Ελλάδα: H επόµενη µέρα

Ελλάδα: H επόµενη µέρα

To τέλος του προγράµµατος δηµοσιονοµικής προσαρµογής, η «καθαρή» έξοδος που «θολώνει», και το πραγµατικό διακύβευµα για την ελληνική οικονοµία. 

 

«Βρισκόµαστε σε µια δύσκολη πορεία, µια νέα Οδύσσεια για τον Ελληνισµό. Όµως, πλέον, ξέρουµε τον δρόµο για την Ιθάκη και έχουµε χαρτογραφήσει τα νερά. Ο τελικός µας στόχος είναι να απελευθερώσουµε την Ελλάδα από επιτηρήσεις και κηδεµονίες».

Με αυτόν τον τρόπο και με φόντο το λιμάνι του Καστελόριζου ενημέρωνε ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου τον Απρίλιο του 2010 τον ελληνικό λαό για την απόφαση της κυβέρνησής του να ζητήσει βοήθεια από τους Ευρωπαίους εταίρους και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το δημόσιο χρέος διαμορφωνόταν τότε στο 126,8% του ΑΕΠ, η οικονομία σημείωνε ύφεση 5,4%, οι άνεργοι ξεπερνούσαν τους 600.000, ο «Κανένας» επιλεγόταν από το 23% στις δημοσκοπήσεις ως πιο κατάλληλος για την πρωθυπουργία ενώ η ναζιστική Χρυσή Αυγή δεν άγγιζε ούτε το 1% στην πρόθεση ψήφου.

Οκτώ χρόνια, πέντε κυβερνήσεις, τρία μνημόνια και μια επιβολή capital controls αργότερα, ο νυν πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας βρέθηκε με τη σειρά του τον Απρίλιο στο ακριτικό νησί για να ενημερώσει τους Έλληνες πως πλέον «βρισκόμαστε στην τελική ευθεία για την οριστική και αμετάκλητη έξοδο από την εποχή της επιθετικής λιτότητας και της ασφυκτικής επιτροπείας που κόστισε πολύ. Έπειτα από χίλια κύματα η Ελλάδα βρίσκει ξανά ασφαλές λιμάνι».

Με το χρέος να έχει φτάσει στο 183,1% του ΑΕΠ, την οικονομία να σημειώνει ανάπτυξη 2,3% στο α’ τρίμηνο του 2018, τους ανέργους να ανέρχονται σε 956.260 (ποσοστό 20,1%), τον «Κανένα» να επιλέγεται στις δημοσκοπήσεις ως καταλληλότερος πρωθυπουργός με ποσοστό 38% και την υπόδικη Χρυσή Αυγή να βρίσκεται εντός Βουλής και σταθερά στο 7% στην πρόθεση ψήφου, η ελληνική κυβέρνηση κλήθηκε να διαπραγματευτεί στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου τους όρους εξόδου της ελληνικής οικονομίας από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που λήγει τον Αύγουστο, καθώς και τη συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους.  Τι αφήνει, λοιπόν, πίσω στην πραγματική οικονομία η πιο δύσκολη οκταετία στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας και πώς διαμορφώνεται το μεταμνημονιακό τοπίο; Βρίσκεται η Ελλάδα πράγματι σε «ασφαλές λιμάνι»;

Η οκταετία της προσαρµογής και η έλλειψη επενδύσεων

Την άποψη αυτή συμμερίζεται και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Αριστείδης Χατζής, ο οποίος τονίζει πως η κρίση στην Ελλάδα υπήρξε πρωτίστως θεσμική. «Από το ’80 και μετά η Ελλάδα αναπτύσσεται με έναν τρόπο σημαντικά στρεβλό: δεν δημιουργεί την υποδομή της ανάπτυξης, ειδικά τη θεσμική υποδομή. Την τελευταία οκταετία κάναμε μεταρρυθμίσεις, όμως όχι στον βαθμό που έπρεπε, για παράδειγμα στη Δικαιοσύνη ή σε ό,τι αφορά το Κτηματολόγιο ή την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ. Ακόμα και όταν νομίζαμε πως το κράτος περνά κάποιες μεταρρυθμίσεις, αυτές ακυρώνονταν με τρόπους που η τρόικα δεν μπορούσε να παρακολουθήσει, π.χ. μέσω εγκυκλίων. Υπάρχει μια σιωπηρή μη εφαρμογή κάποιων νόμων, και αυτό αποθαρρύνει τους επενδυτές».

Συνέπεια αυτών, όπως επισημαίνει, είναι η ελληνική αγορά να παραμένει ακόμα και σήμερα «κλειστή», με αποτέλεσμα η χώρα να βρίσκεται στον «πάτο» των οικονομικών κατατάξεων ανταγωνιστικότητας και να έχει διαμορφωθεί ένα επενδυτικό κενό που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΣΕΒ, φτάνει τα 100 δισ. ευρώ.

«Οι εγχώριες επενδύσεις έχουν καταρρεύσει από το ξέσπασμα της κρίσης, ενώ οι ξένες επενδύσεις ήταν πάντα εξαιρετικά χαμηλές. Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί πλέον να περιμένει από την κυβέρνηση να επιτύχει ανάπτυξη με δαπάνες, κάτι που δεν ήταν βιώσιμο, σε καμία περίπτωση. Οι επενδύσεις είναι ο μόνος τρόπος για να καταφέρει η Ελλάδα να ξεφύγει από τα προβλήματά της μέσω της ανάπτυξης» τονίζει με τη σειρά του ο διευθύνων σύμβουλος και επικεφαλής Ευρώπης της Bank of America Merrill Lynch, Αθανάσιος Βαμβακίδης, προειδοποιώντας ότι η ελληνική οικονομία παραμένει άκαμπτη και εχθρική προς τους επενδυτές. «Οι επενδυτές χρειάζονται χαμηλή, δίκαιη και απλή φορολογία, αποτελεσματική διοίκηση με διαφάνεια, απλό και σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο, λειτουργικό δικαστικό σύστημα, ευέλικτη αγορά εργασίας, προβλεψιμότητα των οικονομικών πολιτικών και πολιτική σταθερότητα. Είναι σαφές ότι η Ελλάδα παίρνει χαμηλό βαθμό σε όλους αυτούς τους τομείς και οι πρόσφατες βελτιώσεις δεν είναι αρκετές» συμπληρώνει και υπογραμμίζει πως το πρόβλημα έγκειται στο ότι «οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έχουν ποτέ θέσει την προσέλκυση επενδύσεων και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα ως πρώτη τους προτεραιότητα».

Αθανάσιος Βαμβακίδης
Αθανάσιος Βαμβακίδης
Αθανάσιος Βαμβακίδης

Διαβάστε όλη τη συνέντευξη του Αθανάσιου Βαμβακίδη στο Fortune

Το τέλος της λιτότητας και της αβεβαιότητας;

Η αδυναμία δημιουργίας θέσεων εργασίας σε συνδυασμό με την αδιάκοπη υπερφορολόγηση των πολιτών έχουν καταφέρει καίριο πλήγμα στον κοινωνικό ιστό της χώρας. Σύμφωνα με τη Eurostat, τα ποσοστά των νέων και μακροχρόνια ανέργων παραμένουν τα υψηλότερα στην Ε.Ε., ενώ δύο στους δέκα Έλληνες ζούσαν το 2017 σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, μην μπορώντας να εξυπηρετήσουν βασικές ανάγκες της καθημερινότητάς τους.

Η κυβέρνηση ανακοίνωσε τον Μάιο την Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική, ένα κείμενο προτάσεων για την επόμενη μέρα, μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου, που αποσκοπεί στην υλοποίηση των στόχων για αποκατάσταση της αύξησης της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Λίγες εβδομάδες αργότερα εισήγαγε στη Βουλή το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022, για την «επόμενη μέρα» μετά την έξοδο από το μνημόνιο. Το Μεσοπρόθεσμο προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2% φέτος (στα 182,959 δισ. ευρώ) και διαδοχικά κατά 2,4% το 2019, 2,3% το 2020, 2,1% το 2021, και 1,8% το 2022 (στα 212,002 δισ. ευρώ), ενώ θέτει ως στόχο πρωτογενή πλεονάσματα-μαμούθ για την επόμενη πενταετία, που ξεκινούν από 3,56% του ΑΕΠ το 2018 και φτάνουν στο 5,19% το 2022.

Το υπουργείο Οικονομικών αναφέρει πως με την εφαρμογή αυτού του πλαισίου θα δημιουργηθεί ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος για την υιοθέτηση μόνιμων μειώσεων φόρων, που θα συμβάλλουν στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Το «αντάλλαγμα», όμως, προβλέπεται ακριβό: ένα βαρύ πακέτο μέτρων ύψους τουλάχιστον 5 δισ. ευρώ, το οποίο η αντιπολίτευση ήδη ονομάζει «τέταρτο μνημόνιο». Ο «λογαριασμός» αναμένεται δυσβάστακτος για τους φορολογούμενους, καθώς από το 2019 και μετά προβλέπονται μειώσεις συντάξεων έως και 18%, ενώ το 2020 θα μειωθεί και το αφορολόγητο όριο.

Άραγε βρισκόμαστε ενώπιον της «οριστικής και αμετάκλητης εξόδου από την εποχή της επιθετικής λιτότητας και της ασφυκτικής επιτροπείας», όπως προανήγγειλε ο πρωθυπουργός στο Καστελόριζο; Η απάντηση, σύμφωνα με τους αναλυτές, είναι πως όχι.

«Δεν υπάρχει ουσία στον όρο “καθαρή έξοδος” γιατί τα επίσημα κείμενα δείχνουν ότι θα υπάρχουν πολλές δεσμεύσεις και μέτρα λιτότητας μετά τον Αύγουστο και μέχρι το 2022, όπως η μείωση των συντάξεων και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Θα εξακολουθεί να υπάρχει εποπτεία, ενδεχομένως με διαφορετική μορφή, ωστόσο παραμένει εποπτεία, αφού θα γίνονται αξιολογήσεις τέσσερις φορές τον χρόνο από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς» αναφέρει ο Παναγιώτης Λιαργκόβας και υπενθυμίζει πως και ο ESM θα παρακολουθεί την πορεία της οικονομίας μέχρις ότου αποπληρωθεί το 75% του χρέους προς αυτόν. «Βγαίνοντας λοιπόν από το μνημόνιο θα είμαστε σε μια κανονικότητα, αλλά δεν επιστρέφουμε στην αυτονομία που είχαμε πριν το 2010».

λιαργκοβας
Παναγιώτης Λιαργκόβας

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του Παναγιώτη Λιαργκόβα στο Fortune

Και η «δαμόκλειος σπάθη» του χρέους; Σύμφωνα με τον Αθ. Βαμβακίδη πρέπει να αναμένουμε ένα πλαίσιο για την ελάφρυνσή του σε βάθος χρόνου που θα συνοδεύεται από συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομικούς στόχους-προϋποθέσεις. «Αν υπήρχε “ιδιοκτησία” των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, θα περίμενα μια εμπροσθοβαρή ελάφρυνση του χρέους. Αυτό θα ήταν το ιδανικό σενάριο, αλλά, δυστυχώς, η Ελλάδα δεν έχει κερδίσει ακόμη αυτό το επίπεδο εμπιστοσύνης με τους επίσημους πιστωτές της. Το χειρότερο σενάριο είναι να συνεχιστούν οι συζητήσεις πολύ πέρα από το τρέχον έτος, καθώς η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει βραχυπρόθεσμα πιέσεις χρηματοδότησης. Αυτό θα κρατούσε σε ψηλά επίπεδα την αβεβαιότητα και θα επηρέαζε αρνητικά την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας».

Για τον επικεφαλής της BofΑ στην Ευρώπη, υπάρχει ένας ακόμη παράγοντας αβεβαιότητας που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την πολυπόθητη έξοδο της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές: η ελληνική οικονομία παραμένει πολύ εκτεθειμένη στις διεθνείς εξελίξεις. «Τα ελληνικά στοιχεία ενεργητικού κατέχονται πρωτίστως από κερδοσκόπους, οι οποίοι έχουν την τάση να μειώνουν γενικά τον κίνδυνο ύστερα από ένα παγκόσμιο σοκ και γι’ αυτό περιορίζουν και την έκθεσή τους στην Ελλάδα. Αυτό συνέβη με την αναταραχή της αγοράς από τις εξελίξεις στην Ιταλία. Η αύξηση του προστατευτισμού στο παγκόσμιο εμπόριο θα μπορούσε να αποτελέσει ένα επιπλέον σοκ» εξηγεί ο Αθ. Βαμβακίδης, τονίζοντας πως πρέπει η κυβέρνηση να επαγρυπνά. «Η ελληνική οικονομία ενδέχεται να βγει άμεσα από το νοσοκομείο, αλλά απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί υγιής. Θα μπορέσει να ανταποκριθεί στην πρόκληση αυτή ευκολότερα εάν αναπτυχθεί γρηγορότερα. Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να μεταρρυθμίζει την οικονομία της για δικό της όφελος, και όχι λόγω της πίεσης από το μνημόνιο».

Οι προκλήσεις και η «Ιθάκη»

Καθώς πλησιάζουμε στον Αύγουστο και τη λήξη του τελευταίου επίσημου προγράμματος προσαρμογής, το οποίο, από ό,τι φαίνεται, θα διαδεχθεί μια άλλου είδους «ενισχυμένης» εποπτείας, όπως τη χαρακτηρίζει η Κομισιόν, καθίσταται σαφές πως η «Ιθάκη», που ανέφερε ο Γ. Παπανδρέου το 2010, απέχει ακόμη.

Σύμφωνα με τον πρώην επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, η ελληνική κυβέρνηση καλείται μαζί με τον σκόπελο του χρέους να αντιμετωπίσει ακόμη κάποιες σημαντικές προκλήσεις, καθώς η Ελλάδα έχει μια «τελευταία ευκαιρία» να υιοθετήσει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο μέχρι το 2030, έτος όπου θα αρχίσει να αυξάνεται η πίεση στο ασφαλιστικό λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. «Πρέπει να πετύχουμε ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από το 3-4%. Οι τωρινοί είναι γύρω στο 1,5-2%, δεν είναι ισχυροί. Αν δεν αλλάξουμε τώρα που πραγματικά έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο, τότε δεν έχουμε προοπτική».

«Ο μεγάλος φόβος που επικρατεί σχετίζεται με το ότι εισερχόμαστε σε προεκλογική περίοδο. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει μια πρόσθετη αβεβαιότητα που να ζημιώσει την οικονομία. Δεν μπορεί να υπάρξουν πελατειακού τύπου πρακτικές όπως στο παρελθόν. Αν υπάρξουν θα το πληρώσουμε πολύ ακριβά, γιατί αμέσως οι αγορές θα μας τιμωρήσουν με πολύ υψηλά επιτόκια» επισημαίνει ο Π. Λιαργκόβας. «Επομένως, πρέπει το πολιτικό σύστημα να σταθεί όσο πιο αξιόπιστα και προσηλωμένα γίνεται στις μεταρρυθμίσεις, στη συνέχιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, με άλλο μείγμα, στοχευμένο στην ανάπτυξη και στα κίνητρα προς τους νέους να μείνουν στη χώρα, και όχι στην υπερβολική φορολόγηση».

Η οκταετία των μνημονίων οδεύει τυπικά προς το τέλος της, ωστόσο το στοίχημα της σταθερότητας, της ανάπτυξης, της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της χώρας και της ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής μένει ακόμη να κερδηθεί.  Για να σπάσουν τα δεσμά της επιτροπείας, που έχουν εγκαθιδρυθεί και με όσα οι ελληνικές κυβερνήσεις ψήφισαν τα προηγούμενα χρόνια, πρέπει να αλλάξουν τα δεδομένα του προβλήματος. Για να ζήσουμε διαφορετικά, πρέπει να παράγουμε εμείς αυτά που χρειαζόμαστε, ώστε να δημιουργήσουμε ένα νέο δημοσιονομικό περιθώριο για άσκηση πραγματικών κοινωνικών πολιτικών. Η Ελλάδα θα κερδίσει «βαθμούς ελευθερίας» μετά τον Αύγουστο, αλλά μένουν ακόμη πολλά για να κερδίσει πίσω ένα πραγματικά καλύτερο επίπεδο ζωής…

«Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική για δίκαιη και βιώσιµη ανάπτυξη»

Γράφει ο Αλέξης Χαρίτσης: Αναπληρωτής υπουργός Οικονοµίας και Ανάπτυξης.

Η έξοδος από τα µνηµόνια και τη σκληρή επιτροπεία αποτελεί ένα ορόσηµο για τη χώρα µας. Η Ελλάδα ανακτά το κύρος και την οικονοµική της αυτονοµία, και µπορεί πλέον να συµµετέχει ισότιµα στις διεθνείς εξελίξεις, ενώ ύστερα από δέκα χρόνια κρίσης και θυσιών η ελπίδα και η συλλογική αυτοπεποίθηση επιστρέφουν στην ελληνική κοινωνία. Η ιστορική αυτή εξέλιξη δεν συνεπάγεται µόνο ευκαιρίες, αλλά και σηµαντικές ευθύνες. Η χώρα καλείται να αποδείξει ότι µπορεί να σταθεί και πάλι στα πόδια της, η οικονοµία θα πρέπει να αυτοχρηµατοδοτηθεί και η ανάπτυξη να παγιωθεί, και τα οφέλη της να φτάσουν σε όλους τους πολίτες.

Η δηµοσιονοµική και η µακροοικονοµική σταθερότητα, που µε τόσες θυσίες κατακτήθηκε τα προηγούµενα χρόνια,  είναι απαραίτητο να διατηρηθεί. Βασικές προκλήσεις του επόµενου διαστήµατος είναι η ακόµα µεγαλύτερη αποκλιµάκωση της ανεργίας και η συστηµατική προσπάθεια µε συλλογική κινητοποίηση όλων των δυνάµεων για την παραγωγική ανάταξη της οικονοµίας, ώστε να µπουν τα θεµέλια για βιώσιµη και δίκαιη ανάπτυξη. Τα προηγούµενα χρόνια η Ελλάδα πλήρωσε ακριβά τρία µεγάλα ελλείµµατα – το έλλειµµα αναπτυξιακού σχεδιασµού, το έλλειµµα δηµοκρατίας και το έλλειµµα κοινωνικής δικαιοσύνης.

Η απουσία αναπτυξιακής στρατηγικής άφησε την ελληνική οικονοµία χωρίς πυξίδα, δεν της επέτρεψε να παρακολουθήσει τις τεχνολογικές εξελίξεις και να απαντήσει στις προκλήσεις της παγκοσµιοποίησης, της τέταρτης βιοµηχανικής επανάστασης και της κλιµατικής αλλαγής. Η ραγδαία αποβιοµηχάνιση, η µεγάλη συρρίκνωση του πρωτογενούς τοµέα, οι επίµονες εσωτερικές και εξωτερικές ανισορροπίες και οι εκρηκτικές κοινωνικές ανισότητες ήταν τα αποτελέσµατα αυτής της κοντόφθαλµης λογικής και έκαναν την εµφάνισή τους πολύ πριν από την επίσηµη έναρξη της κρίσης, οδηγώντας εντέλει στη χρεοκοπία το 2010. Αυτά τα ελλείµµατα φιλοδοξεί να καλύψει η Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική, στη νέα εποχή που διανοίγεται µπροστά µας, προτάσσοντας ένα ολοκληρωµένο σχέδιο για την αντιµετώπιση των δοµικών παθογενειών της ελληνικής οικονοµίας και την αξιοποίηση των στρατηγικών της πλεονεκτηµάτων.

Με βασικό εργαλείο χρηµατοδότησης το Πρόγραµµα Δηµοσίων Επενδύσεων, η Αναπτυξιακή Στρατηγική που εκπόνησε η κυβέρνηση στηρίζεται σε µια ολιστική προσέγγιση, που συνδυάζει την αναβάθµιση των υποδοµών και των δικτύων της χώρας µε την επαναβιοµηχάνιση και τη στήριξη κρίσιµων κλάδων της οικονοµίας. Συνδέει την αξιοποίηση του υψηλά µορφωµένου ανθρώπινου δυναµικού που διαθέτει η Ελλάδα µε την ενίσχυση της έρευνας και της καινοτοµίας και την τεχνολογική αναβάθµιση της παραγωγής και των επιχειρήσεων, και προτάσσει τον εκσυγχρονισµό και την ψηφιοποίηση της δηµόσιας διοίκησης, µαζί µε τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονοµίας. Περιλαµβάνει, τέλος, έναν ισχυρό κοινωνικό πυλώνα µε στοχευµένα µέτρα για την ενίσχυση της εργασίας και του κοινωνικού κράτους, θέτοντας στο επίκεντρό της τη δίκαιη και χωρίς αποκλεισµούς βιώσιµη ανάπτυξη.

«Απαιτείται ένα ολοκληρωµένο και ρεαλιστικό σχέδιο ανάπτυξης»

Γράφει ο Χρήστος Σταϊκούρας: Τοµεάρχης Οικονοµικών ΝΔ, βουλευτής Φθιώτιδας

Οι τρεις µεγαλύτερες προκλήσεις που θα κληθεί να αντιµετωπίσει η ελληνική οικονοµία µετά τη λήξη του τρέχοντος προγράµµατος οικονοµικής προσαρµογής είναι η έξοδος στις αγορές µε ρεαλιστικούς όρους δανεισµού, η επίτευξη υψηλής και διατηρήσιµης οικονοµικής ανάπτυξης µε τη δηµιουργία νέων και ποιοτικών θέσεων απασχόλησης και η αντιµετώπιση του διαρκώς αυξανόµενου ιδιωτικού χρέους. Αυτές οι προκλήσεις απαιτούν ολοκληρωµένο σχέδιο, πολιτική βούληση, υπευθυνότητα, αξιοπιστία και αποφασιστικότητα – στοιχεία που, αποδεδειγµένα πλέον, δεν διαθέτει η σηµερινή ιδεοληπτική κυβέρνηση.

Η «καθαρή» έξοδος από τα µνηµόνια, αν και επιθυµητή, µε αποκλειστική ευθύνη της τωρινής κυβέρνησης δεν είναι σήµερα εφικτή. Και αυτό γιατί, σε αντιδιαστολή µε τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη-µέλη που βγήκαν από τα προγράµµατα, η κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ έχει ήδη ψηφίσει πρόσθετα µέτρα λιτότητας για µετά τη λήξη του τρέχοντος προγράµµατος, έχει δεσµευτεί στην επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασµάτων για πολλά χρόνια µετά το 2018, έχει δεσµεύσει τη δηµόσια περιουσία της χώρας για έναν αιώνα, έχει συµφωνήσει η υλοποίηση των παρεµβάσεων για το χρέος να γίνει µετά το καλοκαίρι και έχει αποδεχθεί τον µηχανισµό ενισχυµένης και όχι µεταπρογραµµατικής εποπτείας, που συνοδεύεται από αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις.

Το δήθεν αναπτυξιακό σχέδιο της κυβέρνησης αποτελεί µία γενικόλογη «έκθεση ιδεών», µε ενσωµατωµένες ιδεοληπτικές εµµονές, χωρίς αναπτυξιακό προγραµµατισµό, ποσοτικοποιηµένους στόχους και συγκεκριµένες, εφαρµόσιµες πολιτικές. Απαιτείται, συνεπώς, η υλοποίηση ενός ολοκληρωµένου και ρεαλιστικού σχεδίου επίτευξης υψηλής και διατηρήσιµης ανάπτυξης, ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής και δηµιουργίας ποιοτικών θέσεων απασχόλησης, ώστε να επιστρέψει ένα ποσοστό της αυξανόµενης «διαρροής εγκεφάλων» και να ανταποκριθεί η χώρα στον δοµικό µετασχηµατισµό της εργασίας εξαιτίας της τεχνολογικής επανάστασης. Ένα σχέδιο που θα ενισχύει την ποσότητα και θα βελτιώνει τη σύνθεση του πλούτου της χώρας, χωρίς πρόσθετη εσωτερική υποτίµηση, µε ενίσχυση των εξαγωγών και των εταιρικών επενδύσεων, το οποίο θα οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας όλων των συντελεστών παραγωγής, νέων και παραδοσιακών. Αυτό προϋποθέτει µεταβολές στη σύνθεση της οικονοµικής δραστηριότητας, µε έµφαση στις εξαγωγές διεθνώς και µε ενίσχυση βασικών µεγεθών ποιότητας των θεσµών και επίδοσης της οικονοµίας, όπως είναι η ευκολία άσκησης επιχειρηµατικής δραστηριότητας, η αποτελεσµατικότητα του συστήµατος απονοµής δικαιοσύνης, του εκπαιδευτικού συστήµατος και του συστήµατος υγειονοµικής περίθαλψης, οι επενδύσεις στην έρευνα και στην καινοτοµία.

Σε αυτό το πλαίσιο, έχουµε ήδη καταθέσει ένα συνεκτικό και τεκµηριωµένο σχέδιο, µε στόχο τη µέγιστη οικονοµική αποτελεσµατικότητα και την κοινωνικά δικαιότερη κατανοµή των εισοδηµάτων και του παραγόµενου πλούτου, µε βασικούς άξονες τη σταδιακή µείωση των φορολογικών συντελεστών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, την υλοποίηση µεταρρυθµίσεων που θα βελτιώσουν τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και την επενδυτική ελκυστικότητα της οικονοµίας, την ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγµατική οικονοµία και την ενδυνάµωση της κοινωνικής συνοχής µε πολιτικές αντιµετώπισης της φτώχειας.

*Το άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.