Νέα κρίση χρέους ξυπνά τους εκδικητές των ομολογών – Ανησυχία για Ελλάδα, Ιταλία

Νέα κρίση χρέους ξυπνά τους εκδικητές των ομολογών – Ανησυχία για Ελλάδα, Ιταλία
Η Ιταλία και η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ευάλωτες λόγω των υψηλών αναλογιών χρέους προς ΑΕΠ.

Υποτίθεται πως η ανθρωπότητα και ειδικότερα οι κυβερνήσεις είχαν λάβει το μάθημά τους από το ξέσπασμα της μεγάλης κρίσης του 2008-2009, η οποία, ως γνωστόν, έσπειρε κύματα πανικού στον χρηματοπιστωτικό κόσμο και τσάκισε την πραγματική οικονομία… 

Δυστυχώς, όμως, το πάθημα δεν έγινε μάθημα, με την παγκόσμια κοινότητα να έρχεται αντιμέτωπη για άλλη μία φορά με δυσθεώρητα αποθέματα χρέους, των οποίων η εξυπηρέτηση καθίσταται πλέον δυσχερής, δεδομένου ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν επιδοθεί σε μια επιθετική αύξηση επιτοκίων που ναι μεν θα βοηθήσει στην τιθάσευση των πληθωριστικών πιέσεων, αλλά αυξάνει, παράλληλα, το κόστος χρήματος.

Το 2007, συμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το χρέος των κυβερνήσεων, των εταιρειών και των νοικοκυριών ανερχόταν περίπου στο 195% του παγκόσμιου ΑΕΠ… Στο τέλος του 2020, μετά από τόσες προσαρμογές, μέτρα και πολιτικές λιτότητας, το χρέος ξεπέρασε το 256%!

Και όπως ειπώθηκε, το χρέος βαίνει προς το επαχθέστερον, καθώς ο κύκλος των επιτοκιακών αυξήσεων δεν αναμένεται να κλείσει σύντομα, η Covid-19 ακόμη σοβεί και η κρίση στην Ενέργεια μαίνεται. Εύλογα οι επενδυτές διατρέχουν μεγάλους κινδύνους, ενώ το χρηματοοικονομικό στρες ειδικά σε Ευρώπη, Κίνα και, γενικά, στον Παγκόσμιο Νότο εντείνεται.

Το χρέος αυξήθηκε για τρεις λόγους. Πρώτον, οι κυβερνήσεις χρειάστηκε να δώσουν αρκετά χρήματα προκειμένου να διασώσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα, έλαβαν μέτρα προς υποστήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, ενώ τώρα έχουν να αντιμετωπίσουν τις αυξημένες τιμές στο φυσικό αέριο και το ηλεκτρικό ρεύμα.

Φθηνό χρήμα…

Το φτηνό χρήμα επέτρεψε αυτές τις υπερβολές. Στη Δύση είχε τη μορφή ποσοτικής χαλάρωσης (QE), με τις κεντρικές τράπεζες να αγοράζουν κρατικά ομόλογα και άλλα περιουσιακά στοιχεία. Παρότι δικαίως χρησιμοποίησαν το όπλο του QE για να αποτρέψουν μια οικονομική ύφεση, το φθηνό χρήμα επέδρασε απλώς ως παυσίπονο. Πολλές κυβερνήσεις έπαψαν να ανησυχούν για την ισορροπία των οικονομικών καταστάσεών τους. Οι εταιρείες και οι αναδυόμενες αγορές έχουν υπερδανειστεί, η μόχλευση είναι εκτός ελέγχου. 

Και αν οι δανειολήπτες είχαν χρησιμοποιήσει τα χρήματα για να χρηματοδοτήσουν παραγωγικές επενδύσεις, αυτό μπορεί να μην είχε σημασία. Αντίθετα, ξόδεψαν μεγάλο μέρος σε μη παραγωγικές επενδύσεις ή για κατανάλωση.

Το παράδειγμα της Κίνας, με τη φούσκα που δημιουργήθηκε στα ακίνητα, είναι ενδεικτικό της πολιτικής που ασκήθηκε. Το χρέος της χώρας ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει διπλασιαστεί από το 2007, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Αυτό θα πνίξει την οικονομία της και είναι ένας από τους λόγους που η Παγκόσμια Τράπεζα μόλις μείωσε τις προβλέψεις ανάπτυξης φέτος από 5% σε μόλις 2,8%.

Επίσης, τα μέτρα στήριξης των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης αποτελούν κλασικό παράδειγμα δανεισμού για τη χρηματοδότηση της κατανάλωσης. Οι πολιτικοί έκαναν ελάχιστη προσπάθεια για πιο στοχευμένα μέτρα προς τους πιο ευάλωτους, επιβαρύνοντας τις οικονομίες.

Η χαμηλή παραγωγικότητα αυτού του δανεισμού φαίνεται στα στοιχεία. Σύμφωνα με τη Sonja Gibbs, η οποία ηγείται του έργου της πολιτικής χρέους του Ινστιτούτου Διεθνών Χρηματοοικονομικών (IIF), την τελευταία δεκαετία, το παγκόσμιο χρέος έχει αυξηθεί κατά 90 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το ΑΕΠ έχει αυξηθεί μόνο κατά 20 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Την ίδια στιγμή, το φθηνό χρήμα ενθαρρύνει την επικίνδυνη συμπεριφορά. Οι επενδυτές χρησιμοποιούν τη μόχλευση για να πετύχουν υψηλότερες αποδόσεις, ενώ χρηματοδοτούν μακροπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία με βραχυπρόθεσμο δανεισμό. Ο κλάδος των συνταξιοδοτικών ταμείων του Ηνωμένου Βασιλείου, ο οποίος ουσιαστικά διεσώθη από την Τράπεζα της Αγγλίας την περασμένη εβδομάδα, είναι ένα καλό παράδειγμα. Υπενθυμίζεται η βρετανική συνήθεια να χρηματοδοτούν αγορές κατοικιών με στεγαστικά δάνεια των οποίων το επιτόκιο είναι κυμαινόμενο ή σταθερό για σύντομες περιόδους. Και, φυσικά, τώρα που η εποχή του φθηνού χρήματος τελειώνει θα κάνουν την εμφάνισή τους και άλλα προβλήματα.

Κεντρικές τράπεζες 

Φυσικά, δεν είναι μόνο οι κεντρικές τράπεζες που αποτελούν πηγή κινδύνου για την οικονομική δραστηριότητα, λόγω της πολιτικής αύξησης επιτοκίων, σε μια αργοπορημένη προσπάθεια να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό. Οι λεγόμενοι «εκδικητές των ομολόγων» –επενδυτές χρέους που επιβάλλουν πειθαρχία στους άχαρους δανειολήπτες– ξυπνούν από τον μακρύ λήθαργό τους.

Το sell off στα βρετανικά κρατικά ομόλογα την περασμένη εβδομάδα, που προκάλεσε την παρέμβαση της Bank of England, ήταν απλώς μια πρώτη προειδοποιητική βολή.

Η προθυμία της πρωθυπουργού Truss να αναλάβει ένα μεγάλο δημοσιονομικό ρίσκο είναι απόδειξη μιας γενιάς πολιτικών που έχει μεγαλώσει πιστεύοντας ότι δεν υπάρχουν συνέπειες για την αύξηση του χρέους, φοβούμενοι, ταυτοχρόνως, πως το πολιτικό κόστος από την εξισορρόπηση των προϋπολογισμών θα είναι μεγάλο. Από την άλλη, οι κεντρικές τράπεζες ανησυχούν για την εμβάθυνση της ύφεσης και την πρόκληση χρηματοπιστωτικών κρίσεων εάν αυστηροποιήσουν υπερβολικά τη νομισματική πολιτική.  

Και, φυσικά, δεν είναι μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο που κινδυνεύει. Η Ιταλία και η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ευάλωτες λόγω των υψηλών αναλογιών χρέους προς ΑΕΠ. Εάν οι επενδυτές καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι το χρέος τους δεν είναι βιώσιμο το ίδιο το ευρώ θα υποστεί νέες πιέσεις.

«Το νόμισμά μας, πρόβλημά σας»

Σε σύγκριση με άλλες χώρες, οι Ηνωμένες Πολιτείες προστατεύονται με κάποιον τρόπο. Τα αποθέματα σχιστολιθικού αερίου τις καθιστούν νικήτρια στον ενεργειακό πόλεμο που έχει ξεσπάσει, ενώ η άνοδος του δολαρίου θα τη βοηθήσει να σταματήσει τον πληθωρισμό πιο γρήγορα από άλλες χώρες.

Όμως, το ισχυρό «πράσινο νόμισμα» κάνει τη ζωή πιο δύσκολη για όλους σχεδόν τους άλλους. Αυξάνει τον πληθωρισμό στον υπόλοιπο κόσμο και ενισχύει τη στενοχώρια όσων έχουν δανειστεί σε δολάρια. Έχουν περάσει περισσότερα από 50 χρόνια από τότε που ο υπουργός Οικονομικών είπε στους ομολόγους του ότι «το δολάριο είναι το νόμισμά μας, αλλά είναι δικό σας πρόβλημα». Το ρητό είναι και πάλι επίκαιρο σήμερα.

Βρισκόμαστε στα πρώτα στάδια μιας νέας κρίσης χρέους στον Παγκόσμιο Νότο. Οι φτωχές χώρες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στις υψηλές τιμές στα τρόφιμα και στην Ενέργεια. Το spread του χρέους υψηλής απόδοσης εκφρασμένου σε δολάριο έναντι των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου είναι πλέον πάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες – περίπου διπλάσιο από αυτό που ήταν το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας δεκαετίας, σύμφωνα με το IIF.

Η Σρι Λάνκα, η Γκάνα, η Αίγυπτος και το Πακιστάν έχουν ήδη ζητήσει βοήθεια από το ΔΝΤ. Περίπου το 60% των χωρών χαμηλού εισοδήματος αντιμετωπίζουν προβλήματα. Μέχρι στιγμής τα πράγματα δεν είναι τόσο σοβαρά τη δεκαετία του 1980, όταν η κρίση έπληξε τη Λατινική Αμερική, την Αφρική, ή η κρίση στην Ανατολική Ασία στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Επιπλέον, οι μεγάλες δυτικές τράπεζες έχουν μικρότερη έκθεση στις αναδυόμενες αγορές σε σχέση με τη δεκαετία του 1980. Αλλά η άλλη πλευρά είναι ότι το χρέος κατανέμεται μεταξύ πολλών επενδυτών ομολόγων και ότι η Κίνα είναι ένας τεράστιος δανειστής. Αυτή η κατακερματισμένη βάση πιστωτών καθιστά δυσκολότερη την αναδιάρθρωση του δανεισμού των χωρών.

Οι φτωχές χώρες θα μπορούσαν να εκραγούν, καθώς αισθάνονται ότι είναι θύματα των ενεργειών των πλουσιότερων χωρών. Δεν πλημμύρισαν τον κόσμο με φθηνά χρήματα, δεν πήραν πολλά εμβόλια για να βοηθήσουν στην πανδημία, δεν προκάλεσαν κρίσεις τροφίμων ή ενέργειας – και δεν φταίνε για την κλιματική κρίση που πλήττει τις χώρες τους ιδιαίτερα άσχημα. Ωστόσο, όπως και στην Ευρώπη και την Κίνα, τα προβλήματα που προκαλούνται από πάνω από μια δεκαετία φαινομενικά δωρεάν χρηματικών ροών ήλθε η ώρα να βγουν στην επιφάνεια.