας την κατανάλωση, διογκώνοντας χρέη και υποχρεώσεις και φέρνοντας εκ νέου στο προσκήνιο το πρόβλημα των κόκκινων δανείων.

Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, από το Λονδίνο όπου βρέθηκε για το Ελληνικό Επενδυτικό Συνέδριο, που συνδιοργανώνουν το Χρηματιστήριο Αθηνών και η Morgan Stanley, υπογράμμισε ότι θα ήθελε οι τράπεζες να κάνουν περισσότερα για τη στήριξη της οικονομίας. Αναγνώρισε πάντως ότι έχουν κάνει μεγάλη πρόοδο τόσο για την εξυγίανση των ισολογισμών τους όσο και για τη στήριξη των επιχειρήσεων σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.

Είχε προηγηθεί λίγες ημέρες νωρίτερα μήνυμα του υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα, που είχε πει ότι το τραπεζικό σύστημα, σε ένα περιβάλλον αυξημένων προκλήσεων, ανοδικών κινδύνων, έντονης μεταβλητότητας και υψηλής αβεβαιότητας διεθνώς οφείλει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Ο κ. Σταϊκούρας είχε συναντήσει τις διοικήσεις των τραπεζών και συζήτησε με τα στελέχη τους τις επιπτώσεις από την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ στα δάνεια. Μεταξύ των προτάσεων που συζητήθηκαν και αναμένεται να πάρουν τελική μορφή σε συναντήσεις που θα γίνουν προσεχώς, είναι η δημιουργία προγράμματος για την επιδότηση επιτοκίου ή η διευκόλυνση δανειοληπτών με χαμηλά εισοδήματα μέσω χορήγησης περιόδου χάριτος έως πέντε ετών, που θα επιμηκύνεται σε περισσότερα έτη, όπως γίνεται στην Ισπανία. Το τελευταίο βέβαια συνεπάγεται μεγαλύτερες προβλέψεις από τις τράπεζες, που θα πρέπει να δεσμεύσουν κεφάλαια, εξού και οι αντιρρήσεις που προβάλλονται.

Συζητήσεις αναπτύσσονται και σε άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, καθώς το πρόβλημα των κόκκινων δανείων δεν είναι μόνο ελληνικό, όπως φάνηκε και στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα (Financial Stability Report). Η ΕΚΤ αξιοποιώντας στοιχεία της έρευνας Household Finance and Consumption Survey για την εισοδηματική κατάσταση των δανειοληπτών μεταξύ 2016 και 2018 και κάνοντας προβολή των στοιχείων στο 2022, εκτίμησε ότι στο καθοδικό σενάριο, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών της Ευρωζώνης θα αυξηθούν 80 μονάδες βάσης, κυρίως λόγω των δανείων νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα. Στην Ελλάδα, για το βασικό σενάριο, όπου θα καταστούν μη εξυπηρετούμενα τα δάνεια των ευάλωτων νοικοκυριών, εκτιμάται αύξηση στο 6,77% από 6,71% στα στεγαστικά και στο 3,23% από 3,21% στα καταναλωτικά δάνεια. Στο καθοδικό σενάριο, που θα «κοκκινίσουν» και τα δάνεια όσων έχουν ρευστότητα για να διαχειριστούν υποχρεώσεις για ένα χρόνο, εκτιμάται ότι ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα αυξηθεί στο 8% για τα στεγαστικά και στο 3,59% για τα καταναλωτικά δάνεια.

Ένα άλλο καμπανάκι έρχεται από τις αποταμιεύσεις. Καθώς μαίνεται η κρίση, επιχειρήσεις και νοικοκυριά έχουν αρχίσει να τροφοδοτούν τους προϋπολογισμούς τους με ταμειακά διαθέσιμα. Με βάση στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριά, επιχειρήσεις) περιορίστηκαν κατά 550 εκατ. ευρώ τον Οκτώβριο σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα και ανήλθαν σε 184,8 δισ. ευρώ. Επίσης, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής μειώθηκε σε 5,9% από 6,2% τον Σεπτέμβριο.

Σε αυτό το περιβάλλον έχει ανοίξει η συζήτηση για το ρόλο των τραπεζών και για δυνητικά μέτρα και παρεμβάσεις με στόχο την πρόληψη τυχόν κρίσης από νέα γενιά κόκκινων δανείων. Ας σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της διαχείρισης της προηγούμενης κρίσης έγιναν παρεμβάσεις, επώδυνες για πολλούς δανειολήπτες ενώ οι τράπεζες εξυγίαναν τους ισολογισμούς τους μεταβιβάζοντας χαρτοφυλάκια μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Ενδεικτικά, οι ευρωπαϊκές τράπεζες αναμένεται να προχωρήσουν σε πωλήσεις κόκκινων δανείων ύψους άνω των 100 δισ. ευρώ μέχρι τα τέλη του 2022. Σύμφωνα με έκθεση της PwC το α’ εξάμηνο ολοκληρώθηκαν συναλλαγές 52,8 δισ. ευρώ, με την Ιταλία να εμφανίζει τη μερίδα του λέοντος με πωλήσεις 22,6 δισ. ευρώ και ακολούθως το Ηνωμένο Βασίλειο με 10,2 δισ. ευρώ, την Ιρλανδία με 6,1 δισ. ευρώ, την Ισπανία με 5 δισ. ευρώ και την Ελλάδα με 3,7 δισ. ευρώ. Στη χώρα μας εξάλλου, δημιουργήθηκε μια αναπτυσσόμενη αγορά, με τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων να διαθέτουν δάνεια υπό διαχείριση πάνω από 120 δισ. ευρώ. Από το 2020 έως σήμερα έχουν γίνει ρυθμίσεις/αναδιαρθρώσεις δανείων εκτός τραπεζικών χαρτοφυλακίων ύψους άνω των 8 δισ. ευρώ ενώ δάνεια τραπεζικών χαρτοφυλακίων άνω των 8,5 δισ. ευρώ μετατράπηκαν από μη εξυπηρετούμενα σε ενήμερα. Οπότε, η πορεία της αγοράς είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις εξελίξεις αναφορικά με τα κόκκινα δάνεια, τις ρυθμίσεις, τους πλειστηριασμούς και τις ευρύτερες εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.