Το παρασκήνιο των Βρυξελλών: Ψάχνουν διατύπωση για τη δόση

Το παρασκήνιο των Βρυξελλών: Ψάχνουν διατύπωση για τη δόση
epa05660649 European commissioner in charge of Economic and Financial Affairs Pierre Moscovici (L) and Greek Finance Minister Euclidis Tsakalotos (R) during Eurogroup finance ministers meeting in Brussels, Belgium, 05 December 2016. Eurogroup discuss member states' draft budgetary plans for 2017 and will be briefed by the institutions on the state of play of the Greek second review of the economic adjustment programme. EPA/OLIVIER HOSLET

Ζωτικής σημασίας η εκταμίευση της δόσης για την Ελλάδα στο Eurogroup – Η πρόταση που δεν αλλάζει, το χρέος και η γαλλική παρέμβαση.

Συναγερμός έχει σημάνει στους κύκλους των Βρυξελλών, καθώς αναζητείται μια συμβιβαστική διατύπωση, που θα οδηγήσει σε συμφωνία τουλάχιστον για τη δόση στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι εκτιμούν πως η εκταμίευση της δόσης είναι ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα, φοβούνται, ωστόσο, πως η μη επίτευξη συμφωνίας για το χρέος και η επαναφορά της προηγούμενης πρότασης της 22ας Μαϊου για συμμετοχή του ΔΝΤ χωρίς χρήματα, μπορεί να μη γίνει αποδεκτή από την κυβέρνηση.

Θυμίζουν, μάλιστα, πως η πρόταση, την οποία δεν έκανε αποδεκτή ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στο περασμένο Eurogroup ζητώντας περισσότερο χρόνο, δεν πρόκειται να αλλάξει.

Ήδη, αρκετοί αξιωματούχοι, υποστηρίζουν πως «η Ελλάδα δεν έχει περιθώρια να αρνηθεί τη συμβιβαστική πρόταση, καθώς κάτι τέτοιο θα προκαλούσε μια νέα κρίση ρευστότητας με δεδομένες τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας τον Ιούλιο».

Οι ίδιοι παράγοντες, πάντως, δεν κρύβουν την ανησυχία τους για το ενδεχόμενο η ελληνική κυβέρνηση να απορρίψει εκ νέου το σχέδιο για συμμετοχή του ΔΝΤ με μια «κατ’ αρχήν συμφωνία» και εκταμίευση της όποιας δόσης μόνο όταν υπάρξει απόφαση των Ευρωπαίων για ελάφρυνση χρέους.

«Δεν θα απέκλεια το ενδεχόμενο, η ελληνική κυβέρνηση να αρνηθεί τη λύση που της προσφέρεται στις 15 Ιουνίου και να επιδιώξει πολιτική συμφωνία στη Σύνοδο Κορυφής της 22ας Ιουνίου», δηλώνει στην «Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», αξιωματούχος των θεσμών, που παρακολουθεί από κοντά τη διαπραγμάτευση. Ο ίδιος αξιωματούχος εκτιμά πως «με την κίνηση αυτή, απλώς θα χαθεί χρόνος και θα δημιουργηθεί πρόσθετη ένταση, αφού είναι βέβαιο πως οι ηγέτες θα παραπέμψουν και πάλι στους θεσμούς και στο Eurogroup».

Άλλος υψηλόβαθμος παράγων της ΕΕ εκφράζει την ανησυχία του για το ενδεχόμενο μη έγκαιρης εκταμίευσης της δόσης και αναφέρει πως «η βασική προτεραιότητα της ελληνικής κυβέρνησης στο επόμενο Eurogroup θα πρέπει να είναι η εκταμίευση της δόσης». Ο ίδιος παράγων εκτιμά πως «εάν δεν υπάρξει απόφαση για τη δόση στις 15 Ιουνίου, μπαίνουμε σε ημέρες, που θα θυμίζουν καλοκαίρι του 2015», καθώς στις 20 Ιουλίου, το ελληνικό δημόσιο θα πρέπει να αποπληρώσει ομόλογα της ΕΚΤ, ύψους 7 δισ. ευρώ.

Σε αρκετές χώρες της Ευρωζώνης, κυρίως σε εκείνες που έχουν υιοθετήσει τη σκληρή γραμμή, υπάρχει δυσαρέσκεια και για τη στάση της Κομισιόν. Υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Ευρωζώνης, αλλά και των θεσμών, υποστηρίζουν πως «το κλίμα μέσα στο Eurogroup δεν μεταφέρεται σωστά στην ελληνική πλευρά, με αποτέλεσμα να καλλιεργούνται υπεραισιόδοξες προσδοκίες». Η δυσαρέσκεια αυτή, όπως επισημαίνουν, εκφράστηκε από τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, στο προηγούμενο Eurogroup, όπου έκανε λόγο για «δηλώσεις που καλλιέργησαν υψηλές προσδοκίες», όπως και από υπουργούς που απάντησαν στον Ευκλείδη Τσακαλώτο, όταν εκείνος τους κατηγόρησε πως «του καταστρέφουν το αφήγημα», ότι «δεν φταίμε εμείς, που καλλιεργήσατε υπερβολικές προσδοκίες».

Ήδη, πάντως, ο υπουργός Οικονομικών, μιλώντας στη Βουλή εμφανίστηκε για άλλη μια φορά αισιόδοξος ότι στο επόμενο Eurogroup θα υπάρξει βελτιωμένη πρόταση, την οποία η κυβέρνηση θα μπορέσει να αποδεχθεί.

Η κυβερνητική αισιοδοξία βασίζεται στην πρωτοβουλία του Γάλλου Προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος στέλνει τη Δευτέρα στην Αθήνα τον υπουργό Οικονομικών του, Μπρουνό Λε Μερ κομίζοντας μία συμβιβαστική πρόταση. Σύμφωνα με πληροφορίες, η γαλλική πρόταση θα προβλέπει «ρήτρα ανάπτυξης» για την ελάφρυνση του χρέους. Συγκεκριμένα, προτείνεται εφόσον η ανάπτυξη είναι χαμηλότερη από την προβλεπόμενη να δοθεί μεγαλύτερη επιμήκυνση στα δάνεια, ενώ αντίθετα εάν οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι μεγαλύτερη τότε το χρέος να αποπληρώνεται κανονικά.

13,5 δισ. ευρώ το κόστος της «σκληρής» διαπραγμάτευσης

Η «σκληρή» διαπραγμάτευση για τη «συνολική συμφωνία» για χρέος και ποσοτική χαλάρωση, που κατέληξε μετά από 1 χρόνο σε μια συμβιβαστική διατύπωση και στην «εν αναμονή» συμμετοχή του ΔΝΤ κόστισε στην ελληνική οικονομία κάτι λιγότερο από 13,5 δισ. ευρώ.

Στην Έκθεση Συμμόρφωσης, που υπέβαλαν οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί κατά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης τον Ιούνιο του 2016 αναφέρεται πως, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα των αξιολογήσεων, η Ελλάδα θα έπρεπε να λάβει 13,3 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2017, με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Από αυτά, τα 5,1 δισ. ευρώ θα προορίζονταν για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του ελληνικού δημοσίου σε ιδιώτες προμηθευτές, δίνοντας μία ανάσα ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.

Για το δεύτερο τρίμηνο του 2017 τα χρήματα που προορίζονταν να εκταμιευθούν ανέρχονται σε 9,6 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας το συνολικό ποσό, που θα μπορούσε να εισρεύσει στην ελληνική οικονομία στα 22,9 δισ. ευρώ. Όλα αυτά, φυσικά, υπό την προϋπόθεση ότι η δεύτερη αξιολόγηση θα ολοκληρωνόταν εντός του πρώτου τριμήνου του έτους και η δεύτερη μέσα στο δεύτερο τρίμηνο, δηλαδή έως τα τέλη Ιουνίου.

Αντ’ αυτού, η δεύτερη αξιολόγηση δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, με αποτέλεσμα να συζητείται εάν έως τον Ιούλιο καταφέρουμε να πάρουμε τα 7 δις. ευρώ, που είχαν αρχικά προγραμματισθεί. Ακόμη, όμως και στην περίπτωση που η δόση, η οποία θα εγκριθεί είναι μεγαλύτερη και φθάσει τα 9,5 δισ. ευρώ, στην ελληνική οικονομία θα έχουν εισρεύσει 13,4 δισ. ευρώ λιγότερα από όσα θα μπορούσαν να εκταμιευθούν.

Δεν είναι τυχαία, άλλωστε, η αναφορά του επικεφαλής του EWG, Τόμας Βλιζερ, που άφησε αιχμές για τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, τονίζοντας πως «είμαστε ακόμη στη 2η αξιολόγηση, ενώ θα έπρεπε να βρισκόμαστε στην 8η».

Στο…κόστος της «σκληρής» διαπραγμάτευσης θα πρέπει να συνυπολογισθούν και η αλλαγή στις εκτιμήσεις για το ΑΕΠ, καθώς και οι εκκροές καταθέσεων, αλλά και η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία είχαν περάσει σε τροχιά μείωσης στα τέλη του προηγούμενου έτους.