Ξεπαγώνουν τα αιολικά, «ξεφουσκώνουν» τα φωτοβολταϊκά

Ξεπαγώνουν τα αιολικά, «ξεφουσκώνουν» τα φωτοβολταϊκά

Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας: Αναζητείται το ορθό ενεργειακό μείγμα για να αποφύγουμε ακόμα μια ελληνική «φούσκα». 

Της Πηνελόπης Μητρούλια*

Ούτε ένα ούτε δύο, άλλα δέκα συνολικά νομοσχέδια έχουν κατατεθεί τα τελευταία δύο χρόνια σε σχέση με τις Aνανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Μάλιστα, η τελευταία διάταξη του πολυνομοσχεδίου, που ψηφίστηκε τον Απρίλιο, ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών, με τους μικροϊδιοκτήτες φωτοβολταϊκών να ισχυρίζονται ότι θίγονται άμεσα.

«Αν ψηφιστούν οι συγκεκριμένες διατάξεις, τότε κινδυνεύουμε με οικονομικό αφανισμό, αφού δεν θα μπορούμε να εξοφλήσουμε τα δάνειά μας και θα πρέπει να βάλουμε ακόμα περισσότερο το χέρι στην τσέπη, καλούμενοι να πληρώσουμε ποσά που δεν διαθέτουμε» αναφέρει ο σύνδεσμός τους.

Αρκετοί από αυτούς υποστηρίζουν ότι όχι μόνο είναι χρεωμένοι, αλλά επιπλέον δεν έχουν πληρωθεί και για το ρεύμα που έχουν παραγάγει τους τελευταίους οκτώ μήνες.Από την άλλη, η Ελλάδα το 2013 κατέλαβε την 8η θέση της παγκόσμιας κατάταξης όσον αφορά την εγκατάσταση νέων φωτοβολταϊκών πάρκων, ανάμεσα σε χώρες όπως η Κίνα, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Ινδία, η Αυστραλία, η Γερμανία, η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ρουμανία.

Σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, την προηγούμενη χρονιά στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε επιπλέον ένα GW ηλιακής ενέργειας, δίνοντας τη δυνατότητα στη χώρα να καλύψει το 5,8% των ετήσιων αναγκών της σε ηλεκτρισμό.

Έχουμε πετύχει στη χρήση των ΑΠΕ;

Πρόκειται για μια μάλλον αμφιλεγόμενη επιτυχία μιας χώρας που την τελευταία εξαετία είναι βυθισμένη στην ύφεση και αναζητεί ένα νέο παραγωγικό μοντέλο για να στηρίξει την ανάκαμψη της οικονομίας της, τη μείωση του ποσοστού ανεργίας και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της. Και είναι αμφιλεγόμενη διότι η απουσία σχεδιασμού σε ό,τι αφορά το ενεργειακό μείγμα που έχει ανάγκη η χώρα για να εξασφαλίσει επαρκή, ποιοτική και σε ανταγωνιστικές τιμές ηλεκτρική ενέργεια, σε συνδυασμό με την υπερβολική πριμοδότηση του ηλεκτρισμού που προέρχεται από τον ήλιο, οδήγησαν σε ακόμη μία ελληνική «φούσκα».

Η αθρόα είσοδος των φωτοβολταϊκών στην αγορά –κυρίως κατά την τελευταία τριετία– έθεσε σε κίνδυνο την οικονομικότητα του συνόλου του ενεργειακού συστήματος της χώρας, ενώ το λεγόμενο «sunset effect», δηλαδή η απότομη απώλεια μεγάλου όγκου ενέργειας με τη δύση του ηλίου, προκαλεί ζητήματα ευστάθειας και επιβάλλει την ύπαρξη εφεδρικής ισχύος από θερμικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής. Έτσι, σε μια αγορά όπου η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας έχει την περίοδο της οικονομικής κρίσης μειωθεί κατά 20%, η απότομη είσοδος πανάκριβης ηλιακής ενέργειας και οι άλλες στρεβλώσεις δημιούργησαν έλλειμμα στον περίφημο λογαριασμό ΑΠΕ της τάξης των 500 εκατ. ευρώ στις αρχές του 2014. Το έλλειμμα αυτό μάλιστα, εάν τα πράγματα συνέχιζαν ως είχαν, θα έφτανε τα 800 εκατ. ευρώ στο τέλος του έτους.

Το «τσουνάμι» των φωτοβολταϊκών

«Ο σχεδιασμός έγινε το 2006, με το δεδομένο της ετήσιας αύξησης της ζήτησης κατά περίπου 4%» λέει ο Στέλιος Λουμάκης, πρόεδρος του Συνδέσμου Εταιρειών Παραγωγής Ενέργειας από Φωτοβολταϊκά, και προσθέτει: «Δεν αναθεωρήθηκε, με αποτέλεσμα σε μια υφεσιακή αγορά να έχουμε ένα “τσουνάμι” εισόδου νέων μονάδων όλων των τεχνολογιών που πλέον διαγκωνίζονται μεταξύ τους για τη διανομή μιας διαρκώς συρρικνούμενης πίτας».

Η αναθεώρηση του σχεδιασμού και των τιμών δεν έγινε ούτε για να παρακολουθηθεί η μείωση του κόστους επένδυσης των φωτοβολταϊκών. Έτσι, το 2007, με κόστος εγκατάστασης έξι εκατ. ευρώ ανά MW, οι ταρίφες ήταν στα 550 ευρώ. Παρέμειναν σε δυσθεώρητα ύψη, και τον Ιανουάριο του 2012 είχαμε ταρίφα 392 ευρώ και κόστος εγκατάστασης 1,7 εκατ. ευρώ ανά MW. Σήμερα το κόστος εγκατάστασης κινείται μεταξύ 1-1,5 εκατ. ευρώ ανά MW. Από σχεδόν μηδενική εγκατεστημένη ισχύ φωτοβολταϊκών το 2006 φτάσαμε το 2014 στα 2.586 MW, ξεπερνώντας έξι χρόνια νωρίτερα τον στόχο που είχε τεθεί για το 2020!

Τα φωτοβολταϊκά ως μέσο αγροτικής πολιτικής

Σύμφωνα με τον καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και πρώην πρόεδρο της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Παντελή Κάπρο, «τα φωτοβολταϊκά χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο αποταμίευσης με καλούς όρους για πολίτες που δεν είχαν καμία σχέση με τις επιχειρήσεις, ωστόσο είχαν απαράδεκτη αναδιανεμητική επίδραση στην κοινωνία, καθώς έφευγαν χρήματα από όλους τους καταναλωτές ηλεκτρισμού για να αποκτήσουν εισόδημα λίγοι».

Παράλληλα, οι κυβερνήσεις τα προηγούμενα χρόνια χρησιμοποίησαν τις τιμές της ενέργειας από φωτοβολταϊκά ως μέσο ενίσχυσης των αγροτών, δίνοντάς τους εμμέσως πλην σαφώς το εξής μήνυμα: «Δεν μπορώ να σε στηρίξω να παράγεις αγροτικά προϊόντα. Ξερίζωσε τις καλλιέργειες και φύτεψε πάνελ». Και αυτό έκαναν 2.500 αγρότες σε όλη την Ελλάδα, σε σύνολο περίπου 6.000 επιχειρήσεων παραγωγής ενέργειας από τον ήλιο και 15.000 φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων.

Ενδεικτικό της πολιτικής αυτής ήταν το γεγονός ότι κάποιες τράπεζες δανειοδοτούσαν την κατασκευή φωτοβολταϊκών πάρκων με μηδενικά ίδια κεφάλαια και επιτόκιο της τάξης του 11%. Έτσι ήταν όλοι ευχαριστημένοι. Μέχρι που φτάσαμε στο φαινόμενο των αγροτών-ηλεκτροπαραγωγών που, αντί να εργάζονται στα χωράφια, κάθονται στο καφενείο. Σήμερα το σύνολο του δανεισμού στον κλάδο αγγίζει τα τρία δισ. ευρώ, ενώ το ύψος των επενδύσεων υπολογίζεται σε περίπου πέντε δισ. ευρώ.

Το υπουργείο Ενέργειας, για να μην καταρρεύσει η αγορά (οι καθυστερήσεις στις πληρωμές των παραγωγών ηλεκτρισμού έφταναν μέχρι πρότινος τους οκτώ μήνες), υπό την ισχυρή πίεση της τρόικας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προχώρησε πρόσφατα σε δεύτερο «κούρεμα», μέσα σε τρία χρόνια, των εγγυημένων τιμών του ρεύματος των ΑΠΕ, μέσω του περίφημου New Deal. Ενός νομοθετήματος που ήδη εφαρμόζεται και όλοι ελπίζουν ότι θα μηδενίσει το έλλειμμα της αγοράς έως το τέλος του έτους, περιορίζοντας τις καθυστερήσεις των πληρωμών στις 60 ημέρες.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η συγκεκριμένη κίνηση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και το υπουργείο για να «χρυσώσει το χάπι», παρά τον κορεσμό που ομολογείται από όλους, ήρε το πάγωμα της αδειοδότησης νέων φωτοβολταϊκών, επιτρέποντας επιπλέον 200 MW κατά έτος έως το 2020. Η απόφαση αυτή, σύμφωνα με τον Στέλιο Λουμάκη, ήταν λανθασμένη, καθώς η αγορά των φωτοβολταϊκών «έχει πιάσει ταβάνι και δεν υπάρχουν περιθώρια νέων εγκαταστάσεων τουλάχιστον για τα επόμενα 4-5 χρόνια».

Η πολιτεία δεν παρακολούθησε την εξέλιξη του κόστους εγκατάστασης των φωτοβολταϊκών, με αποτέλεσμα να υπάρξουν πάρκα με αποδόσεις της τάξης του 35% και 40% για αρκετό διάστημα. Όμως, όπως λένε παράγοντες της αγοράς, όταν σου χαρίζουν κάτι τέτοιο, πρέπει να είσαι επιφυλακτικός. Πόσο βιώσιμο μπορεί να είναι; Ποιος θα το πληρώσει;
Τα ερωτήματα αυτά έμεναν αναπάντητα επί μακρόν, με αποτέλεσμα, παρά τις αυξήσεις του ειδικού τέλους υπέρ των ΑΠΕ που πληρώνουν όλοι οι καταναλωτές, το έλλειμμα της αγοράς να μεγαλώνει και να μετακυλίεται από τον ένα κρίκο της αλυσίδας στον άλλο. Σήμερα πλέον, μετά το New Deal, οι αποδόσεις έχουν μειωθεί κοντά στο 13% για το σύνολο των φωτοβολταϊκών πάρκων και, σύμφωνα με τα stress tests που έκαναν οι ειδικοί του υπουργείου, το σύνολο των επενδύσεων «βγαίνει» με σαφώς μειωμένα έσοδα, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις.

Τα ώριμα αλλά «παγωμένα» αιολικά

Το New Deal επηρέασε και την αγορά των αιολικών πάρκων, που για λόγους… ισονομίας υπέστη περιορισμένο «κούρεμα». Ως εκ τούτου, οι ταρίφες της αιολικής ενέργειας κυμαίνονται μεταξύ 82 και 86 ευρώ ανά MWh, επιφέροντας μειώση στις αποδόσεις μιας ήδη οριακής επενδυτικής κοινότητας, όπου οι κυρίαρχοι παίκτες είναι συγκεκριμένοι: Η γαλλική EDF με εγκατεστημένη ισχύ 322,8 MW, η ελληνική Τέρνα Ενεργειακή με 277,4 MW, η ισπανική Iberdrola Rokas με 250,7 MW, η ιταλική Enel Green Power με 200,5 MW, η ελληνική Ελλάκτωρ με 162,9 MW, η ΔΕΗ Ανανεώσιμες με 72,6 MW και η Protergia του ομίλου Μυτιληναίος που έχει εγκατεστημένα 36 MW και πρόσφατα ανακοίνωσε για την επόμενη διετία την κατασκευή νέων πάρκων συνολικής ισχύος 130 MW.

Υπέρμαχος των ΑΠΕ, o πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Αρθούρος Ζερβός, έχοντας διατελέσει επί πολλά χρόνια πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας, σημειώνει ότι η Ελλάδα χρειάζεται επενδύσεις και ο μοναδικός τομέας από τον οποίο μπορεί να έρθουν επενδύσεις τα επόμενα χρόνια, πέρα από τα έργα που ήδη έχει προγραμματίσει η ΔΕΗ σε ό,τι αφορά τη θερμική παραγωγή, είναι τα αιολικά πάρκα. Σύμφωνα με τον Αρθούρο Ζερβό, υπάρχουν μεγάλα ώριμα έργα που θα δώσουν προοπτική, αρκεί να υπάρξουν καλό κλίμα και σταθερότητα στο θεσμικό περιβάλλον.

«Τα αιολικά είναι οι μοναδικές ενεργειακές επενδύσεις που μπορεί να ενισχύσουν την εθνική οικονομία» λέει ο Σάββας Σεϊμανίδης, σύμβουλος του Ελληνικού Συνδέσμου Ηλεκτροπαραγωγών από Ανανεώσιμες Πηγές, και προσθέτει: «Για να προχωρήσουν χρειάζεται καλό κλίμα και τα “κουρέματα” είναι ένα κακό προηγούμενο. Ειδικά για τις ξένες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα που παρακολουθούν με προσοχή τις εξελίξεις, έχουν ανεπτυγμένα προγράμματα και περιμένουν να δουν εάν θα μειωθεί το ρίσκο για να προχωρήσουν».

Σύμφωνα με τον Ντίνο Μπενρουμπή, εντεταλμένο σύμβουλο και γενικό διευθυντή της ενεργειακής εταιρείας του ομίλου Μυτιληναίος, Protergia Α.Ε., «τα αιολικά είναι ένας αδικημένος κλάδος, παρά το γεγονός ότι οι επενδύσεις σε αυτά έχουν υψηλή ελληνική προτιθέμενη αξία, σε αντίθεση με τα φωτοβολταϊκά, στα οποία η ελληνική προστιθέμενη αξία είναι κατά πολύ χαμηλότερη».

Αυτή τη στιγμή το σύνολο της εγκατεστημένης ισχύος σε αιολικά πάρκα ανά την Ελλάδα ανέρχεται σε περίπου 1.850 MW, ενώ, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της χώρας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, το 2020 θα πρέπει να είναι 7.500 MW. Εδώ και ενάμιση χρόνο, όπως υποστηρίζει ο Σάββας Σεϊμανίδης, «ο ρυθμός εγκατάστασης νέων αιολικών είναι σχεδόν μηδενικός. Για να επιτευχθεί ο στόχος του 2020, θα πρέπει να εγκαθίστανται 950 MW ετησίως για τα επόμενα έξι χρόνια. Και αυτό είναι αδύνατον. Θα μπορούσαμε, βεβαίως, να προσεγγίσουμε τον στόχο. Αυτό επιδιώκουν οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο». Για την ανάπτυξη νέων αιολικών πάρκων δεν αρκεί η αποκατάσταση κλίματος ηρεμίας στην αγορά. Όλοι οι εμπλεκόμενοι εκτιμούν ότι η δημιουργία μικρών αιολικών πάρκων στην ηπειρωτική Ελλάδα αποτελεί παρελθόν. Τώρα πλέον αυτό που συζητείται είναι μεγάλα πάρκα στο Βόρειο Αιγαίο, την Κρήτη και τα άλλα νησιά. Όμως, προκειμένου να προχωρήσουν αυτές οι επενδύσεις, επιβάλλονται οι διασυνδέσεις των δικτύων των νησιών μεταξύ τους και με την ηπειρωτική χώρα, ώστε η αγορά να λειτουργεί ως ενιαίο σύνολο.

Οι σχεδιασμοί των διασυνδέσεων υπάρχουν ήδη, όμως το κόστος είναι τεράστιο και ο ΑΔΜΗΕ (θυγατρική της ΔΕΗ που έχει την ευθύνη της διαχείρισης των δικτύων υψηλής τάσης) δεν διαθέτει τα κεφάλαια. Η πολιτεία, προκειμένου να προσελκύσει ιδιωτικές επενδύσεις στα δίκτυα υψηλής τάσης, προωθεί την πώληση του 66% του μετοχικού κεφαλαίου του ΑΔΜΗΕ σε ιδιώτη επενδυτή, ο οποίος θα έχει το management της επιχείρησης. Από τις εξελίξεις σε αυτό το πεδίο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η ανάπτυξη των αιολικών πάρκων στα νησιά και για τον λόγο αυτό η αγορά επί του παρόντος τηρεί στάση αναμονής.

* Το κείμενο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα

Διαβάστε ακόμα:

Φέρνοντας την ηλεκτρική ενέργεια στα μέτρα σου

Αυξάνεται η κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές

Οι startups της «καθαρής» ενέργειας

Μπαταρίες ηλιακής ενέργειας για το σπίτι