Τα διλήμματα της Άνγκελα Μέρκελ

Τα διλήμματα της Άνγκελα Μέρκελ
Photo:

Πώς οι πολιτικές επιλογές των Χριστιανοδημοκρατών παγιδεύουν το πολιτικό παρόν της Άνγκελα Μέρκελ.

* Του Βασίλη Σαμούρκα

Πολλά έχουν γραφτεί για την επιμονή της γερμανικής κυβέρνησης και των συμμαχικών σε αυτήν χωρών, όπως η Ισπανία, οι Benelux, οι πρώην γιουγκοσλαβικές και τσεχοσλοβάκικες δημοκρατίες και οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της Βαλτικής, στις πολιτικές σκληρών περικοπών καθ’ όλη τη διάρκεια της ευρωκρίσης.

Η Άνγκελα Μέρκελ έχει περιγραφεί με πολύ σκληρά λόγια ως η «πρωθιέρεια» της λιτότητας εν μέσω ύφεσης και αποπληθωρισμού, με πολλά σχόλια κυρίως από την άλλη άκρη του Ατλαντικού να περιστρέφονται γύρω από την «προτεσταντική της εμμονή» σε μια σκληρή συνταγή δημοσιονομικού δογματισμού. Από την άλλη, η ίδια η καγκελάριος φέρεται να στηρίζει πολλά από την μέχρι τώρα πορεία της στον άλλοτε άσπονδο «φίλο» της, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, με τον οποίο είχε επιλέξει να διατηρήσει τις αποστάσεις της μετά το σκάνδαλο δωροδοκιών που παρέσυρε τον ίδιο σε μια μικρή αποχή από τα πολιτικά πράγματα της Γερμανίας – άλλωστε, πολλοί είναι εκείνοι που λένε ότι ο εκ των κοντινότερων πολιτικών προσώπων του καγκελαρίου Κολ, Σόιμπλε, ίσως να ήταν εκείνος ο επόμενος μεγάλος ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών αν δεν τον προλάβαιναν τα σκάνδαλα.

Η Άνγκελα Μέρκελ είδε στις πρόσφατες εκλογές του Αμβούργου το κόμμα της να συντρίβεται από τους Σοσιαλδημοκράτες και τη δημοτικότητα του ευρωσκεπτικιστικού AfD να αυξάνεται, δεχόμενη παράλληλα πιέσεις για να σκληρύνει ακόμη περισσότερο τη στάση της έναντι των «ατίθασων» οικονομικά χωρών, όπως είναι και η Ελλάδα. Η πολιτική επιλογή της καγκελαρίου και του κόμματός της, σε συνδυασμό με την πολιτική εκεχειρία που κρατά εδώ και χρόνια με τους ακόμη πιο σκληρούς Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας, στρίμωξε την ίδια και τους Χριστιανοδημοκράτες σε μια τιμωρητική πολιτική η οποία προσέφερε αυξημένη δημοτικότητα και μεγαλύτερη συμπάθεια στις λαϊκές μάζες. Αποτελέσματα αυτού ήταν η μετατροπή της «γερμανικής πυγμής» σε μέσο ψηφοθηρίας κυρίως μετά τη γέννηση της ευρωζώνης, σφυρηλατώντας με τον τρόπο αυτόν τη σημερινή πολιτική ταυτότητα της Άνγκελα Μέρκελ.

Η συστημική κρίση του ευρώ βρήκε την καγκελάριο και το γερμανικό κράτος ενώπιον μιας κατάστασης την οποία φάνηκε να μην μπορεί να διαχειριστεί. Άλλωστε, το ελληνικό ζήτημα ήταν για την ίδια την Μέρκελ ένα μεγάλο τεστ ετοιμότητας για την επόμενη μέρα, στο οποίο κατά γενική ομολογία απέτυχε. Η Ελλάδα έπρεπε να σωθεί το 2010, όμως η έλλειψη εμπειρίας στην Ευρωζώνη και η αναβλητικότητα των Ευρωπαίων ηγετών έφεραν την γερμανική πρόταση για συμμετοχή του ΔΝΤ και ως δανειστή, αλλά κυρίως ως τεχνικού συμβούλου για την ελληνική περιπέτεια.

Η Ελλάδα συμπληρώνει σήμερα πέντε σχεδόν χρόνια σκληρής λιτότητας και πολλών –τυπικών και μη- διαρθρωτικών αλλαγών, αλλά παραμένει αφερέγγυα με βάση την αξιολόγηση του αξιόχρεού της αλλά και της ίδιας της παραγωγικής της βάσης. Η σκληρή λιτότητα της γερμανικής κυβέρνησης φάνηκε να μην αποδίδει τους καρπούς που η ίδια ανέμενε, ακόμη κι όταν οι στόχοι ως προς τα ελλείμματα και την επιστροφή στην ανάπτυξη που η τρόικα των δανειστών είχαν συμφωνήσει, αποτύγχαναν από χρόνο σε χρόνο. Όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν οι στόχοι και οι πίνακες με τα διαγράμματα που αποτύγχαναν, αλλά η ίδια η γερμανική άποψη πως αυτός είναι ο ένας και μοναδικός τρόπος να αντιμετωπιστεί το ελληνικό πρόβλημα χωρίς να καταστραφεί η ίδια η χώρα.

Η Άνγκελα Μέρκελ βρέθηκε μπροστά στο φάσμα μιας αποτυχίας η οποία μπορεί στην οικονομία της να μην έχει τεράστιο αντίκτυπο, όμως στο πολιτικό της γόητρο και τη δημοφιλία της ίσως αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα της. Η παραδοχή ότι το ελληνικό πρόγραμμα απέτυχε και οι ατυχείς συγκρίσεις με άλλες προβληματικές οικονομίες (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία), οι οποίες αντιμετώπιζαν με τη σειρά τους εντελώς διαφορετικές καταστάσεις, θα πλήγωνε το σιδηρούν οικονομικό προσωπείο της καγκελαρίου.

Παρόλα αυτά, οι πιέσεις που και η ίδια δέχεται στο εσωτερικό της μετά το τέλος των πρόσφατων ελληνικών εκλογών, είναι αφόρητες. Το κοινό που εκπαιδεύτηκε με το δόγμα «οι Έλληνες μας ζητούν συνεχώς λεφτά και γι’ αυτό πρέπει να τιμωρηθούν» αδυνατεί τώρα να πιστέψει πως το γερμανικό κράτος οφείλει να βάλει πρώτα το συνολικό καλό της ευρωζώνης κι έπειτα το δικό του. Από την άλλη, οι άσπονδοι φίλοι της απειλούν να φυλλορροήσουν για άλλες, πιο σκληρές «πολιτείες» στις οποίες ο λαϊκισμός και οι απίθανες απόψεις όπως τα «διόδια για όλα τα αυτοκίνητα με ξένες πινακίδες που εισέρχονται σε γερμανικούς αυτοκινητόδρομους», ακούγονται πολύ πιο απλά στα αυτιά του μέσου συντηρητικού ψηφοφόρου.

Η Άνγκελα Μέρκελ έχει αποδείξει ότι αρέσκεται στο να περιμένει μέχρι οι καταστάσεις να οδηγηθούν από μόνες τους στη λύση που η ίδια προτείνει. Και στην ελληνική περίπτωση, τα πράγματα φαντάζουν ιδανικά – τουλάχιστον στα χαρτιά. Η παράταση του προγράμματος λήγει στις 28 Φεβρουαρίου, και η ίδια δεν έχει να κάνει τίποτε άλλο παρά να περιμένει την ελληνική πλευρά να φέρει το σχέδιο της για ένα νέο πρόγραμμα στο τραπέζι.

Το σενάριο αυτό θα φάνταζε «μουσική» στα αυτιά του Βερολίνου. Οι Χριστιανοδημοκράτες θα παρουσίαζαν στην κοινή τους γνώμη το τέλος μιας κατάστασης και τη μετάβαση σε μια άλλη –όπως ήταν έτοιμοι να κάνουν με την γραμμή πιστωτικής στήριξης πριν τις ελληνικές προεδρικές εκλογές- ενώ η Ελλάδα θα είχε να αντιμετωπίσει το φάσμα ενός νέου μνημονίου, το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση δεν ήθελε καν να ακούει σαν λέξη.

Όμως, δυστυχώς για την καγκελάριο, η επιμονή για άμεση λύση ξεπερνά τις επιλογές υψηλού πολιτικού τακτικισμού. Η συνοχή της ευρωζώνης απειλείται γιατί –μεταξύ άλλων- η γερμανική πολιτική σκηνή αφιερώθηκε υπερβολικά στην εξέταση κάθε κίνησης της νέας κυβέρνησης, ενώ ο γερμανικός λαός έφτασε να γνωρίζει με το μικρό του όνομα ακόμη και τον Παναγιώτη Λαφαζάνη ή τον Δημήτρη Στρατούλη (τυχαία επιλέχθηκαν αυτά τα ονόματα).

Η άκρατη «ελληνολογία» αλλά και οι πιέσεις του υπό κατάρρευση Μαριάνο Ραχόι μαζί με την επιμονή της Ουάσινγκτον να τελειώνει επιτέλους με την επίμονη λιτότητα, έστρεψε την Μέρκελ σε έναν μονόδρομο τον οποίο η ίδια έχτιζε – ηθελημένα ή μη- εδώ και πέντε χρόνια.

Πλέον, οι επιλογές της είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Η στάση του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος χαρακτήρισε την Τρίτη «λανθασμένες» πολλές από τις επιλογές της τρόικας, οφείλει να γύρει την πλάστιγγα της γερμανικής πολιτικής ματαιοδοξίας προς μια άλλη σκοπιά, και να πείσει (ή να απελευθερώσει) την καγκελάριο να παλέψει για αυτό που πραγματικά πάσχισε ως πολιτικός ηγέτης. Την ομαλή ευρωπαϊκή ολοκλήρωση χωρίς την κατάρρευση του παραδοσιακού ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους.

Κι αν όλα αυτά δεν πείσουν το Βερολίνο να πει το πολυπόθητο «ναι», τότε το υψηλότερο στην ιστορία ποσοστό φτώχειας μετά την επανένωση του 1990 -με 12,5 εκατομμύρια πολίτες να μην κερδίζουν ούτε τα στοιχειώδη όπως αποκάλυψε η έκθεση «Ραγισμένη Δημοκρατία» της ομοσπονδίας κοινωνικής αρωγής και υγείας «Paritätische Gesamtverband»- ίσως σταθεί ικανό να δείξει μια άλλη διέξοδο σε ένα πρόβλημα που το μόνο που κάνει είναι να κολλάει ταμπέλες σε ολόκληρους λαούς, χωρίς ουσιαστικά κανέναν λόγο.

Ο Βασίλης Σαμούρκας είναι αρχισυντάκτης του FortuneGreece.com