Πόσο έχουν καταφέρει να μπουν τα γενόσημα φάρμακα στη ζωή μας

Πόσο έχουν καταφέρει να μπουν τα γενόσημα φάρμακα στη ζωή μας
drugs and pills macro close up

Μελέτη της ICAP φανερώνει την τάση των τελευταίων ετών.

 

Σε χαμηλά ποσοστά παραμένει η κατανάλωση γενοσήμων φαρμάκων (σε αξία) στην Ελλάδα, παρά την αυξανόμενη χρήση τους, σύμφωνα με τα αποτελέσματα κλαδικής μελέτης που εκπόνησε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP.

Η συνολική φαρμακευτική δαπάνη (δημόσια & ιδιωτική) παρουσίασε ανοδική πορεία την περίοδο 2006-2009 και το 2009 διαμορφώθηκε σε 8.461 εκατ. ευρώ (3,7% του ΑΕΠ). Την περίοδο 2010-2017 η συνολική φαρμακευτική δαπάνη καταγράφει διαχρονική πτώση και το 2017 εκτιμάται σε 5.780 εκατ. ευρώ, καλύπτοντας 3,3% του ΑΕΠ.

Ανάλογη εικόνα και πορεία εμφανίζει και η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη. Την περίοδο 2006-2009 κινήθηκε ανοδικά με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 14,6%, ενώ διαμορφώθηκε σε 1.945 εκατ. ευρώ περίπου το 2017 (την περίοδο 2010-2017 μειώθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 11,2%). Η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη δεν θα υπερβεί το ίδιο ποσό το 2018.

Αντίστοιχα, η ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη εμφάνιζε μειοψηφική συμμετοχή επί της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης, την περίοδο 2007-2011. Την περίοδο 2012-2015, διευρύνθηκε με έντονο ρυθμό, με συνέπεια το 2016 να ανέλθει σε 3.875 εκατ. ευρώ, ενώ το 2017 διαμορφώθηκε σε 3.835 εκατ. ευρώ.

Όπως αναφέρει η Σταματίνα Παντελαίου, Διευθύντρια Οικονομικών Μελετών της ICAP, η διείσδυση των γενοσήμων φαρμάκων στη συνολική εγχώρια αγορά εκτιμάται σε 18% περίπου (σε αξία) και 23% (σε όγκο) το 2017. Το μέγεθος της εγχώριας αγοράς γενοσήμων φαρμάκων (σε όγκο) σημείωσε διαχρονική αύξηση τα τελευταία χρόνια (2011-2017), ως αποτέλεσμα της εφαρμογής συνταγογράφησης με βάση τη δραστική ουσία και το 2017/16 εκτιμάται ότι ενισχύθηκε κατά 4,9%. Αντίθετα, η εν λόγω αγορά σε όρους αξίας ακολουθεί φθίνουσα τάση την ίδια περίοδο, ως αποτέλεσμα των αλεπάλληλων μειώσεων των τιμών.

Σύμφωνα με το Μάρκο Κοντοέ, Senior Consultant Οικονομικών Μελετών της ICAP, ο οποίος επιμελήθηκε της παρούσας μελέτης, η κατηγορία των γενοσήμων φαρμάκων κερδίζει διαρκώς έδαφος τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά την απόφαση για δημοσιονομική προσαρμογή και εξορθολογισμό των δαπανών στον κλάδο του φαρμάκου. Ως εκ τούτου, η πλειοψηφία των φαρμακευτικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά διαθέτουν πλέον στο χαρτοφυλάκιό τους γενόσημα φάρμακα (τόσο σε επίπεδο παραγωγής/ανάπτυξης όσο και εισαγωγής). Οι τιμές των εν λόγω φαρμάκων έχουν υποστεί σημαντικές μεσοσταθμικές μειώσεις μέσω ανατιμολογήσεων τα τελευταία χρόνια, ενώ η περίπτωση νέων μειώσεων στο εξής εξαρτάται από τον όγκο κατανάλωσης.

Παράλληλα με την επιβολή μειώσεων των τιμών, αποφασίστηκε η συνταγογράφηση με βάση τη δραστική ουσία, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα, πλήθος φαρμακευτικών επιχειρήσεων να δώσουν μεγαλύτερο βάρος στην ανάπτυξη/διάθεση των γενοσήμων φαρμάκων. Αν και τα αποτέλεσματα δεν ήταν τα προσδοκώμενα, οι πολυεθνικοί όμιλοι στηρίζουν την παρουσία των θυγατρικών τους εταιρειών και ενισχύουν το χαροφυλάκιό τους με την εξεταζόμενη κατηγορία φαρμάκων, ενώ στους κόλπους της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας υλοποιούνται σημαντικές επενδύσεις ανάπτυξης γενοσήμων φαρμάκων.

O δείκτης βιομηχανικής παραγωγής φαρμακευτικών προϊόντων και σκευασμάτων της ΕΛΣΤΑΤ, αυξήθηκε την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2018 κατά 18,1%, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2017. Τα εγχωρίως παραγόμενα γενόσημα φάρμακα καλύπτουν ποσοστό μεταξύ 45%-50% περίπου των συνολικά εγχωρίως παραγόμενων φαρμάκων.

Από τη σύνταξη του ομαδοποιημένου ισολογισμού παραγωγικών επιχειρήσεων γενοσήμων φαρμάκων προκύπτει ότι το σύνολο ενεργητικού των επιχειρήσεων παρουσιάζει ενισχυτικές τάσεις την πενταετία 2013-2017 (αύξηση κατά 3,3%). Ο κύκλος εργασιών εμφάνισε πτώση την τριετία 2013-2015 (κατά 2,6%), ενώ ανέκαμψε τη διετία 2016-2017. Πτωτική πορεία παρουσίασε και το μικτό κέρδος μέχρι και το 2014. Όσον αφορά το τελικό (καθαρό) αποτέλεσμα αυτό ήταν ζημιογόνο μόνο κατά το 2014, ενώ τα υπόλοιπα έτη οι χρήσεις ήταν κερδοφόρες. Ανάλογη εικόνα παρουσιάζουν και τα κέρδη EBITDA την εξεταζόμενη περίοδο, καθώς έλαβαν αρνητικό πρόσημο μόνο το 2014.