Σε κατάσταση ακραίας φτώχειας σχεδόν 1,5 εκατ. Έλληνες

Σε κατάσταση ακραίας φτώχειας σχεδόν 1,5 εκατ. Έλληνες

Στοιχεία που σοκάρουν βγάζει η έρευνα του οργανισμου διαΝΕΟσις για τη φτώχεια στην Ελλάδα.

Τον Ιούνιο του 2016 η διαΝΕΟσις σε συνεργασία με την Ομάδα Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Αναπληρωτή Καθηγητή Μάνου Ματσαγγάνη, επιχείρησε να καταγράψει το πρόβλημα της ακραίας φτώχειας στην Ελλάδα με αξιολόγηση των πολιτικών πρόνοιας που έχουν εφαρμοστεί και τη διατύπωση συγκεκριμένων, ρεαλιστικών προτάσεων για την αντιμετώπισή του.

Φέτος, για δεύτερη χρονιά, χαρτογραφεί το πρόβλημα με α) καταγραφή του όριου της ακραίας φτώχειας στην Ελλάδα συμπεριλαμβάνοντας νέα στοιχεία για τα εισοδήματα του 2016, β) αποτίμηση των αλλαγών στα μέτρα κοινωνικής πολιτικής που μεσολάβησαν από την περσινή χρονιά και γ) υπολογισμό του ποσοστού του πληθυσμού που ζει κάτω από το όριο της ακραίας φτώχειας την εξαετία 2011 – 2016 για να καταλήξει στη διατύπωση μίας ανανεωμένης δέσμης προτεινόμενων μέτρων με στόχο τη ραγδαία μείωση του προβλήματος.

 

Σύμφωνα με τη νέα έρευνα της διαΝΕΟσις, 1.488.714 Έλληνες παραμένουν σε κατάσταση ακραίας φτώχειας. Το ποσοστό της ακραίας φτώχειας για το 2016 είναι 13,6%.

Η έρευνα καταλήγει σε μία ανανεωμένη, σε σχέση με πέρσι, δέσμη μέτρων η οποία περιλαμβάνει:

  • Την επέκταση του τακτικού επιδόματος ανεργίας
  • Την αναβάθμιση του ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων
  • Τη θεσμοθέτηση του επιδόματος ενοικίου για δικαιούχους του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης

Ποιο θα ήταν όμως το αποτέλεσμα από την εφαρμογή των παραπάνω μέτρων;

Η αθροιστική επέκταση της εφαρμογής των παραπάνω θα:

  • Βοηθούσε 163.800 άτομα να υπερβούν το όριο της φτώχειας, ενώ θα μείωνε το συνολικό χάσμα της ακραίας φτώχειας κατά 14%.
  • Τετραπλασίαζε το ποσοστό των δικαιούχων ανέργων που λαμβάνουν επίδομα ανεργίας.
  • Αύξανε κατά 50% το ποσό του επιδόματος τέκνων.
  • Παρείχε πρόσθετη στήριξη σε ενοικιαστές πολύ χαμηλού εισοδήματος.

Ο πρόσθετος αριθμός ωφελουμένων θα έφτανε τα 415.000 άτομα (3,8% του πληθυσμού) και το συνολικό δημοσιονομικό κόστος των παραπάνω μέτρων ανέρχεται στα 830 εκατ. ευρώ ή 0,47% του ΑΕΠ.