Βαθαίνει το έλλειµµα ασφάλισης του Έλληνα

Βαθαίνει το έλλειµµα ασφάλισης του Έλληνα

Πώς δηµόσιος και ιδιωτικός τοµέας καλούνται να συµπράξουν για να καλύψουν το «κενό» ασφάλισης των πολιτών.

Της Ευγενίας Τζώρτζη

Η πρωτοβουλία του Αµερικανού Προέδρου Μπαράκ Οµπάµα να πρωταγωνιστήσει ο ίδιος σε διαφηµιστική καµπάνια, σε µια προσπάθεια να υπενθυµίσει στους Αµερικανούς πολίτες την προθεσµία για εγγραφή έως στις 15 Φεβρουαρίου στο εθνικό πρόγραµµα υγείας, σε τίποτε δεν παραπέµπει στις πρώτες δηλώσεις που έκανε την ίδια περίοδο ο Έλληνας υπουργός Υγείας. Λίγες µόλις µέρες µετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Παναγιώτης Κουρουµπλής εξήγγειλε, ως ένα από τα πρώτα µέτρα της νέας κυβέρνησης, τη διακοπή της αποζηµίωσης από το κράτος των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων, στην περίπτωση των ασφαλισµένων που κάνουν χρήση της δηµόσιας και ιδιωτικής ασφάλισης που διαθέτουν.

«Είναι δυνατόν ένας ασφαλισµένος του ΕΟΠΥΥ που έχει και ιδιωτική ασφάλιση να πηγαίνει σε ιδιωτική κλινική και αυτή να ζητεί να αποζηµιωθεί πρώτα από το κράτος και έπειτα από την ιδιωτική ασφάλιση;» αναρωτήθηκε ο υπουργός Υγείας, για να ξεκαθαρίσει στη συνέχεια ότι «το κράτος θα πληρώνει στις ιδιωτικές κλινικές µόνο πράξεις που δεν µπορούν να γίνουν σε δηµόσιο νοσοκοµείο».

Οι γνωρίζοντες τα οικονοµικά της υγείας στη χώρα µας, ανάµεσα στους οποίους ο επίκουρος καθηγητής της Σχολής Κοινωνικών Επιστηµών του Πανεπιστηµίου Πελοποννήσου Κυριάκος Σουλιώτης, εξηγούν στο Fortune ότι πράγµατι «η Ελλάδα είναι µεταξύ των χωρών που βρίσκεται υψηλά στην κατάταξη σε όρους ιδιωτικής δαπάνης για υπηρεσίες υγείας. Το ποσοστό, όµως, που καταβάλλει κάποιος για ασφαλιστικά προγράµµατα υγείας, µέσω δηλαδή των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών, αντιπροσωπεύει µόλις το 9% των συνολικών χρηµάτων που δαπανά ένα νοικοκυριό για να έχει πρόσβαση στις ιδιωτικές καλύψεις».

Διαβάστε ακόμη: Ασφαλιστικό: Ένα «αγκάθι» που ακόμη τρυπάει

Τα υπόλοιπα, δηλαδή το 91%, σύµφωνα µε τα στοιχεία της Παγκόσµιας Τράπεζας, είναι οι δαπάνες out of pocket, ήτοι τα χρήµατα που κάποιος δαπανά µόνος του και τα οποία δεν εντάσσονται σε κάποιο ιδιωτικό –ούτε φυσικά σε κάποιο δηµόσιο– φορέα.

Οι δύο διαφορετικές προσεγγίσεις φαίνεται ότι αντανακλούν τη διαφορά αντίληψης για έναν στόχο που θα έπρεπε να είναι κοινός, δηλαδή την ανάγκη εξασφάλισης επαρκούς κάλυψης σε όσο το δυνατόν µεγαλύτερη µερίδα του πληθυσµού σε προσιτό κόστος. «Στόχος δεν είναι η αντιπαράθεση» επεσήµανε λίγες µέρες αργότερα από το βήµα της γενικής συνέλευσης της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος (ΕΑΕΕ) ο επανεκλεγείς πρόεδρος Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου, αλλά «η συµπληρωµατικότητα και η παροχή ολοκληρωµένης κάλυψης στους ασφαλισµένους».

Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου
Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου
Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου

Οι δυνατότητες δεν περιορίζονται στον τοµέα της υγείας, επέµεινε. Πολύ περισσότερο επεκτείνονται στον κρίσιµο τοµέα της σύνταξης, των καλύψεων από σεισµό ή άλλα φυσικά φαινόµενα. Οι πρόσφατες φυσικές καταστροφές στη Ρόδο, την Κεφαλονιά και τελευταία στην Αθήνα ανέδειξαν αυτή την αναγκαιότητα και επανέφεραν, για άλλη µία φορά, µε δραµατικό τρόπο το θέµα του ελλείµµατος ασφάλισης στον πληθυσµό της χώρας. «Η ανάγκη της ασφάλισης είναι πολλαπλασιαστική σε καιρό κρίσης» εξηγεί ο CEO της Allianz Ελλάδος Πέτρος Παπανικολάου, που επισηµαίνει ότι, παρά το γεγονός ότι «ο κόσµος είναι πιεσµένος οικονοµικά, ιεραρχεί υψηλά τα προϊόντα της υγείας και της σύνταξης».

Η διαφαινόµενη δυσκολία συνεργασίας δηµόσιου και ιδιωτικού τοµέα για την εξεύρεση κοινών λύσεων σε τίποτε δεν µειώνει την αξία της ασφάλισης – ειδικά στον τοµέα της υγείας, ο οποίος, παρά την κρίση, που έχει οδηγήσει σε πτώση των εργασιών του κλάδου κατά 30% τα πέντε τελευταία χρόνια, αποτελεί έναν από τους πιο δυναµικούς τοµείς της ιδιωτικής ασφάλισης. Σύµφωνα µε εκτιµήσεις της ΕΑΕΕ, η ιδιωτική ασφάλιση υγείας καλύπτει περισσότερους από ένα εκατοµµύριο Έλληνες πολίτες, ενώ οι συνολικές αποζηµιώσεις πλησιάζουν τα 450 εκατ. ευρώ. Η αυξανόµενη ζήτηση για προγράµµατα υγείας έρχεται να διαψεύσει κάθε ιδεοληψία για την αναγκαιότητά της, θέτοντας ίσως και τις βάσεις για µια πιο ειλικρινή συζήτηση για το θέµα, αφού, όπως επισηµαίνει ο διευθύνων σύµβουλος της MetLife στην Ελλάδα Δηµήτρης Μαζαράκης, «οφείλουµε να έχουµε υπόψη µας ότι ο σκοπός της ύπαρξης ενός συστήµατος υγείας είναι η ικανοποίηση των αναγκών και των προσδοκιών των πολιτών». Η παραδοχή αυτή είναι βασική για να κατανοήσουµε στη συνέχεια ότι «ένα σύστηµα υγείας θα πρέπει να αξιοποιεί πλήρως όλα τα συστατικά στοιχεία, όλους τους δοµικούς φορείς, στη λειτουργία του».

Η ιδιωτική αγορά δεν ανταποκρίθηκε µόνο στις αυξηµένες ανάγκες της κοινωνίας τις οποίες προκάλεσε η υποχώρηση των κρατικών δοµών εισάγοντας νέα προϊόντα ετήσιας ανανέωσης που έκαναν προσιτή για σηµαντική µερίδα του πληθυσµού την ιδιωτική ασφάλιση. Πολύ περισσότερο, σύµφωνα µε τον Πέτρο Παπανικολάου «προχώρησε ένα βήµα παραπέρα, δηµιουργώντας ειδικά προγράµµατα, που συνδυάζουν τις παροχές των δύο συστηµάτων και εξασφαλίζουν υψηλής ποιότητας υπηρεσίες µε εξαιρετικά ελκυστικό ασφάλιστρο».

Τα προγράµµατα αυτά αποτέλεσαν ένα πρώτο δείγµα σύµπραξης δηµόσιου και ιδιωτικού τοµέα. Οι εταιρείες δηλώνουν πλέον ανοιχτές «να εργαστούν µε την πολιτεία στη χαρτογράφηση των δοκιµασµένων µέχρι σήµερα ανά τον κόσµο µοντέλων», σηµειώνει ο Δηµήτρης Μαζαράκης, αναφερόµενος στην εµπειρία που κοµίζουν άλλα συστήµατα στην Ευρώπη. Από το ολλανδικό σύστηµα, το οποίο όπως το περιγράφει σύµβουλος σε θέµατα υγείας από την Ολλανδική Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Τζος Μπράιτ, «αποτελεί µία ιδιωτική ασφάλιση υγείας µε κρατικές προδιαγραφές και εγγυήσεις που διασφαλίζουν την κοινωνική αλληλεγγύη», έως το γαλλικό, που, σύµφωνα µε τον γενικό διευθυντή της Groupama στην Ελλάδα Μπερτράν Βουαρέ «δηµόσιος και ιδιωτικός τοµέας λειτουργούν από κοινού και ουσιαστικά αλληλοσυµπληρώνονται», τα περιθώρια για συνεργασία είναι πολλά.

«Η ιδιωτική ασφάλιση, ως κλάδος, διαθέτει σηµαντική τεχνογνωσία και πείρα και µπορεί να αποτελέσει έναν συµπληρωµατικό µηχανισµό διαχείρισης των παροχών υγείας στο ευρύτερο σύστηµα υγείας της χώρας» εξηγεί ο Γιώργος Βελιώτης, γενικός διευθυντής Ασφαλίσεων Ζωής και Υγείας της Interamerican, µιας εταιρείας που έχει αναπτύξει τη δική της καθετοποιηµένη δοµή παροχής υπηρεσιών υγείας και ελπίζει σε µια διευρυµένη συνεργασία ιδιωτικού και δηµόσιου τοµέα.

Ανάλογα περιθώρια υπάρχουν στον τοµέα της σύνταξης, προκειµένου, σύµφωνα µε τη χαρακτηριστική αποστροφή του Αλέξανδρου Σαρρηγεωργίου στη Γενική Συνέλευση της Ένωσης να αποτραπεί για τον πληθυσµό η προοπτική γηρατειών στερήσεων και ανέχειας. Παρά το γεγονός ότι στην ίδια εκδήλωση η κυβέρνηση, διά στόµατος του υπουργού Οικονοµικών Γιώργου Σταθάκη, επέµεινε για αξιακούς και κοινωνικούς λόγους «στο αναδιανεµητικό σύστηµα», η διατήρηση των ποσοστών αναπλήρωσης σε υψηλά επίπεδα µόνο µέσα από το κρατικό σύστηµα βρίσκεται σε πλήρη δυσαρµονία µε την εικόνα των ελλειµµάτων που εµφανίζουν τα κρατικά ταµεία.

Η ευρωπαϊκή εµπειρία χωρών όπως η Ιρλανδία ή η Ολλανδία, όπου τα ποσοστά αναπλήρωσης φθάνουν αντίστοιχα το 113% και το 105%, µε το 42% και 40% αντίστοιχα να προέρχεται από την ιδιωτική ασφάλιση, έρχεται και πάλι να επιβεβαιώσει την ανάγκη συµπληρωµατικότητας δηµόσιου και ιδιωτικού τοµέα.

Οι Έλληνες, που από το 96% του ποσοστού αναπλήρωσης των συντάξεών τους κινδυνεύουν να βρεθούν στο 40% περίπου (σ.σ.: σε αυτό παραπέµπει η ρήτρα µηδενικών ελλειµµάτων σε κύριες και επικουρικές συντάξεις στην πλήρη εφαρµογή της), αρχίζουν δειλά να συνειδητοποιούν την ανάγκη της αποταµίευσης. Τα στοιχεία για την πορεία των εργασιών του 2014, µε βάση τα οποία καταγράφεται για πρώτη φορά έπειτα από πέντε χρόνια διαρκούς πτώσης άνοδος στις εργασίες ζωής, αποτελούν µια πρώτη ένδειξη σταθεροποίησης της αγοράς και στροφής προς τη µακροχρόνια αποταµίευση.

Ενθαρρυντικό στοιχείο αποτελεί, επίσης, ότι η άνοδος αυτή δεν προέρχεται µόνο από τη ζήτηση για επενδυτικά προϊόντα, αλλά για και µια, δειλή έστω, ανάκαµψη των κλασικών αποταµιευτικών προγραµµάτων. Άλλωστε, η προτίµηση που δείχνουν οι Έλληνες ασφαλισµένοι στα επενδυτικά προϊόντα δικαιολογείται από την αδυναµία να προεξοφλήσουν τη δυνατότητά τους να αποταµιεύουν συστηµατικά, στον βαθµό που η κρίση κάθε άλλο παρά έχει ξεπεραστεί. Την προτίµηση σε επενδυτικές επιλογές ευνοεί –µεταξύ άλλων– και η υποχώρηση των επιτοκίων στις προθεσµιακές καταθέσεις, που µονοπωλούσαν επί καιρό το ενδιαφέρον των εν δυνάµει αποταµιευτών.

* Το άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.