Υπάρχει ζωή µετά το χρέος;

Υπάρχει ζωή µετά το χρέος;

Η ελληνική προεδρία της Ε.Ε., η ανάκαμψη και η νέα μείωση χρέους θα συνδεθούν όσο ποτέ στο παρελθόν με την προσπάθεια να γυρίσουμε σελίδα.

Του Γιώργου Παπαευθυμίου

Τέτοια εποχή, πριν από τέσσερα χρόνια, άρχιζε η θανάσιμη περιδίνηση της Ελλάδας. Στις 16 Δεκεμβρίου 2009, η Standard & Poor’s υποβάθμισε την Ελλάδα στην κατηγορία «BBB+» από «Α-» ακολουθώντας το παράδειγμα της Fitch και μισόκλεισε την πόρτα των αγορών. Ήταν η αρχή του vertigo που οδήγησε στο χείλος της χρεοκοπίας και την προσφυγή στον μηχανισμό στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), στις 23 Απριλίου 2010.

Σε λίγες ημέρες αρχίζει η ελληνική προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα διαρκέσει το πρώτο εξάμηνο του 2014. Ήρθε επιτέλους η ώρα της ανάκαμψης; Τι άλλαξε από τότε ως τώρα; Ή μάλλον πόσα άλλαξαν σε μια χώρα που βρέθηκε βίαια στο επίκεντρο της διεθνούς οικονομικής ειδησεογραφίας, υπέστη την ταχύτερη και πιο βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή σε καιρό ειρήνης και ψάχνει την επόμενη ημέρα μετά την «καταιγίδα»;

Έτσι ή αλλιώς η Ελλάδα μπαίνει το 2014 στην τελική ευθεία για την πιο καθοριστική απόπειρα «τελικής λύσης» στην κρίση χρέους, που άρχισε το 2009. Το εναρκτήριο λάκτισμα (kickstart) θα είναι η διαπίστωση από την Eurostat, τον Απρίλιο ότι η Ελλάδα πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα το 2013, κάτι που θα ενεργοποιήσει αυτομάτως την απόφαση του Eurogroup της 27ης Νοεμβρίου 2012 για νέα ελάφρυνση του χρέους, με στόχο να διαμορφωθεί στο 120% του ΑΕΠ το 2020.

«Υπάρχει ζωή μετά το χρέος», διαβεβαιώνει τους Έλληνες, ίσως με μια δόση παρηγορητικής διάθεσης, ο επικεφαλής του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) Ανχελ Γκουρία. Όμως, ο οργανισμός με έδρα στο Παρίσι δεν αισιοδοξεί για την πορεία του, ενώ «βλέπει» να διαμορφώνεται πολύ μακριά από την παραπάνω εκτίμηση για το 2020 (στο 157% του ΑΕΠ). Παράλληλα, ο ΟΟΣΑ προβλέπει ύφεση 0,4% το 2014, την ώρα που η κυβέρνηση και η τρόικα μιλούν για επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το προσεχές έτος (+0,6%).

Ποιος όμως έχει δίκιο; Από την πλευρά του ο Ανχελ Γκουρία υποστηρίζει ότι η έκθεση βιωσιμότητας στην οποία βασίζουν τις εκτιμήσεις τους οι πιστωτές της Ελλάδας στηρίζεται σε υποθέσεις που δεν θα επαληθευθούν. Δηλαδή πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4%-4,5% του ΑΕΠ ετησίως, για να πληρώνονται από αυτά οι δανειστές, και ταυτόχρονα ρυθμοί ανάπτυξης πάνω από 3% ετησίως, έτσι ώστε να ενισχύονται τα έσοδα και να μειώνεται το χρέος ως προς το ΑΕΠ. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, κάτι τέτοιο, βάσει του δυσμενούς οικονομικού περιβάλλοντος, δεν μπορεί να συμβεί. Ο επικεφαλής του δε προτρέπει δημοσίως την ελληνική πλευρά να ζητήσει νέο «κούρεμα» του χρέους από την Ευρώπη.

Διαβάστε ακόμη: Στουρνάρας: «Η Ευρωζώνη δεν διέγνωσε έγκαιρα τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας»

Η πρόταση
Στον αντίποδα, ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας, οικονομολόγος με θητεία στην Οξφόρδη, θεωρεί ότι τα πράγματα είναι καλύτερα. «Βρεθήκαμε στο επίκεντρο της μεγαλύτερης παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης από το 1929 και σταθήκαμε όρθιοι. Το μέγεθος αυτής της προσαρμογής από το 2009 μέχρι σήμερα είναι ιστορικά πρωτοφανές για χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ», θυμίζει, και εξιστορεί με αριθμούς μια εξαιρετικά δύσκολη πορεία.

Το πιο ενδεικτικό; Το κλείσιμο της «ψαλίδας» του πρωτογενούς ισοζυγίου. Το 2009, όταν ξεσπούσε η κρίση, η Ελλάδα είχε πρωτογενές έλλειμμα (δηλαδή χωρίς τόκους και χρεολύσια) ύψους 24 δισ. ευρώ. Τόσα έλειπαν προκειμένου να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις, αλλά και για να χρηματοδοτηθεί η δημόσια Υγεία και η Παιδεία. Ο προϋπολογισμός του 2014 προβλέπει πλεόνασμα 1,6% του ΑΕΠ, δηλαδή 3 δισ. ευρώ. «Η βελτίωση στο κυκλικά διορθωμένο πρωτογενές πλεόνασμα (σ.σ.: χωρίς τις επιπτώσεις της ύφεσης) από το 2009 έως σήμερα ανέρχεται σε περίπου 19% του ΑΕΠ» λέει ο υπουργός.

Κάτι ανάλογο συνέβη με το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Προς το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας ξεπερνούσε το 10% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να φτάσει σχεδόν τα 20 δισ. ευρώ, συμβάλλοντας καθοριστικά στο ξέσπασμα της κρίσης. Σήμερα έχει εξαλειφθεί πλήρως, όπως πιστοποιεί και ο ΟΟΣΑ.

Σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας η Ελλάδα έχει καλύψει, με όρους σχετικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, όλη την απώλεια που είχε από την είσοδό της στο κοινό νόμισμα ως το 2009. «Από το 2009 μέχρι σήμερα ο αντίστοιχος δείκτης ανταγωνιστικότητας έχει βελτιωθεί κατά 20%» επιμένει ο Γιάννης. Στουρνάρας. Τέλος, η Ελλάδα έχει για πρώτη φορά έπειτα από 40 χρόνια αρνητικό πληθωρισμό, τον χαμηλότερο στην Ευρωζώνη.

Τα δημοσιονομικά επιτεύγματα δεν περνούν απαρατήρητα. Οι διεθνείς οίκοι που υποβάθμισαν τη χώρα στην κατηγορία Junk (σκουπίδια) από το 2009 ως το 2011 αρχίζουν δειλά-δειλά να αποκαθιστούν την τιμή και την υπόληψή της στα μάτια των διεθνών επενδυτών.

Η Moody’s αναβάθμισε πριν από λίγες εβδομάδες την Ελλάδα κατά δύο μονάδες, στη βαθμίδα «Caa3» από «C», και διατηρεί σταθερές τις προοπτικές, κάτι που σημαίνει ότι τουλάχιστον δεν αναμένεται νέα υποβάθμιση. Ο διεθνής οίκος βλέπει «ενδείξεις ότι η ελληνική οικονομία έφτασε στο χαμηλότερο σημείο της ύστερα από σχεδόν έξι χρόνια ύφεσης» και εκτιμά ότι «ο συνδυασμός των κυκλικών παραγόντων και της εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων οδηγεί στη σταδιακή βελτίωση των προοπτικών μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης».

Παρά τα καλά νέα, η βαθμολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας τόσο από τη Moody’s όσο και από τους δύο άλλους σημαντικούς οίκους (Standard & Poor’s και Fitch) κινείται ακόμη στην κατηγορία Junk, γεγονός που καταδεικνύει ότι τα κρατικά ομόλογα της Ελλάδας εξακολουθούν να αποτελούν επένδυση υψηλού ρίσκου. Ως εκ τούτου, η επιστροφή στις αγορές, έστω και με μια περιορισμένη έκδοση ομολόγων, όπως στοχεύει το υπουργείο Οικονομικών κατά το β’ εξάμηνο του 2014, δυσκολεύει.

Οι διεθνείς θεσμοί είναι πιο «γενναιόδωροι» στη διαδικασία ανάταξης της εμπιστοσύνης. Η Ελλάδα κέρδισε φέτος 8 θέσεις στη σχετική διεθνή κατάταξη, με βάση την πρόσφατη έκθεση «Doing Business 2014» της Παγκόσμιας Τράπεζας (σ.σ.: κατατάσσεται πλέον στην 52η θέση, από την 60ή, στην οποία βρισκόταν το 2013). Στην έκθεση του ΟΟΣΑ με τίτλο «Οδεύοντας προς την ανάπτυξη» («Going for Growth») διαπιστώνεται ρητά ότι η Ελλάδα πρωταγωνιστεί στις διαρθρωτικές αλλαγές από το 2009 μέχρι σήμερα. «Ποτέ δεν είχαν γίνει τόσο πολλές μεταρρυθμίσεις σε μια χώρα του ΟΟΣΑ, σε τόσο πολλούς τομείς» τονίζει ο γενικός γραμματέας του οργανισμού.

Διαβάστε ακόμη: Ευρωβαρόμετρο: Οι Έλληνες λένε ότι η χώρα πήρε λάθος δρόμο

Το κόστος
Το κοινωνικό τίμημα που κατέβαλε η Ελλάδα για τη βελτίωση των οικονομικών δεικτών ήταν μεγάλο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), στο χρονικό διάστημα από το 2008 ως το 2013 η ανεργία αυξήθηκε κατά 1.000.000 άτομα – από τις 500.000 το 2008 (περίπου 8%) σε 1.500.000 (27,8%).

Όπως αποκαλύπτουν τα επίσημα στοιχεία, ήδη από το 2012 καταγράφεται εκτίναξη της φτώχειας. Το 23,1% του πληθυσμού της χώρας, ήτοι 914.873 νοικοκυριά, με 2.535.700 άτομα ως μέλη, ήταν το 2012, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, σε κίνδυνο φτώχειας – ποσοστό που ήταν το υψηλότερο στην Ευρώπη. Αυτό σημαίνει ότι 3.795.100 άτομα, ήτοι το 34,6% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, ζούσαν πέρυσι σε συνθήκες φτώχειας. Αυτό το ποσοστό αποτελεί το υψηλότερο στην Ευρώπη, μετά τη Βουλγαρία και τη Λετονία. Επίσης, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το 18% των ενηλίκων έως 59 ετών ζούσε σε νοικοκυριά χωρίς κανένα εργαζόμενο.

Η Ελλάδα, για να πετύχει τη συμπεφωνημένη δημοσιονομική προσαρμογή, έλαβε μέτρα λιτότητας ύψους 48 δισ. ευρώ, ώστε να κλείσει στο πρωτογενές της ισοζύγιο μια «τρύπα» 24 δισ. ευρώ και να φτάσει σε πρωτογενές πλεόνασμα. Πέρα από τις μειώσεις των μισθών στον δημόσιο τομέα και των συντάξεων (μέχρι και 40%), καθώς και την κατακόρυφη αύξηση της άμεσης και έμμεσης φορολόγησης, οι περικοπές περιλάμβαναν μείωση 22% του βασικού μισθού και στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και του επιδόματος ανεργίας.

Διαβάστε ακόμη: Επίθεση ΣΥΡΙΖΑ στον πρωθυπουργό για παρακώλυση ελέγχου της τρόικας

Η προεδρία
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Ελλάδα αναλαμβάνει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με στόχο να αξιοποιήσει τη συγκυρία και να αναζητήσει διέξοδο στα οικονομικά και κοινωνικά της προβλήματα. Μπορεί να το κάνει;

Στόχος της ελληνικής προεδρίας είναι να στραφεί η προσοχή της Ευρώπης στις δικές μας πληγές. Η Ελλάδα ελπίζει ότι θα δημιουργήσει συμμαχίες για κοινή δράση απέναντι σε κοινά προβλήματα όπως η φτώχεια και ανεργία, που τα τελευταία χρόνια μαστίζουν τον ευρωπαϊκό Νότο (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία ακόμη και τη Γαλλία). Καθόλου τυχαία στους διακηρυγμένους στόχους της ελληνικής προεδρίας περιλαμβάνεται η αξιοποίηση πόρων του νέου ΕΣΠΑ για την αντιμετώπιση της ανεργίας, η θέσπιση ευρωπαϊκού μηχανισμού προστασίας των καταθέσεων, η διαχείριση του μεταναστευτικού και η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών στην ανατολική Μεσόγειο.

«Σημασία έχει ότι η Ελλάδα ύστερα από έξι χρόνια ύφεσης και τρεισήμισι χρόνια βαθιάς κρίσης, συνεχούς διαπραγμάτευσης και εκκρεμότητας, ασκεί την Προεδρία», λέει ο υπουργός Εξωτερικών και αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης Ευάγγελος Βενιζέλος, και προσθέτει: «Εκεί που μπορεί, θα θέσει στο τραπέζι των συζητήσεων ζητήματα που μας αφορούν, τα οποία συνδέονται με την υπέρβαση της κρίσης, την έξοδο από το μνημόνιο, την ανασυγκρότηση της ελληνικής πραγματικής οικονομίας». Στο πλαίσιο αυτό, η Αθήνα θέλει να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι μετά την ελληνική προεδρία θα ακολουθήσει η ιταλική, με την οποία υπάρχει ήδη συντονισμός δράσεων για τις προτεραιότητες της νότιας Ευρώπης. «Ο πρώτος είναι αυτός της ανάπτυξης, απασχόλησης και κοινωνικής συνοχής. Αυτό σημαίνει ότι θα επιδιώξουμε να προωθήσουμε κοινοτικά κείμενα και πρωτοβουλίες που συνδέονται με τις εθνικές μας ανάγκες» λέει δίχως περιστροφές ο υπουργός Εξωτερικών.

Το κυριότερο πρόβλημα για την πραγματική οικονομία στην Ελλάδα είναι η απουσία ρευστότητας από την αγορά, καθώς οι τράπεζες, παρότι ανακεφαλαιοποιήθηκαν, εξακολουθούν να δίνουν δάνεια με το σταγονόμετρο. Στόχος της ελληνικής προεδρίας είναι να αξιοποιηθούν τα κοινοτικά κονδύλια, για να δοθούν πιστώσεις σε επιχειρήσεις και να γίνουν επενδύσεις. «Ο κίνδυνος να έχουμε ανάπτυξη χωρίς πιστώσεις και θέσεις εργασίας πρέπει να αποφευχθεί και γι’ αυτό θα επιμείνουμε στο κορυφαίο θέμα της ανεργίας των νέων, επιδιώκοντας να αξιοποιήσουμε εμπροσθοβαρώς πόρους του ΕΣΠΑ» υποστηρίζει ο Ευάγγελος Βενιζέλος.

Το μότο της προεδρίας, «Europe, our common quest», («Ευρώπη, η κοινή μας αναζήτηση») έχει ως στόχο να επαναφέρει στο προσκήνιο τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες του ευρωπαϊκού εγχειρήματος: η αλληλεγγύη, η αμοιβαιότητα ευθυνών και δικαιωμάτων, η αναλογική κατανομή των βαρών, εντέλει η δημοκρατία και η πολυφωνία στους κόλπους της Ε.Ε. Είναι, άραγε, αρκετά ισχυρή η φωνή μιας καταχρεωμένης χώρας;

Διαβάστε ακόμη: Το δημοσιονομικό παράδοξο της Γερμανικής Ευρώπης 

Η πρόκληση
Το μεγάλο στοίχημα της Ελλάδας, η ανάκαμψη και η μείωση της ανεργίας, συνδέεται άρρηκτα με τη μείωση του χρέους και την αύξηση της απασχόλησης. Όπως αναφέρει στις εκθέσεις του το ΔΝΤ, όσο το χρέος παραμένει «υπερβολικά υψηλό», θα αποθαρρύνονται τις επενδύσεις στην Ελλάδα, καθώς το ρίσκο θα είναι πολύ υψηλό για τους ενδιαφερόμενους. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2014, το χρέος θα διαμορφωθεί στα 320 δισ. ευρώ, ή στο 174,8% επί του ΑΕΠ.

Πώς φτάσαμε μέχρι εδώ; Από την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη ως το 2007 η ποσοστιαία μεγέθυνση ήταν μεγαλύτερη από τον ρυθμό αύξησης τους χρέους, το οποίο παρέμενε στην περιοχή του 100% επί του ΑΕΠ. Χάρη στην οικονομική ανάπτυξη, η σχέση χρέους προς ΑΕΠ μειωνόταν αντί να αυξάνεται. Έτσι η Ελλάδα μπορούσε να δανειστεί από τις αγορές για να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της με αξιοπιστία. Η ζημιά έγινε τη διετία 2008-2009. Οι αλόγιστες κρατικές δαπάνες προσέθεσαν στο χρέος 57 δισ. ευρώ, ποσό τριπλάσιο απ’ ό,τι συνήθως, την ώρα που το ΑΕΠ παρέμεινε στάσιμο λόγω της ύφεσης. Η κρίση που άρχισε το 2009 έφερε ντόμινο εξελίξεων: το δημόσιο χρέος άρχισε να αυξάνεται και η χώρα έμεινε εκτός αγορών.

Από τον Απρίλιο του 2010 έως τον Ιούλιο του 2013 η Ελλάδα δανείστηκε 250 δισ. ευρώ από τον μηχανισμό στήριξης των Ε.Ε. και ΔΝΤ. Και παρά το «κούρεμα», που αφορούσε τα ομόλογα που διακρατούσε ο ιδιωτικός τομέας το 2012 (PSI), η βαθιά ύφεση διατήρησε τον λόγο χρέους προς το ΑΕΠ στο απελπιστικό 175%.

«Περιμένουμε τα στατιστικά για να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις μας» δήλωσε η καγκελάριος της Γερμανίας Άγκελα Μέρκελ τον Νοέμβριο, παραπέμποντας στις αποφάσεις του Eurogroup της 27ης Νοεμβρίου και στον μήνα-ορόσημο, τον Απρίλιο του 2014, όταν θα επιβεβαιωθεί η επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος από την Ελλάδα για το 2014.

Τόσο η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ όσο και ο Ανχελ Γκουρία του ΟΟΣΑ κάνουν λόγο εμμέσως, πλην σαφώς για την ανάγκη ενός νέου «κουρέματος». Ωστόσο, η Γερμανία δεν δέχεται απώλειες στα δάνεια που έχουν δοθεί προς την Ελλάδα, ενώ και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι εκφράζει δημόσια την αντίθεσή του. Ο αρμόδιος για τα δημοσιονομικά επίτροπος της Ε.Ε. Όλι Ρεν παραπέμπει τη συζήτηση για το χρέος μετά τις ευρωεκλογές («κάποια στιγμή μέσα στο επόμενο καλοκαίρι»). Η ιδέα για «κούρεμα» στα διμερή δάνεια των κρατών-μελών της Ευρωζώνης προς την Ελλάδα είχε πέσει στο τραπέζι από το πρώτο μνημόνιο, αλλά κυριαρχεί ακόμη η πολιτική εκτίμηση ότι θα προκαλούσε μεγάλες αντιδράσεις στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και κυρίως στο Βερολίνο, ενόψει μάλιστα και των ευρωεκλογών του Μαΐου του 2013. Το πιθανότερο σενάριο είναι μια νέα μείωση επιτοκίων και η μετάθεση πληρωμών για μετά το 2020.

Το ερώτημα είναι ποιος εταίρος θα κληθεί να πληρώσει για τη συμμετοχή του λεγόμενου επίσημου τομέα (OSI), δεδομένου ότι το κλίμα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και ιδιαίτερα στη Γερμανία παραμένει βαρύ, κυρίως εξαιτίας της καθυστέρησης στην εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η στρατηγική της Ελλάδας είναι να πείσει τους εταίρους της ότι εφαρμόζει τα συμφωνηθέντα. Την ίδια στιγμή, δεν έχει πάψει να διεκδικεί την αναδρομική εφαρμογή της απευθείας ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών από τον Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης (ESM), με στόχο να μην προστεθούν στο χρέος τα περίπου 25 δισ. ευρώ της β’ δόσης που δανείστηκε η χώρα για να στηρίξει τις τράπεζές της. Όλα δείχνουν ότι η Ευρώπη και η διεθνής οικονομική κοινότητα θα ψάξουν τον τρόπο για να ξανακάνουν βιώσιμο το ελληνικό χρέος με μια νέα θεσμική αναδιάρθρωση. Το πώς θα φανεί ως το φθινόπωρο. Το μείζον ερώτημα είναι αν αυτή τη φορά η λύση θα είναι ικανή να αντιμετωπίσει τα πολλαπλά αδιέξοδα της χώρας σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο και να επιβεβαιώσει τη ρήση ότι «υπάρχει ζωή μετά το χρέος».

*To κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα, Φωτογραφίες: Reuters