Fleurette Καραδόντη: Η «ψυχή» του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή

Fleurette Καραδόντη: Η «ψυχή» του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή
Ψυχή του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, η πψ Fleurette Καραδόντη γεννήθηκε και μεγάλωσε «αναπνέοντας» μέσα σε μία από τις σημαντικότερες ιδιωτικές συλλογές του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Στη συζήτηση που ακολουθεί, μιλήσαμε για όλα όσα συνθέτουν την ατμόσφαιρα, τον σκοπό και τη λειτουργία ενός από τα ωραιότερα μουσεία Σύγχρονης και Μοντέρνας ευρωπαϊκής αλλά και ελληνικής Τέχνης, που στεγάζει τη δωρεά των ιδρυτών της λίγα μέτρα από το Καλλιμάρμαρο, στο κέντρο της Αθήνας.

Η Fleurette Καραδόντη είναι μια γυναίκα χαμηλών τόνων, υψηλής αισθητικής και με βαθιά γνώση της Τέχνης. Μυήθηκε στο συναίσθημα που εκπορεύεται από έργα, όπως του Πικάσο, του Σεζάν, του Γκογκέν, του Βαν Γκογκ, του Μονέ, αλλά και κορυφαίων Ελλήνων όπως ο Τέτσης, ο Μόραλης, ο Παρθένης, από πολύ μικρή. Ανιψιά της Ελίζας Γουλανδρή, επένδυσε από παιδί στη φιλοσοφία των δωρητών, που ήθελαν τα έργα της συλλογής τους να «μιλούν» μεταξύ τους, και το 2000 ανέλαβε πρόεδρος του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή. Με σπουδές στην Ιστορία της Τέχνης και τη Μουσειολογία, έζησε στο πετσί της, όπως λέει, την περιπέτεια της δημιουργίας του μουσείου μέσα από πολλές αναβολές. Περί τα 19 χρόνια μετά την πρώτη αναγγελία της ίδρυσης του μουσείου στην οδό Ρηγίλλης σε σχέδια του φημισμένου αρχιτέκτονα Ι.Μ. Πέι, ο χώρος που θα το στέγαζε αποκαλύφθηκε ότι έκρυβε το Λύκειο του Αριστοτέλη. Ύστερα από πολλές αλλαγές, τροποποιήσεις και διαμαρτυρίες αναφορικά με τις διάφορες χωροθετήσεις του κτιρίου, το μουσείο στεγάζεται σήμερα σε ένα ιδιόκτητο ακίνητο στην οδό Ερατοσθένους στο Παγκράτι, που προήλθε από τη σύζευξη και αρμονική συνδιαλλαγή ενός διατηρητέου μεσοπολεμικού κτίσματος και μιας σύγχρονης προσθήκης. Πλέον, μετά και την περιπέτεια της πανδημίας, το μουσείο του Ιδρύματος στην Αθήνα, συνολικής επιφάνειας 7.250 τ.μ. και 11 ορόφων (πέντε εξ αυτών κάτω από την επιφάνεια του εδάφους) φιλοξενεί περιοδικές εκθέσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα και πολιτιστικές εκδηλώσεις, αξιοποιώντας σύγχρονες μουσειακές εφαρμογές στον χώρο της νεότερης και σύγχρονης Τέχνης. Με τη Fleurette Καραδόντη συναντηθήκαμε με αφορμή το workshop του CEO Initiative, που πραγματοποιήθηκε αρχές Οκτωβρίου, στους υπέροχους χώρους του Ιδρύματος που φιλοξενούν από ανεπίσημες εκδηλώσεις μέχρι επίσημα δείπνα, συνέδρια, ημερίδες, εταιρικά events, cocktail parties, και workshops. Το απαλό και συνάμα βαθύ βλέμμα της ακόμη με ακολουθεί, ίσως γιατί δεν συνειδητοποιεί μέσα στην απλότητα, τη λιτότητα και τη γενναιοδωρία της πόσο υπερήφανη πρέπει να είναι για ένα σπουδαίο στολίδι· ένα μεγάλο έργο που με τη δική της επιμονή και υπομονή σήμερα επισκέπτονται και απολαμβάνουν όλοι οι Έλληνες και ξένοι επισκέπτες.

«Η παρακαταθήκη που τώρα αισθάνομαι είναι η αγάπη προς αυτά τα έργα, τα οποία ζουν για εμάς, όπως ζούσαν και για τον Βασίλη και την Ελίζα».

Τον Οκτώβριο συμπληρώθηκαν τέσσερα χρόνια από τότε που το μουσείο άνοιξε τις πόρτες του στο κέντρο της Αθήνας. Τι αποτύπωμα νιώθετε ότι έχει αφήσει μέχρι σήμερα;

Ο κόσμος το έχει «αγκαλιάσει». Νομίζω ότι έχει αρχίσει να σκέφτεται για εμάς αυτό που πάντα ήθελαν ο Βασίλης και η Ελίζα: ότι είμαστε ένας χώρος όπου μπορούν να απολαύσουν αυτά τα υπέροχα έργα και δεν χρειάζεται πια να ταξιδέψουν εκτός Ελλάδας για να δουν έργα τόσο σημαντικών καλλιτεχνών, όπως συνέβαινε πριν ανοίξει το μουσείο μας στην Αθήνα. Βέβαια, αυτό είναι μια πρόσφατη εξέλιξη, γιατί με το που ανοίξαμε μας βρήκε ο κορωνοϊός και έκλεισε η ζωή μας εν μια νυκτί.

Εντούτοις, μέσα σε χρόνο ρεκόρ έγινε η ψηφιακή μετάβαση του μουσείου. Αλήθεια, πώς λειτούργησε;

Είχε ξεκινήσει πολύ πριν. Ήταν στα σχέδιά μας η ψηφιακή μετάβαση. Πολλά από τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα είχαν ήδη μπει σε τροχιά online. Τα έργα είχαν φωτογραφηθεί, είχαμε κάνει και ένα 3D αποτύπωμα του μουσείου, γιατί πάντα είχαμε κατά νου ότι θα ταξίδευε η συλλογή ψηφιακά σε όλη την Ελλάδα, κυρίως σε οίκους ευγηρίας και σε ανθρώπους που δεν θα μπορούσαν να μεταβούν στην Αθήνα. Οπότε, όταν ήρθε η πανδημία, ήμασταν έτοιμοι να το κάνουμε.

Με αφορμή την ψηφιακή μετάβαση θα ήθελα τη γνώμη σας στο εξής: Πιστεύετε ότι ένα έργο τέχνης στην ψηφιακή του μορφή, όσο τέλεια και αν είναι, μπορεί να μας μεταφέρει το ίδιο συναίσθημα, την ίδια αισθητική ολοκλήρωση; Πώς λειτουργεί η ψηφιακή εικόνα σε σχέση με την πραγματική;

Είναι απολύτως αδύνατο μια ψηφιακή εικόνα να μεταφέρει το συναίσθημα, το χρώμα και την ένταση ενός έργου. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι τα έργα έχουν και διαφορετικά μεγέθη. Κάποια έργα είναι πάρα πολύ δυνατά, αλλά πάρα πολύ μικρά. Για παράδειγμα, το σχέδιο του Ντε Κίρικο με την αυτοπροσωπογραφία του, καθώς και η αυτοπροσωπογραφία του Σεζάν. Έργα πολύ δυνατά αλλά πολύ μικρά. Κάποια άλλα έργα είναι πολύ μεγάλα, οπότε εντυπωσιάζουν από το μέγεθός τους και μόνον, άρα είναι απολύτως αδύνατον να μεταφέρουν το ίδιο συναίσθημα από μια οθόνη ή έναν κατάλογο. Επίσης, η ηρεμία την οποία αισθάνεσαι μέσα σε ένα μουσείο, αυτή η αποσύνδεση με τη ζωή έξω, παίζει μεγάλο ρόλο.

«Ο Βασίλης και η Ελίζα αγαπούσαν την Τέχνη, τη ζούσαν στην καθημερινότητά τους, συζητούσαν γι’ αυτήν. Το να είσαι μέρος αυτής της συζήτησης είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Έζησα στο πετσί μου ότι στην Τέχνη δεν υπάρχει σωστό και λάθος».

Λόγω της συγγένειας με τους συλλέκτες, είχατε μυηθεί από μικρή στην αθανασία των έργων τέχνης, στο συναίσθημα που εκπορεύεται από έργα π.χ. του Πικάσο, του Σεζάν, του Γκογκέν, του Βαν Γκογκ, αλλά και κορυφαίων Ελλήνων όπως είναι ο Τέτσης, ο Μόραλης, ο Παρθένης. Ποια είναι η παρακαταθήκη από τη σχέση αυτή με την Τέχνη;

Η παρακαταθήκη που τώρα αισθάνομαι είναι η αγάπη προς αυτά τα έργα, τα οποία για εμάς ζουν όπως ζούσαν και για τον Βασίλη και την Ελίζα. Φυσικά, όταν ήμουν μικρή, τα έργα αυτά ήταν καθημερινότητα. Τώρα ξέρω πολλά παραπάνω για τη σημασία τους. Διότι ο Βασίλης και η Ελίζα, εκτός από το ότι αγαπούσαν την Τέχνη, τη βίωναν. Δεν ήταν συλλέκτες που αγόραζαν ένα έργο απλώς και μόνο γιατί τους το έλεγε ένας ειδικός. Ερωτεύονταν αυτά τα έργα και τα βίωναν στην καθημερινότητά τους, συζητούσαν πάρα πολύ γι’ αυτά. Οπότε το να είσαι μέρος αυτής της συζήτησης είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, διότι έζησα στο πετσί μου ότι στην Τέχνη δεν υπάρχει σωστό και λάθος.

Είναι πολύ ωραίο αυτό που λέτε. Γιατί μιλάμε για δύο κορυφαίους συλλέκτες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, οι οποίοι επιπλέον από πάρα πολύ νωρίς είχαν στο νου τους τη δωρεά της συλλογής κάποια στιγμή στην πατρίδα, παρότι ζούσαν κυρίως στο εξωτερικό. Σας είχαν μιλήσει ποτέ για το κίνητρο αυτής της δωρεάς;

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, συζητούσαν για τη δημιουργία ενός μουσείου στην Αθήνα. Στην αρχή προγραμματιζόταν να γίνει ένα νεοκλασικό στο Κολωνάκι, ένα σχέδιο το οποίο δεν μπόρεσε να προχωρήσει, και μετά πέρασε από διάφορες χωροθετήσεις. Είμαι σίγουρη ότι γνωρίζετε όλη την περιπέτεια που ζήσαμε.

Το μουσείο έχει και εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Ποιες είναι οι κατευθύνσεις του εκπαιδευτικού προγράμματος του Ιδρύματος;

Το Ίδρυμα ποτέ δεν θεωρούσε τα εκπαιδευτικά προγράμματα ως κάτι το οποίο κάνουμε μόνο για τα παιδιά και τα σχολεία. Πάντα είχαμε στον νου μας ότι η εκπαίδευση πρέπει να απευθύνεται σε όλο τον κόσμο. Άλλες δράσεις κάνεις για μικρά παιδιά, άλλες δράσεις για σχολεία, άλλες δράσεις για εφήβους, άλλες δράσεις για ενήλικες. Δράσεις που ποτέ δεν θέλαμε να είναι μια διάλεξη, ένας μονόλογος. Θέλαμε πάντα να είναι ένας διάλογος με το ακροατήριο. Γιατί, όπως σας είπα, δεν υπάρχει σωστό και λάθος και θεωρούμε ότι, όταν ένας επισκέπτης αισθανθεί την άνεση να εκφέρει τη γνώμη του, ασχέτως αν είναι θετική ή αρνητική, δεν υπάρχει πρόβλημα.

«Είναι απολύτως αδύνατο μια ψηφιακή εικόνα να μεταφέρει το συναίσθημα, το χρώμα και την ένταση ενός έργου. Μην ξεχνάμε ότι τα έργα έχουν και διαφορετικά μεγέθη. Κάποια είναι πάρα πολύ δυνατά, αλλά πάρα πολύ μικρά. Κάποια άλλα εντυπωσιάζουν με το μέγεθός τους».

Τα τελευταία χρόνια η Αθήνα έχει γίνει τουριστικός προορισμός. Αν κάποτε το πολιτιστικό προϊόν για έναν επισκέπτη της Αθήνας ήταν οι αρχαιότητες, σήμερα για έναν ξένο επισκέπτη ένα μουσείο σαν το Ίδρυμα Γουλανδρή είναι προορισμός;

Φυσικά και είναι. Άλλωστε το καλοκαίρι η συντριπτική πλειονότητα των επισκεπτών μας δεν είναι Έλληνες. Οι Έλληνες έρχονται τον χειμώνα, οι ξένοι το καλοκαίρι. Σίγουρα, οι περισσότεροι ξένοι επισκέπτες πρώτα θα πάνε στον Παρθενώνα, μετά στο μουσείο της Ακρόπολης και, δεδομένου ότι μένουν για λίγες ημέρες στην Αθήνα, η Μοντέρνα Τέχνη είναι λίγο πιο χαμηλά στις επιλογές τους. Πολλοί που έρχονται στην Αθήνα με κρουαζιέρες έχουν στη διάθεσή τους μόνο μία ημέρα, ίσως μόνο μερικές ώρες, οπότε όταν στις δικές τους τις χώρες έχουν την ευκαιρία να δουν έργα σαν τα δικά μας θα προτιμήσουν τις αρχαιότητες.

Βέβαια, οι νεότερες γενιές λένε συχνά ότι δεν θέλουν να μιλούν μόνο για το παρελθόν. Η Ελλάδα μπορεί να «εξάγει» και Μοντέρνα Τέχνη, να γίνει σημείο συνάντησης της Σύγχρονης και της Μοντέρνας Τέχνης. Είναι ένας από τους σκοπούς που επιτελεί το μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, δηλαδή το να αποτελεί σημείο συνάντησης της Μοντέρνας Τέχνης στην Ελλάδα;

Βέβαια. Κατ’ αρχήν έχουμε εξαιρετικούς καλλιτέχνες στην Ελλάδα, οι οποίοι δεν είναι γνωστοί στο εξωτερικό και πραγματικά είναι κρίμα. Γι’ αυτό και πάντα στην Άνδρο τα τελευταία χρόνια λειτουργούμε με γνώμονα την ελληνική Τέχνη. Να υπενθυμίσω ότι το μουσείο στη Χώρα της Άνδρου αποτελεί το πρώτο μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Ελλάδα. Η Νέα Πτέρυγα δε είναι εξοπλισμένη με τις πιο σύγχρονες μουσειακές προδιαγραφές, προκειμένου να πληροί όλες τις προϋποθέσεις διοργάνωσης και διεθνών εκθέσεων. Και στην Αθήνα διοργανώνουμε περιοδικές εκθέσεις Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών και πάντα προσπαθούμε να «παντρέψουμε» την πιο κλασική Τέχνη με την πιο σύγχρονη. Θέλουμε να υπάρχει εναλλαγή στα προγράμματά μας.

Κάθε μουσείο είναι μια επιχείρηση. Έχει έξοδα, έχει έσοδα. Συνήθως τα έξοδα είναι μεγάλα, αν σκεφτεί κανείς τι απαιτεί μια έκθεση για να υλοποιηθεί σε σχέση με τα έσοδα που εισπράττει. Πώς ζει ένα μουσείο, εν προκειμένω το μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή;

Είναι δύσκολο και τα έξοδα είναι πολλά. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να σκέφτεσαι και λιγάκι «έξω από το κουτί». Τα έσοδα ενός μουσείου είναι πάντα τα εισιτήρια, το πωλητήριο, τα εκπαιδευτικά προγράμματα, οι αίθουσες εκδηλώσεων και οι χορηγίες. Τα τελευταία χρόνια οι χορηγίες έχουν γίνει λίγο πιο δύσκολες.

Κυρία Καραδόντη, σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή την πολύ ωραία συζήτηση.

Εγώ σας ευχαριστώ.

*Το άρθρο δημοσιεύεται στο νέο τεύχος Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα και περιλαμβάνει τη λίστα 40UNDER40 2023

**Φωτογραφία: Χριστόφορος Δουλγέρης / Chris Doulgeris

***Η συνέτευξη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσο του CEO Initiative Workshop

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: