Σε κίνδυνο φτώχειας πάνω από ένας στους δέκα εργαζομένους

Σε κίνδυνο φτώχειας πάνω από ένας στους δέκα εργαζομένους
Photo: pixabay.com

Η Ελλάδα εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό ανέργων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά ύστερα από πολλά έτη ύφεσης και απότομης εσωτερικής υποτίμησης, δεν είναι μόνο οι άνεργοι που τα βγάζουν δύσκολα πέρα. Το 11% των εργαζομένων στη χώρα μας αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, όπως προκύπτει από έρευνα της Eurostat, που στηρίχθηκε σε στοιχεία του 2018.

Το ποσοστό είναι υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αλλά όχι κατά πολύ. Συνολικά στην Ε.Ε. των 28 κρατών- μελών (η έρευνα περιλαμβάνει και τη Βρετανία) το 10% των εργαζομένων ηλικίας 18 ετών και άνω αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο φτώχειας το 2018, με το ποσοστό να έχει ανέβει σε σχέση με το 8,6%  που κατεγράφη το 2008.

Όσοι είναι σε θέσεις ημιαπασχόλησης ή με συμβάσεις ορισμένου χρόνου κινδυνεύουν σε μεγαλύτερο βαθμό να βρεθούν σε αυτή την θέση. Σύμφωνα με τη Eurostat το ποσοστό των part time εργαζομένων σε κίνδυνο φτώχειας είναι διπλάσιο (15,7%) σε σχέση με τον πλήρους απασχόλησης (7,8%). Και το ποσοστό εκείνων με προσωρινές/ εποχικές συμβάσεις σε κίνδυνο φτώχειας είναι τρεις φορές υψηλότερο (16,2%) από εκείνων με σύμβαση μόνιμης θέσης (6,1%).

Η εικόνα διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα. Στη Ρουμανία το 15,3% των εργαζομένων βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, ενώ εξαιρετικά υψηλό (13,5%) είναι και το ποσοστό στο Λουξεμβούργο, που δεν το έχουμε συνηθίσει σε αρνητικές διακρίσεις. Στην Ισπανία και την Ιταλία το ποσοστό είαι 12,9% και 12,2% αντίστοιχα, στη Βρετανία 11,3% και ακολουθεί η Ελλάδα με 11%.

Στον αντίποδα τα χαμηλότερα ποσοστά εργαζομένων σε κίνδυνο φτώχειας τα συναντάμε στη Φινλανδία (3,1%), την Τσεχία (3,4%), την Ιρλανδία (4,9%), το Βέλγιο και την Κροατία (5,2%) και τη Δανία (5,4%).

Αξίζει να σημειωθεί ότι την τελευταία δεκαετία το ποσοστό των εργαζομένων σε κίνδυνο φτώχειας έχει αυξηθεί στη μεγάλη πλειονότητα των κρατών- μελών, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να καταγράφονται σε Λουξεμβούργο (4,1 πμ), την Ιταλία (3,2 πμ), τη Βρετανία (2,8 πμ). Στην Ελλάδα από την άλλη το ποσοστό το 2018 ήταν μειωμένο κατά 3,3 πμ σε σχέση με το 2008.