Ποιο είναι τελικώς το κράτος που θέλουμε;

Ποιο είναι τελικώς το κράτος που θέλουμε;
Τις προτάσεις του καταθέτει ο τραπεζίτης Μιχάλης Σάλλας σε άρθρο του στην Καθημερινή της Κυριακής.

Τις απόψεις του για ένα πλαίσιο που πρέπει να έχει ένα «ισχυρό» κράτος περιγράφει ο τραπεζίτης Μιχάλης Σάλλας σε άρθρο του στην «Καθημερινή της Κυριακής».

Ο ίδιος μιλά για οράτη απ’ όλους «απαίτηση» προς «ένα κράτος που προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών, που εγγυάται την ασφάλειά τους, που λειτουργεί υπέρ των πολλών και που τελικώς υπερασπίζει τα εθνικά συμφέροντα και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας».

Ακολουθεί η παρέμβαση του κ. Σάλλα:

Για να σχεδιάσουμε ένα Ισχυρό-Σοβαρό Κράτος

Για πολλά χρόνια υπήρξε μακρά συζήτηση για το τι κράτος είναι εκείνο που εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα των πολιτών και την ευημερία τους. Tο
περισσότερο ή το λιγότερο κράτος. Νομίζω πλέον ότι αυτή η συζήτηση ξεπεράστηκε. Ούτε περισσότερο κράτος χρειαζόμαστε. Ούτε λιγότερο.

Χρειαζόμαστε ένα ισχυρό κράτος. Ισχυρό, σοβαρό και αποτελεσματικό. Ένα κράτος που να προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών. Να εγγυάται την ασφάλεια τους. Να υπερασπίζεται την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Να διασφαλίζει τα εθνικά συμφέροντα. Να προάγει την ευημερία. Να ενδυναμώνει την κοινωνική συνοχή. Να θέτει τους κανόνες συλλογικής δράσης και ανταγωνισμού και αυτοί να γίνονται σεβαστοί. Να προωθεί, ανά τον κόσμο, τα αιτήματα του ελληνισμού

Το κράτος για να είναι ισχυρό θα πρέπει να προβλέπει και θεσμικά αντίβαρα στην πολιτική και οικονομική εξουσία. Για να μπορεί να περιορίζει και να καταστέλλει την αυθαιρεσία και την παρανομία. Το ισχυρό κράτος δεν είναι κράτος των λίγων, των πλουσίων και των κάθε λογής ελίτ. Είναι κράτος των πολλών που μεριμνά εξίσου και για τους φτωχούς, τους αδύναμους και τους ευάλωτους συμπολίτες μας. Η δημόσια παιδεία, η δημόσια υγεία, η εργασία και η κοινωνική ασφάλιση αποτελούν προτεραιότητες στο ισχυρό κράτος.

Είμαστε μικρή σε έκταση και πληθυσμό χώρα όμως έχουμε μοναδικά γεωφυσικά πλεονεκτήματα που μπορεί να μας καταστήσουν τον βιολογικό κήπο της Ευρώπης και των χωρών της Μεσογείου. Και το κράτος, το ισχυρό κράτος -ειδικά στις περιόδους επισιτιστικής κρίσης και δημοσιονομικής συμπίεσης που ζούμε- πρέπει να συμβάλει με συγκεκριμένα μέτρα και πολιτικές αφενός στη διατροφική επάρκεια και αφετέρου στην ενίσχυση του εξαγωγικού εμπορίου.

Η συρρίκνωση του αγροτικού τομέα είναι εξαιρετικά επικίνδυνη υπόθεση για την επιβίωση της χώρας και το ρόλο της σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Υπάρχει συνεχής μείωση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Η κτηνοτροφία περνά μία από τις πιο δύσκολες εποχές της. Δεν ξέρουμε πως και από ποιους διαμορφώνεται κατά περιόδους η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), που σε ευρωπαϊκό επίπεδο συρρικνώνει την επισιτιστική αυτάρκεια και οδηγεί την Ελλάδα στην εξαύλωση του Πρωτογενούς τομέα.

Δεν ξέρω αλήθεια, αν υπήρξε ποτέ κάποιο στρατηγικό σχέδιο της χώρας στον τομέα αυτό. Γεγονός είναι, ότι αν συνεχιστεί αυτή η συρρίκνωση, τα αγροτικά επαγγέλματα θα τα συναντάμε στο μέλλον μόνο σε μουσεία

Δεν μπορεί να είμαστε τουριστική χώρα χωρίς η μεσογειακή διατροφή, τα ελληνικά προϊόντα, να βρίσκονται στο τραπέζι των ξένων επισκεπτών. Ίσως θα πρέπει να θεσπιστούν ακόμη και κίνητρα τραπεζικών διευκολύνσεων στις τουριστικές επιχειρήσεις και στις επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, με στόχο οι προσφερόμενες υπηρεσίες τους να περιλαμβάνουν όσο το δυνατό περισσότερο ελληνικά προϊόντα. Δεν μπορεί να υπάρξει ισχυρό κράτος χωρίς εκτεταμένη και πλούσια πρωτογενή παραγωγή. Και η ισχύς του κράτους αυξάνεται όσο ενισχύονται η κοινωνία των πολιτών και οι παραγωγικές συμπράξεις με ομάδες παραγωγών, συνεταιρισμούς, γεωργικές και αστικές ενώσεις. Αυτό επιτυγχάνεται με τις σύγχρονες μεθόδους παραγωγής, την υδροπονία, την γεωργία ακριβείας, την ενθάρρυνση επενδύσεων ιδιωτών και εταιρειών στον πρωτογενή τομέα, τη δημιουργία σύγχρονου χρηματιστηρίου αγροτικών προϊόντων, κλπ.

Το ίδιο ισχύει και στον τομέα της ασφάλειας των συνόρων. Εκεί πραγματικά τα τελευταία χρόνια γίνεται πολύ σοβαρή προσπάθεια που πρέπει να συνεχιστεί.

Ισχυρό κράτος σημαίνει ισχυρή αποτρεπτική δύναμη. Οι ισχυρές ένοπλες δυνάμεις χρειάζονται όμως και ισχυρή κοινωνία. Τα εξοπλιστικά προγράμματα είναι καλά, αναγκαία και απαραίτητα, όπως απαραίτητη εξάλλου είναι και η στήριξη των λαϊκών αναγκών. Στις γεωπολιτικές ανακατατάξεις και τη γενικευμένη αστάθεια, ισχυρός στρατός σημαίνει και ισχυρός λαός. Την παράλληλη αυτή πορεία μόνον ένα ισχυρό κράτος μπορεί να την εξασφαλίσει.

Ένα κράτος που μεταξύ των άλλων, προνοεί τόσο για τη δημογραφική του ενίσχυση όσο και την στοιχειώδη αυτάρκεια των εξοπλιστικών του αναγκών μέσω της αμυντικής του βιομηχανίας. Δεν μπορεί ωστόσο, σε ένα ισχυρό κράτος τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων να μην έχουν την οικονομική δυνατότητα να δημιουργήσουν οικογένειες, να μην μπορούν να σπουδάσουν τα παιδιά τους ώστε να μπορούν στο τέλος της ημέρας απερίσπαστα να επιτελούν το έργο τους.

Είμαστε ένα έθνος με τρισχιλιετή υπόσταση και ιστορία. Χρειάζεται όμως να ανακόψουμε την πληθυσμιακή του συρρίκνωση αν δεν θέλουμε, στο διάβα των αιώνων, να έχουμε τη μοίρα ιστορικών λαών, όπως οι Φοίνικες, οι Ασσύριοι, οι Χετταίοι, οι Σουμέριοι, οι Βαβυλώνιοι. Μην ξεχνάμε ότι στην «Μεγάλη Ελλάδα» κατοικούσαν και κυριαρχούσαν Έλληνες, στην Καλαβρία, την Απουλία, την Βόρειο Ήπειρο, την Πελαγονία, την Ανατολική Ρωμυλία, την Ανατολική Θράκη, την Τραπεζούντα, την Ιωνία, την Κύπρο. Δεν πρέπει οι σημερινοί Έλληνες να επιτρέψουν τη συρρίκνωση της σημερινής Ελλάδας πληθυσμιακά, εδαφικά, οικονομικά.

Αντί να μας τρομάζει η στατιστική καμπύλη που δείχνει ότι σε μερικές δεκαετίες θα είμαστε 7-8 εκατ. Έλληνες, θα έπρεπε να δούμε πως τα σημερινά 10 εκατ. θα γίνουν 13 και 14 εκατ. στα επόμενα 30 χρόνια. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος της χώρας είναι η υπογεννητικότητα, εκεί επομένως πρέπει να δοθούν και τα περισσότερα κίνητρα, με στρατηγική οικονομικής αποκέντρωσης και διαμόρφωσης κατάλληλων συνθηκών. Η ελεύθερη αγορά δεν μπορεί από μόνη της να λύσει αυτό το πρόβλημα. Χρειάζεται παρέμβαση με σχεδιασμό από ένα σοβαρό κράτος.

Δεν μπορεί να παραμένουμε ουραγός της Ευρώπης στους περισσότερους δείκτες. Πρέπει να θέσουμε στόχους οικονομικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς στους οποίους και θα προσηλωθούμε. Θα πρέπει επιτέλους να πούμε ότι σε 15-20 χρόνια από σήμερα θα πλασαριστούμε στην πρώτη πεντάδα των χωρών της Ε.Ε. να το δουλέψουμε και να το πετύχουμε. Απαιτείται συγκριτική ανάλυση του πίνακα εισροών-εκροών για το σύνολο των κλάδων της οικονομίας, με ετήσιο στόχο την βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης της χώρας.

Ένα ισχυρό κράτος μπορεί να αξιοποιήσει την κλιματική κρίση, την εξ αποστάσεως εργασία και τις ραγδαίες τεχνολογικές μεταβολές για να καθοδηγήσει την επιστροφή Ελλήνων από το εξωτερικό, την ενσωμάτωση μεγάλου τμήματος μεταναστών στην κοινωνία και τη μετακόμιση αλλοδαπών, για εργασία και μόνιμη κατοικία, στη χώρα μας.

Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει και η εκπαίδευση. Στη χώρα που γεννήθηκαν οι τέχνες, οι επιστήμες, η φιλοσοφία, η πολιτική δεν μπορεί να μην υπάρχουν διεθνούς κύρους πανεπιστήμια, υπό την αιγίδα του κράτους, που να προσελκύουν εκατοντάδες χιλιάδες σπουδαστών για προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές. Τσακωνόμαστε για το αν πρέπει να υπάρχουν και ιδιωτικά πανεπιστήμια, που πρέπει να υπάρξουν. Οφείλουμε όμως, να ενδυναμώσουμε τα δημόσια πανεπιστήμια με πρόσθετα κονδύλια, σύγχρονο περιεχόμενο σπουδών, έρευνα, μεταπτυχιακά σε θέματα αιχμής, εξωστρέφεια, καλύτερους μισθούς για τους διδάσκοντες, αξιοπρεπείς κτιριακές υποδομές και το κυριότερο, σύνδεση της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την παραγωγή και το σύγχρονο διεθνές περιβάλλον.

Να πάρουμε μέτρα για να αποτρέψουμε, με κίνητρα ουσίας, την εκπαιδευτική παρακμή της χώρας. Μόνο ένα ισχυρό κράτος μπορεί να διασφαλίσει ότι η πρωτοφανής επιστημονική γνώση και η τεχνολογική πρόοδος θα διαχυθούν και στην κοινωνία και δεν θα είναι αποκλειστικό προνόμιο των ολίγων, είτε αυτοί είναι επιχειρηματικοί κολοσσοί είτε εξειδικευμένες εταιρείες είτε ολιγαρχικές οντότητες. Βεβαίως, πριν αρχίσουμε να διευθετούμε το ελπιδοφόρο μέλλον, θα πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με το μίζερο και απαράδεκτο παρόν του νεοελληνικού κράτους. Δεν μπορεί τα δημόσια νοσοκομεία να κλείνουν ραντεβού στους ασθενείς μετά από έξι μήνες, με αποτέλεσμα ακόμη και οι «φτωχοδιάβολοι» να καταφεύγουν στη θαλπωρή των ιδιωτικών θεραπευτηρίων, εξαντλώντας τις μικρές οικονομικές τους δυνατότητες. Να ισχυροποιηθεί ο ιδιωτικός τομέας όχι όμως σε βάρος του δημοσίου. Ένα σοβαρό ισχυρό κράτος θεσπίζει κανόνες και βοηθά την ιδιωτική επιχειρηματικότητα στην υγεία, πρωτίστως όμως ενδιαφέρεται και ενδυναμώνει το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Όση φροντίδα μπορεί να έχουν από τις ιδιωτικές κλινικές οι έχοντες, την ίδια φροντίδα πρέπει να έχουν και οι μημ έχοντες.

Αλλά να μην ξεχνάμε ότι ακόμη και στον ιδιωτικό τομέα δύσκολα θα βρούμε στα μεγάλα ιδιωτικά νοσοκομεία, πολίτες άλλων χωρών να έρχονται για την υγεία τους στην Ελλάδα. Αυτό γιατί; Γιατί μπορεί να έχουμε εξαιρετικούς γιατρούς, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, αλλά φαίνεται ότι κάτι λείπει για να μην θεωρείται η Ελλάδα χώρα με υψηλό επίπεδο σύγχρονης ιατρικής φροντίδας και επιστήμης.

Η οργάνωση του ανταγωνισμού δεν είναι υπόθεση μόνο της αγοράς, είναι και πολιτικό καθήκον που προσδιορίζει το φιλελεύθερο κράτος ως ισχυρό κράτος. Σκοπός του οποίου είναι η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Απαιτείται αντικειμενικότητα στις συναλλακτικές σχέσεις και προστασία των μικρών  επιχειρήσεων από την απληστία των μεγάλων. Άλλωστε, μια από τις βασικές μέριμνες του Κοινοβουλίου στο πλαίσιο του κράτους δικαίου είναι και η προστασία της αγοράς.

Το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να γίνει ισχυρό όσο συνεχίζει να λειτουργεί με πελατειακούς όρους. Για να γίνει η Ελλάδα μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα θα πρέπει το κράτος, σε επίπεδο υποδομών, εργασίας, παραγωγής και ευκαιριών, να αλλάξει εκ βάθρων τις προτεραιότητες και τη φιλοσοφία οργάνωσης και λειτουργίας του. Θα πρέπει να σταματήσει να είναι ένα ασθενικό και ανάπηρο κράτος. Ενδεχομένως χρειάζεται να αλλάξουν πολλά και στον τρόπο εκπροσώπησης και σύνθεσης των μηχανισμών εξουσίας, εκτελεστικής, νομοθετικής, δικαστικής.

Δεν μπορεί να έχουμε π.χ. κυβέρνηση με 50-60 υπουργούς και υφυπουργούς και 300 βουλευτές όταν πολυπληθέστερες και πιο προηγμένες χώρες έχουν τους μισούς ή και το ένα τρίτο της Βουλής και του υπουργικού συμβουλίου.

Για να γίνει αποδοτικότερο το σχήμα και πιο ευέλικτο θα πρέπει να περιοριστεί στο 1/3. Να υπάρχει και η δυνατότητα αξιοπρεπούς αμοιβής και αποζημίωσης. Δεν μπορεί να υπηρετείς το Κοινοβούλιο 30-40 χρόνια και η σύνταξή σου να περιορίζεται στα 1.200€ τον μήνα. Αντί για πληθώρα υπουργών, βουλευτών και κυβερνητικών αξιωματούχων το ελληνικό κράτος για να γίνει ισχυρό και να μπορεί να επιβάλλει την ισονομία, τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και τις ίσες ευκαιρίες θα πρέπει να αναβαθμίσει τη Δημόσια Διοίκηση με Γενικούς Διευθυντές και Επικεφαλής υπηρεσιών, που διαθέτουν κύρος και γνώση.

Σε ότι αφορά την αυξημένη αποτρεπτική ικανότητα, εκτός από τα εξοπλιστικά προγράμματα, ίσως θα πρέπει με διακομματική συναίνεση, να προχωρήσει στη δημιουργία ενός ισχυρού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και σε ένα παγκόσμιο Συμβούλιο Ελληνισμού, στα πρότυπα του Εβραϊκού Συμβουλίου. Να χρηματοδοτήσει έδρες ελληνικών σπουδών, να καθιερώσει τακτικά συνέδρια.

Να εξάγει εκτός από προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και πολιτισμό. Και να προσελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερες ξένες επενδύσεις, όχι μόνον στον τουρισμό και το real estate, γιατί κι αυτές που γίνονται, συνήθως στηρίζονται στις αποταμιεύσεις των Ελλήνων. Να σχεδιαστούν εκτός από υποδομές και σύγχρονα έργα παγκοσμίου πολιτιστικού ενδιαφέροντος.

Σήμερα εξακολουθεί το τελευταίο μεγάλο έργο στην Αθήνα να είναι ο Παρθενώνας. Από την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα ζει η σημερινή Αθήνα και αν υπάρχει ζωή και κίνηση στην Πρωτεύουσα το χρωστάμε στον Περικλή από τον 5ο π.χ. αιώνα. Για την υπόλοιπη Ελλάδα όπως έχει εξελιχθεί η κατάσταση, η οικονομία της εξακολουθεί να στηρίζεται βασικά στον Ήλιο και στις παραλίες της, δώρο Θεού.

Θα πρέπει να καταργηθεί η πολυνομία και να αναμορφωθεί πλήρως το δικαστικό σύστημα σε ότι αφορά την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης.

Ευτυχώς σήμερα αυτό φαίνεται ότι υπάρχει προσπάθεια να αντιμετωπιστεί, δυστυχώς όμως συνδυάζεται με την αυστηροποίηση των συνεπειών του Νόμου και των ποινών. Προφανώς το τελευταίο να οφείλεται σε άγνοια των λόγων που η Ευρώπη, μετά το 1830, υιοθέτησε επιεικέστερη μεταχείριση στις ποινές, όπως υποστηρίζει σε βιβλίο του το 1975 ο Μισέλ Φουκώ.

Την αλλαγή στο παραγωγικό μοντέλο, με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας, μόνο ένα ισχυρό κράτος μπορεί να την δρομολογήσει. Αλλαγή που οπωσδήποτε είναι συνάρτηση και των εξελίξεων στην Ευρώπη. Και γι’ αυτό τουλάχιστον στις ευρωεκλογές ας στείλουμε ικανούς τεχνοκράτες και αποτελεσματικούς πολιτικούς αφού η αναθεώρηση της ΚΑΠ, αλλά και οι προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης που βρίσκεται σε διαρκή υποχώρηση, απαιτούν προσόντα που δεν τα διαθέτουν τα διάφορα σελέμπριτις…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: