ΤτΕ: Στο 2,3% η ανάπτυξη το 2025 και 2% για το 2026 – Ανθεκτική η ελληνική οικονομία παρά την παγκόσμια αβεβαιότητα

ΤτΕ: Στο 2,3% η ανάπτυξη το 2025 και 2% για το 2026 – Ανθεκτική η ελληνική οικονομία παρά την παγκόσμια αβεβαιότητα
Flag of Greece waving on top of Greek Parliament during a sunny day. Travel to Greece concept photo. Photo: Shutterstock
Σταθερή διατηρεί η Τράπεζα της Ελλάδος την εκτίμησή της για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο 2,3% φέτος, παρά τις πιέσεις από τη διεθνή αστάθεια και τον επίμονο πληθωρισμό.

Αμετάβλητη στο 2,3% διατηρεί η Τράπεζα της Ελλάδος την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ το 2025, σύμφωνα με την Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που παρουσίασε ο διοικητής της, Γιάννης Στουρνάρας. Η έκθεση, που κατατέθηκε στον Πρόεδρο της Βουλής και στο Υπουργικό Συμβούλιο, επισημαίνει πως η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς, παρά τη διεθνή αβεβαιότητα και τις επίμονες πληθωριστικές πιέσεις.

Η ΤτΕ τονίζει την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και τις συνέπειες των γεωπολιτικών εντάσεων, της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής διεθνώς και των ανισορροπιών στο εξωτερικό περιβάλλον. Παρ’ όλα αυτά, προβλέπει διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής στην Ελλάδα, στηριζόμενη στις επενδύσεις, τις εξαγωγές και την ανθεκτικότητα της κατανάλωσης.

Η συγκράτηση του πληθωρισμού παραμένει πρόκληση, καθώς εξακολουθεί να επηρεάζει την αγοραστική δύναμη και το επιχειρηματικό κλίμα, ιδίως εν μέσω μεταβλητότητας στις αγορές ενέργειας και τροφίμων. Η έκθεση της ΤτΕ επισημαίνει ότι η ισχυρή εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης, η δημοσιονομική πειθαρχία και οι στοχευμένες μεταρρυθμίσεις είναι κρίσιμες για τη διατήρηση της σταθερότητας και τη βελτίωση της παραγωγικότητας.

Η παγκόσμια οικονομία οδηγείται σε περαιτέρω επιβράδυνση το 2025 υπό το βάρος ενός πιο περιοριστικού περιβάλλοντος για το διεθνές εμπόριο και μιας απότομης αύξησης της αβεβαιότητας εξαιτίας της εμπορικής και οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ, αλλά και λόγω της αναζωπύρωσης των γεωπολιτικών εντάσεων.

H ανακοίνωση της επιβολής “ανταποδοτικών” δασμών από τις ΗΠΑ σχεδόν σε όλους τους εμπορικούς εταίρους τους στις αρχές Απριλίου του 2025 προκάλεσε αναταραχή στις διεθνείς αγορές μετοχών και ομολόγων. Σε αυτό το περιβάλλον, για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1970, παρατηρείται αυξημένη επιφυλακτικότητα των επενδυτών έναντι των αμερικανικών ομοσπονδιακών ομολόγων, καθώς ρευστοποιήθηκαν επενδυτικές θέσεις σε αυτά και ταυτόχρονα οι επενδυτές αναζητούσαν ασφαλή καταφύγια.

Πρόκειται για εξέλιξη με ιστορική βαρύτητα, που υποδηλώνει τη μειωμένη εμπιστοσύνη των επενδυτών στην οικονομική πολιτική των ΗΠΑ, αντικατοπτρίζοντας βαθύτερες ανησυχίες για τη μακροοικονομική σταθερότητα και τη δημοσιονομική πορεία των ΗΠΑ. Από μόνο του αυτό το γεγονός λειτουργεί ως καταλύτης στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς διαβρώνεται η θέση των αμερικανικών ομοσπονδιακών ομολόγων ως ομολόγων αναφοράς χωρίς κίνδυνο. Ταυτόχρονα, στη ζώνη του ευρώ καταγράφηκαν καθαρές εισροές σε μακροπρόθεσμα ομόλογα και στην αγορά χρήματος, ενώ σημειώθηκε και ανατίμηση του ευρώ, καθώς οι ευρωπαϊκοί τίτλοι αποτελούν ένα σταθερό και ασφαλές επενδυτικό καταφύγιο, αναδεικνύοντας μια σημαντική ευκαιρία για την ευρωπαϊκή οικονομία, με ενίσχυση του ρόλου του ευρώ ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος.

Η οικονομία της ζώνης του ευρώ επέδειξε ανθεκτικότητα στις αρχές του 2025, ωστόσο η ανάπτυξη υπόκειται σε καθοδικούς κινδύνους. Ο υψηλός βαθμός αβεβαιότητας, ως απόρροια των επιδεινούμενων συνθηκών στο διεθνές εμπόριο, της εντεινόμενης γεωπολιτικής αστάθειας και της μεταβλητότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές, αποδυναμώνει τα κίνητρα για επενδύσεις και υπονομεύει την καταναλωτική εμπιστοσύνη. Παρά τις προκλήσεις που πηγάζουν από το εξωτερικό περιβάλλον, η οικονομική δραστηριότητα επιταχύνθηκε το α΄ τρίμηνο του 2025, κυρίως λόγω της αύξησης των επενδύσεων και των εξαγωγών εν αναμονή υψηλότερων δασμών.

Το πρώτο πεντάμηνο του 2025 η διαδικασία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού στην ευρωζώνη συνεχίστηκε. Οι περισσότεροι δείκτες υποκείμενου πληθωρισμού υποδηλώνουν ότι ο γενικός πληθωρισμός, μετά από μια παροδική υποχώρηση κάτω από το στόχο, πρόκειται να σταθεροποιηθεί διατηρήσιμα στο μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) τον Ιανουάριο, το Μάρτιο, τον Απρίλιο και τον Ιούνιο μείωσε, κατά 25 μονάδες βάσης κάθε φορά, το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ελληνική οικονομία: Διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής παρά την αύξηση της διεθνούς αβεβαιότητας – Επιμονή του πληθωρισμού

Παρά τη σημαντική ενίσχυση της αβεβαιότητας, το α΄ τρίμηνο του 2025, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας ήταν 2,2%. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν κυρίως η ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση και οι εξαγωγές αγαθών, ενώ η συμβολή των εξαγωγών υπηρεσιών, των επενδύσεων και των εισαγωγών ήταν αρνητική. Παράλληλα, η απασχόληση αυξάνεται, το ποσοστό ανεργίας έχει υποχωρήσει σε μονοψήφια επίπεδα και η στενότητα στην αγορά εργασίας αποκλιμακώνεται. Οι βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας στη βιομηχανία, τις κατασκευές και τις υπηρεσίες, παρά τις διακυμάνσεις, παραμένουν σε θετικό έδαφος. Οι προσδοκίες των επιχειρήσεων διατηρούν το δυναμισμό τους φθάνοντας σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ, σε αντίθεση με την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, η οποία φαίνεται να επηρεάζεται από τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον.

Ο γενικός πληθωρισμός παρουσιάζει στοιχεία επιμονής, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η αποκλιμάκωσή του σε σχέση με τον πληθωρισμό για το σύνολο της ζώνης του ευρώ. Ο γενικός πληθωρισμός παρέμεινε κατά μέσο όρο κοντά στο 3% τους πέντε πρώτους μήνες του 2025, ωστόσο το Μάιο αυξήθηκε στο 3,3% (έναντι 1,9% στην ευρωζώνη), κυρίως λόγω της αύξησης των τιμών στα είδη διατροφής και στα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά. Η επιμονή του πληθωρισμού των υπηρεσιών, λόγω μισθολογικών αυξήσεων, έμμεσων φόρων (στην εστίαση και στη διαμονή) και υψηλής, εξωτερικής κυρίως, ζήτησης (τουρισμός), εμποδίζει την ταχεία αποκλιμάκωσή του.

Δημοσιονομικές εξελίξεις: Οι προσπάθειες αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής οδηγούν σε διατηρήσιμη υπεραπόδοση των δημόσιων εσόδων – Μεγάλη υποχώρηση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ

Το 2024 καταγράφηκε για πρώτη φορά από το 2019 μεταστροφή του αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης από έλλειμμα 1,4% του ΑΕΠ το 2023 σε πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ. Το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας σημαντικά την πρόβλεψη του Προϋπολογισμού. Οι επιδόσεις αυτές αποτελούν ιστορικό ορόσημο για τα δημοσιονομικά δεδομένα τουλάχιστον της τελευταίας τριακονταετίας.

Παράλληλα, συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), η Ελλάδα πέτυχε τη μεγαλύτερη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, κατά 10,3 ποσοστιαίες μονάδες σε 153,6% του ΑΕΠ. Η καλύτερη της προβλεπόμενης δημοσιονομική επίδοση το 2024 οφείλεται στην υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων έναντι των στόχων, καθώς και στη συγκράτηση των πρωτογενών δαπανών. Οι παράγοντες που συνέβαλαν στην υπεραπόδοση έναντι των δημοσιονομικών στόχων για το 2024 είναι διατηρήσιμοι, γεγονός που δημιούργησε μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο και επέτρεψε την υιοθέτηση νέων μόνιμων δημοσιονομικών παρεμβάσεων από το 2025.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Χρηματοπιστωτικές εξελίξεις: Οι θετικές εγχώριες εξελίξεις λειτουργούν ως ανάχωμα στην αυξημένη διεθνή αβεβαιότητα

Το 2025 οι αποδόσεις των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου έχουν ακολουθήσει τις εξελίξεις στις αποδόσεις των άλλων κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης. Έτσι, αυξήθηκαν στα μέσα Μαρτίου, καθώς επηρεάστηκαν ανοδικά από την αύξηση των αποδόσεων των γερμανικών ομολόγων. Όμως, κατά τη διάρκεια της αναταραχής του Απριλίου στις διεθνείς αγορές, μειώθηκαν σε στενή συνάφεια με εκείνες των υπόλοιπων κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ.

Οι αποδόσεις των ελληνικών τραπεζικών και λοιπών εταιρικών ομολόγων συνέχισαν να υποχωρούν παρά την αναταραχή του Απριλίου. Στις θετικές αυτές εξελίξεις συμβάλλουν οι συνεχιζόμενες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου. Σε συνάφεια με τις αναβαθμίσεις της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης, συνεχίστηκαν οι αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ελληνικών τραπεζών. Έτσι, γίνεται σαφές ότι οι θετικές εγχώριες εξελίξεις λειτουργούν ως ανάχωμα στην αυξημένη αβεβαιότητα που επικρατεί στο διεθνές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον.

Οι τιμές των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών συμβάδισαν εν πολλοίς με τις διεθνείς εξελίξεις, συνεχίζοντας την ανοδική τους πορεία στις αρχές του 2025, ενώ η σημαντική υποχώρηση που κατέγραψαν στις αρχές Απριλίου, λόγω της αναταραχής στις διεθνείς αγορές, αντιστράφηκε στη συνέχεια σε μεγάλο βαθμό. Σε κλαδικό επίπεδο, τη θετική επίδοση του γενικού δείκτη από τις αρχές του 2025 στήριξαν οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών, ενώ οι περισσότεροι κλάδοι κατέγραψαν θετικές αποδόσεις.

Τραπεζικός τομέας: Υποχώρηση των καταθέσεων, μείωση των επιτοκίων δανεισμού και αύξηση των χορηγήσεων

Τα επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας διατήρησαν πτωτική πορεία σε συνέπεια με τις μειώσεις των επιτοκίων πολιτικής του Ευρωσυστήματος, ενώ τα επιτόκια στις καταθέσεις διάρκειας μίας ημέρας (λογαριασμοί τρεχούμενοι, όψεως και ταμιευτηρίου) παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητα. Η μείωση των επιτοκίων καταθέσεων προθεσμίας των νοικοκυριών υπήρξε πιο συγκρατημένη, προκειμένου να αποθαρρύνει μετακινήσεις αποταμιευτικών κεφαλαίων προς εναλλακτικές τοποθετήσεις.

Μετά από συνολική ετήσια αύξηση κατά 8,6 δισ. ευρώ το 2024, τους τέσσερις πρώτους μήνες του 2025 το απόθεμα των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα κατέγραψε σωρευτική μείωση κατά 4,9 δισ. ευρώ και διαμορφώθηκε τον Απρίλιο του 2025 σε 198,4 δισ. ευρώ. Η διατήρηση των επιτοκίων καταθέσεων σε χαμηλά επίπεδα (τόσο σε ονομαστικούς όσο και σε πραγματικούς όρους) ενθάρρυνε τη μετατόπιση σημαντικού ύψους διαθεσίμων προς άλλες αποταμιευτικές επιλογές, οι οποίες προσφέρουν καλύτερες αποδόσεις.

Το κόστος τραπεζικού δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών εν γένει υποχώρησε το τρέχον έτος, σε συνέπεια με την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Το κόστος τραπεζικού δανεισμού των επιχειρήσεων μειώθηκε κατά τι περισσότερο, καθώς η πλειονότητα των νέων χορηγήσεων έφερε επιτόκιο κυμαινόμενο ή σταθερό έως ένα έτος. Όσον αφορά τα νοικοκυριά, η ενσωμάτωση των μειώσεων των επιτοκίων πολιτικής στα τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων υπήρξε πιο περιορισμένη από ό,τι για τις επιχειρήσεις, καθώς μεγαλύτερο μερίδιο των νέων δανείων είχε σταθερό επιτόκιο.

Τον Απρίλιο του 2025 ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) διαμορφώθηκε στο υψηλότερο επίπεδο (17,2%) που έχει παρατηρηθεί από τις αρχές του 2009. Tην παροχή επιχειρηματικών πιστώσεων υποβοήθησαν τα προγράμματα συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας αναπτυξιακών φορέων, καθώς και τα τραπεζικά δάνεια συγχρηματοδότησης των επενδυτικών σχεδίων τα οποία εντάσσονται στο Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF).

Ο ρυθμός ανόδου των καταναλωτικών δανείων το α΄ τετράμηνο του 2025 σημείωσε μικρή επιβράδυνση. Αντίθετα, ο ρυθμός συρρίκνωσης των στεγαστικών δανείων περιορίστηκε. Η ετήσια μείωση των τραπεζικών επιτοκίων για στεγαστικά δάνεια συμβάλλει θετικά στη ζήτηση πιστώσεων, η οποία ενισχύεται και από την άνοδο του δείκτη τιμών των κατοικιών. Τα προγράμματα “Σπίτι μου ΙΙ” και “Αναβαθμίζω το Σπίτι μου” επίσης στηρίζουν τη χορήγηση στεγαστικών δανείων από τις εγχώριες τράπεζες.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τραπεζικό σύστημα: Βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών και αναβαθμίσεις του αξιόχρεου των τραπεζών

Το 2024 και το α΄ τρίμηνο του 2025 συνεχίστηκαν οι αναβαθμίσεις του αξιόχρεου των τραπεζών, εξέλιξη που αντανακλά τη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών τους, την ενίσχυση του πλαισίου μακροπροληπτικής πολιτικής και τις θετικές επιδράσεις από τις αναβαθμίσεις της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης. Το α΄ τρίμηνο του 2025 η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκε σε ετήσια βάση, αντανακλώντας κυρίως την αύξηση των εσόδων από προμήθειες και τη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Τα στοιχεία του α΄ τριμήνου του 2025 δείχνουν ότι συνεχίζεται η ενίσχυση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών, ενώ βελτιώθηκε περαιτέρω η ποιότητα του δανειακού τους χαρτοφυλακίου και η ρευστότητά τους διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα.

Προβλέψεις

Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2025 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,3%, να υποχωρήσει στο 2,0% το 2026 και να επιταχυνθεί οριακά στο 2,1% το 2027. Αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι υψηλότεροι από το μέσο όρο της ευρωζώνης, συμβάλλοντας στη σταδιακή σύγκλιση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος προς το μέσο επίπεδο της ΕΕ. Βασικότερη συνιστώσα της μεγέθυνσης αναμένεται να είναι η κατανάλωση, ενώ οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά. Οι άμεσες επιπτώσεις στο ΑΕΠ της Ελλάδος από την επιβολή δασμών εκτιμώνται περιορισμένες, καθώς οι ΗΠΑ δεν αποτελούν σημαντική αγορά για τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών, αντιπροσωπεύοντας μερίδιο μικρότερο από 5% στις συνολικές εξαγωγές το 2024. Οι επιπτώσεις για την Ελλάδα θα είναι κυρίως έμμεσες, με βασικότερο δίαυλο μετάδοσης τη μείωση της εξωτερικής ζήτησης της ευρωζώνης και δευτερευόντως την αύξηση της αβεβαιότητας.

Ο πληθωρισμός βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) θα συνεχίσει να αποκλιμακώνεται την επόμενη τριετία. Το 2025 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,5%, αντανακλώντας την επιμονή του πληθωρισμού των υπηρεσιών, λόγω κυρίως των αναμενόμενων αυξήσεων των αμοιβών εργασίας και των ενοικίων και των πιέσεων από την υψηλή τουριστική ζήτηση. O πυρήνας του πληθωρισμού θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, παρουσιάζοντας σημαντική απόκλιση από το μέσο όρο της ευρωζώνης και αντανακλώντας εν μέρει το θετικό παραγωγικό κενό της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, αναμένεται να μειωθεί αισθητά στο 2,2% έως το 2027, εξαιτίας της αποκλιμάκωσης κυρίως του πληθωρισμού των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών.

Κίνδυνοι και αβεβαιότητες

Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάπτυξη είναι κυρίως καθοδικοί. Αναλυτικότερα, κινδύνους για τις βραχυχρόνιες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αποτελούν: (α) η περαιτέρω αύξηση του προστατευτισμού στο διεθνές εμπόριο και πιο σημαντική της αναμενόμενης επιβράδυνση της οικονομίας της ευρωζώνης, (β) οι ισχυρότερες αρνητικές επιδράσεις στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες και στην αγορά ενέργειας από τη γενικευμένη αβεβαιότητα και τις οξυνόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, (γ) η μεγαλύτερη στενότητα στην αγορά εργασίας και ενδεχόμενες υψηλότερες μισθολογικές πιέσεις, (δ) ενδεχόμενες φυσικές καταστροφές που συνδέονται με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, (ε) ο χαμηλότερος του αναμενομένου ρυθμός απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και (στ) η βραδύτερη του αναμενομένου υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, με δυσμενείς επιδράσεις στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Προκλήσεις

Παρά τις αξιόλογες επιτυχίες και την ανθεκτικότητα που έχει επιδείξει η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια, εξακολουθούν να υπάρχουν εμπόδια και προκλήσεις που δρουν ανασταλτικά στην αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα επιβαρύνεται από το σχετικά επαχθές και συχνά μεταβαλλόμενο κανονιστικό και διοικητικό πλαίσιο που στερείται διαφάνειας και από ένα νομικό σύστημα που δεν θεωρείται αρκετά αποτελεσματικό και προστατευτικό των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Οι κανονιστικοί φραγμοί, η παραοικονομία και η περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συνεχίζουν να παρεμποδίζουν τον ανταγωνισμό, τις ιδιωτικές επενδύσεις και την αύξηση της παραγωγικότητας. Οι αναντιστοιχίες δεξιοτήτων, τα χαμηλά αποτελέσματα εκπαίδευσης, η υστέρηση σε βασικές δεξιότητες και η έλλειψη κατάλληλων κινήτρων αποθαρρύνουν τους ανθρώπους από την αναζήτηση εργασίας και περιορίζουν την καινοτομία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Προτάσεις πολιτικής

Για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που σχετίζονται με τις εγχώριες διαρθρωτικές αδυναμίες, αλλά και οι αβεβαιότητες που συνδέονται με το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, και για να διασφαλιστεί η σταθερότητα και η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, προτείνονται οι ακόλουθες μεταρρυθμίσεις και παρεμβάσεις πολιτικής.

Η διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους πρέπει να παραμείνει προτεραιότητα της δημοσιονομικής πολιτικής. Για το λόγο αυτό, καθοριστικής σημασίας είναι η συμμόρφωση με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες. Παράλληλα, η σχεδιαζόμενη πρόωρη αποπληρωμή του υπολειπόμενου ποσού των δανείων του πρώτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, με χρήση των ταμειακών διαθεσίμων, θα υποβοηθήσει την ταχύτερη αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους σε σύγκριση με τον υφιστάμενο μεσοπρόθεσμο στόχο, θα οδηγήσει σε αισθητή μείωση των μελλοντικών ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών, θα περιορίσει το κόστος εξυπηρέτησης και θα ενισχύσει τη βιωσιμότητα του χρέους.

Από την άλλη πλευρά, χρειάζονται και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις που καθιστούν τη δημοσιονομική πολιτική φιλικότερη προς την ανάπτυξη. Προτεραιότητα σε αυτόν τον τομέα αποτελούν οι μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης του φορολογικού συστήματος και στη βελτίωση της ποιότητας και αποδοτικότητας των δημόσιων δαπανών.

Η έγκαιρη απορρόφηση και εκταμίευση των πόρων του RRF προς τον ιδιωτικό τομέα είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη των προβλεπόμενων ρυθμών αύξησης των επενδύσεων κατά την περίοδο 2025-2026. Η αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων θα βοηθήσει στην επιτάχυνση της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης, οι οποίες θα ενισχύσουν το μεσοπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Επίσης, χρειάζονται πρόσθετες προσπάθειες για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και τη μετάβαση σε μια οικονομία μέσης και υψηλής εντάσεως τεχνολογίας. Βασική προτεραιότητα είναι οι μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα, όπως η απλοποίηση των κανονιστικών ρυθμίσεων για τις επιχειρήσεις, η βάθυνση των εγχώριων αγορών πιστώσεων και κεφαλαίων, η ενίσχυση της καινοτομίας και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του κράτους.

Οι μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην απλοποίηση του κανονιστικού πλαισίου για τις επιχειρήσεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν δράσεις μείωσης της γραφειοκρατίας, περιορισμού των εμποδίων εισόδου και εξόδου επιχειρήσεων από την αγορά, βελτίωσης του χωροταξικού σχεδιασμού και απλοποίησης των διαδικασιών χρήσης γης. Οι μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την καινοτομία, την έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α) και τον ψηφιακό μετασχηματισμό θα πρέπει να επικεντρωθούν στην παροχή στοχευμένων φορολογικών κινήτρων για Ε&Α, στην αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης για Ε&Α, στην επέκταση του ψηφιακού μετασχηματισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και στην ενίσχυση της χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης. Η διασύνδεση της έρευνας με τις επιχειρήσεις, ειδικά με τη βιομηχανία, είναι καταλυτικής σημασίας για την παραγωγή καινοτομίας. Σε ό,τι αφορά τη βελτίωση της κρατικής αποτελεσματικότητας, βασικές προτεραιότητες αποτελούν η ενίσχυση των υποδομών και του κράτους δικαίου, καθώς και η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης.

Ταυτόχρονα, ένα αποτελεσματικό σύστημα χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης αυξάνει την κινητοποίηση αποταμιευτικών πόρων από εγχώριες και ξένες πηγές, συμβάλλει στην αποδοτικότερη κατανομή των δανειακών κεφαλαίων και οδηγεί στην αύξηση των επενδύσεων. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών και θα πρέπει να αποφευχθούν νέες καθαρές εισροές μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επιπρόσθετα, είναι πολύ σημαντική η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης, με αξιοποίηση του νέου Ταμείου Μικροπιστώσεων, καθώς και με την πρόσβαση σε εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης μέσω των αγορών κεφαλαίων.

Μια εύρυθμη αγορά εργασίας και ένα μεγαλύτερο και καλύτερα εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό μπορούν να αυξήσουν άμεσα όχι μόνο την παραγωγή μέσω υψηλότερης εισροής εργασίας, αλλά και την παραγωγικότητα, ανακατανέμοντας ταχύτερα τους εργαζομένους προς αναπτυσσόμενους κλάδους και επιχειρήσεις, που έτσι μπορούν καλύτερα να αξιοποιήσουν νέες τεχνολογικές ευκαιρίες. Οι βασικές προτεραιότητες αφορούν την αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου μέσω της βελτίωσης του εκπαιδευτικού συστήματος και της αναμόρφωσης και επέκτασης των προγραμμάτων κατάρτισης των ανέργων, την παροχή κινήτρων για τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, κατά κύριο λόγο γυναικών, νέων, αλλά και ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας, τον επαναπατρισμό των Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού, αλλά και την προσέλκυση και ενσωμάτωση ξένων εργαζομένων, ιδίως εκείνων με πολύτιμες δεξιότητες.

Δεδομένου ότι η εγχώρια αποταμίευση δεν επαρκεί για να καλύψει τις απαιτούμενες επενδύσεις, είναι επιτακτικά αναγκαία η συνέχιση της προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ). Σημαντική ώθηση στις ΞΑΕ θα μπορούσε επίσης να προέλθει και από την ταχύτερη υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποίησης και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας. Ωστόσο, κρίσιμος παράγοντας για τις επενδύσεις είναι η διατήρηση της μακροοικονομικής, δημοσιονομικής και πολιτικής σταθερότητας.

Η αύξηση των επενδύσεων σε βάθος χρόνου προϋποθέτει και την αύξηση των αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα. Προς την κατεύθυνση αυτή θα μπορούσαν να συμβάλουν η ισχυροποίηση του τρίτου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή της ιδιωτικής ασφάλισης, καθώς και η προώθηση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού.

Τέλος, με δεδομένη την εξάρτηση της Ελλάδος από τα ορυκτά καύσιμα, απαιτούνται επειγόντως περισσότερες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και αναβαθμίσεις του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας. Στο ίδιο πλαίσιο, χρειάζονται πρόσθετες δράσεις περιορισμού του ενεργειακού κόστους, όπως ενίσχυση των ενεργειακών διασυνδέσεων με γειτονικές χώρες, η αύξηση της χωρητικότητας των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και η επανεξέταση των ρυθμιζόμενων χρεώσεων και της υψηλής φορολογίας της ενέργειας.

Το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον γίνεται ολοένα πιο αβέβαιο, με εντεινόμενες προκλήσεις, συνεχείς ανατροπές και οξυνόμενες γεωπολιτικές εντάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕ θα πρέπει να παραμείνει ενωμένη, να ενισχύσει το συντονισμό μεταξύ των κρατών-μελών της και να βαθύνει την οικονομική συνεργασία και ενοποίηση. Οι πρόσφατες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για τη σημαντική ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας (ReArm Europe Plan/Readiness 2030), καθώς και των επενδύσεων σε υποδομές και κρίσιμες νέες τεχνολογίες (Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας και Συμφωνία για Καθαρή Βιομηχανία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), συνιστούν ριζική αλλαγή στη χάραξη της ευρωπαϊκής πολιτικής, συμβάλλοντας σε βάθυνση της Ενιαίας Αγοράς, και μπορούν να δώσουν τεράστια ώθηση στην ευρωπαϊκή οικονομία, αυξάνοντας την ευελιξία και την ανθεκτικότητά της σε εξωτερικές διαταραχές.

Παράλληλα, η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης σε τομείς που αφορούν τη διαχείριση κρίσεων και τη θεμελίωση ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης των καταθέσεων, αλλά και η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ένωσης αποταμιεύσεων και επενδύσεων, θα εξασφαλίσουν οικονομίες κλίμακας και ομαλή ροή επενδύσεων σε ολόκληρη την ΕΕ. Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να αξιοποιηθεί η πολύ επιτυχημένη εμπειρία του NextGenerationEU ώστε να προωθηθεί σε μόνιμη βάση η έκδοση ενός κοινού ασφαλούς περιουσιακού στοιχείου σε ευρώ (ευρωομόλογο). Οι παραπάνω δράσεις θα ενδυναμώσουν την ευρωπαϊκή οικονομία και θα ενισχύσουν το διεθνή ρόλο του ευρώ ως εναλλακτικού αποθεματικού νομίσματος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: