Πώς γίνεται χώρες δίχως αμπέλια να εξάγουν τις μεγαλύτερες ποσότητες κρασιού στον κόσμο
- 16/10/2025, 09:17
- SHARE

Η κατανάλωση, παγκοσμίως, εκτιμάται στα 100 εκατ. εκατόλιτρα, η αξία στα 35 δις. ευρώ ετησίως με το 13% να έχει ήδη ταξιδέψει δύο φορές. Όμως η παραγωγή παραμένει συγκεντρωμένη γύρω από τον 40ό παράλληλο. Στη Μεσόγειο και το Νότιο Ημισφαίριο. Εκεί γεννιέται το κρασί, άλλο αν καταναλώνεται παντού. Κι όμως αυτοί οι δύο κόσμοι συνδέονται από τους νέους δρόμους διακίνησης που έχουν δημιουργηθεί και επαναπροσδιορίζουν τη ροή του κρασιού παγκοσμίως.
Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ, το Βέλγιο ή η Γερμανία, μπορεί να είναι μεγάλοι παραγωγοί, είναι όμως κρίσιμοι διαμετακομιστικοί κόμβοι, οι οποίοι εισάγουν, αποθηκεύουν, ανασυσκευάζουν και ξαναεξάγουν κρασί προς κάθε κατεύθυνση. Πρόκειται για μια σιωπηρή αλλά κρίσιμη λειτουργία του εμπορίου, το λεγόμενο re-exporting, όπως αναλύεται στην έρευνα «The Global Trade in Wine: Role and Relevance of Re-exportation Hubs» του Διεθνούς Οργανισμού Αμπέλου και Οίνου (OIV). Σύμφωνα με την έρευνα σχεδόν το 13% του παγκόσμιου εμπορίου κρασιού, δηλαδή περίπου 14 εκατ. εκατόλιτρα αξίας 4,5 δισ. ευρώ, αφορά κρασιά που έχουν ήδη ταξιδέψει μία φορά πριν.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Αν το 19ο αιώνα το εμπόριο κρασιού το κινούσαν οι Άγγλοι έμποροι του Μπορντό και του Πόρτο, σήμερα το τοπίο είναι πιο πολύπλοκο. Το Λονδίνο παραμένει ισχυρό κέντρο, αλλά πλάι του έχουν αναδυθεί ασιατικές πρωτεύουσες όπως η Σιγκαπούρη και το Χονγκ Κονγκ, που λειτουργούν ως αποθήκες για τις αγορές της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Νοτιοανατολικής Ασίας. Από το 2018 ως το 2024, η Σιγκαπούρη εξήγαγε κρασί αξίας σχεδόν 470 εκατ. ευρώ τον χρόνο χωρίς να παράγει σταγόνα και το Χονγκ Κονγκ περίπου 240 εκατ. ευρώ. Στην Ευρώπη, το Βέλγιο και η Ολλανδία αποτελούν τα logistics hubs της Βόρειας Ευρώπης, ενώ οι χώρες της Βαλτικής, όπως η Λετονία και η Λιθουανία, εξελίχθηκαν στους κυριότερους προμηθευτές κρασιού για τη Ρωσία.
Στη Νότια Αφρική, η Αγκόλα λειτουργεί ως κόμβος για την υποσαχάρια ήπειρο, ενώ στον Καναδά μεγάλο μέρος των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ προέρχεται από εισαγόμενα κρασιά που επαναδιατίθενται.
Η εικόνα της παραγωγής και κατανάλωσης κρασιού δείχνει τον λόγο που η εφοδιαστική αλυσίδα έγινε τόσο καθοριστική. Η παραγωγή παραμένει συγκεντρωμένη σε Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία που αντιπροσωπεύουν το 55% των παγκόσμιων εξαγωγών σε όγκο. Όμως η κατανάλωση έχει εξαπλωθεί: οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία εισάγουν μαζί το 38% των κρασιών του κόσμου.
Η ανισορροπία αυτή δημιούργησε ευκαιρίες για τους διαμετακομιστικούς κόμβους. Οι εταιρείες logistics επενδύουν σε τεχνολογίες συντήρησης, ανασυσκευασίας και ετικετοποίησης, επιτρέποντας σε χώρες χωρίς αμπελώνες να παίζουν ρόλο-κλειδί στη διεθνή αλυσίδα αξίας. Όπως παρατηρεί η OIV, «η διανομή παραμένει ένα από τα λιγότερο μελετημένα στοιχεία του εμπορίου κρασιού», παρότι είναι πλέον στρατηγικό ζήτημα.
Μια αγορά που ωριμάζει και ακριβαίνει
Από το 2000 μέχρι το 2024, η αξία του παγκόσμιου εμπορίου κρασιού αυξήθηκε κατά 4% ετησίως, ενώ ο όγκος μόλις κατά 2%. Οι κρίσεις του 2009 και του 2020 έφεραν προσωρινές μειώσεις, όμως η αγορά επέστρεψε ταχύτερα απ’ όσο περίμενε κανείς. Το premiumisation είναι η λέξη-κλειδί. Λιγότερα λίτρα, υψηλότερη τιμή ανά φιάλη. Σήμερα, τα αφρώδη κρασιά, αν και μόλις το 11% του όγκου, αποφέρουν σχεδόν το 25% της αξίας του παγκόσμιου εμπορίου.
Πέρυσι τα εμφιαλωμένα κρασιά σε φιάλες κάτω των 2 λίτρων αντιπροσώπευαν τα δύο τρίτα της συνολικής αξίας, ενώ τα κρασιά χύμα ή σε bag-in-box αποτελούν το ένα τρίτο του όγκου αλλά μόλις το 7% της αξίας. Οι διαφορές στις μέσες τιμές είναι τεράστιες, από 1 ευρώ/λίτρο για bulk wine μέχρι σχεδόν 8 ευρώ/λίτρο για αφρώδη.
Οι κερδισμένοι και οι χαμένοι
Η εικόνα της τελευταίας πενταετίας είναι αντιφατική. Οι ΗΠΑ, μετά την πανδημία, επανήλθαν δυναμικά, ξεπερνώντας τα 6 δισ. ευρώ σε εισαγωγές. Αντίθετα, οι εξαγωγές προς την Κίνα μειώθηκαν στο μισό. Το Ηνωμένο Βασίλειο, παρά το Brexit, παραμένει ανθεκτικό, με ετήσιες εισαγωγές άνω των 4,6 δισ. ευρώ. Όσο για τη Ρωσία, η νέα νομοθεσία και οι κυρώσεις έχουν αναδιαμορφώσει εντελώς τις ροές, μεταφέροντας τον κύριο όγκο μέσω της Βαλτικής.
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι επανεξαγωγές φτάνουν τα 13,97 εκατ. εκατόλιτρα, δηλαδή το 13,3% του παγκόσμιου εμπορίου κρασιού. Σε αξία αντιστοιχούν σε 4,55 δισ. ευρώ, με μέση τιμή 3,26 ευρώ/λίτρο.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι το Ηνωμένο Βασίλειο. Με μόλις 8 εκατ. λίτρα εγχώριας παραγωγής, εισάγει πάνω από 1,3 δισ. λίτρα και εξάγει 65 εκατ. λίτρα, κυρίως re-exports. Σύμφωνα με τη μεθοδολογία του OIV, περίπου 57,5 εκατ. λίτρα από αυτά είναι κρασιά που εισήχθησαν και ξαναεξήχθησαν. Η αξία τους; Πάνω από 550 εκατ. ευρώ ετησίως.
Τα βρετανικά re-exports είναι υψηλής αξίας, 9,6 ευρώ ανά λίτρο, καθώς πρόκειται κυρίως για premium και super-premium ετικέτες που αναδιανέμονται προς Σκανδιναβία, Βόρεια Αμερική και Ασία. Μετά το Brexit, οι όγκοι μειώθηκαν, αλλά η αξία εκτοξεύτηκε, αντικατοπτρίζοντας τη στροφή σε ποιοτικότερα προϊόντα.
Η Σιγκαπούρη λειτουργεί σαν το «Σουέζ του κρασιού». Εισάγει κρασί από τη Γαλλία, την Ιταλία και την Αυστραλία, το αποθηκεύει σε εξειδικευμένα logistics hubs και το ανακατευθύνει σε Ιαπωνία, Νότια Κορέα και Κίνα. Τα αφρώδη, ιδιαίτερα η σαμπάνια, αποτελούν μεγάλο μέρος αυτών των ροών. Το Χονγκ Κονγκ, μετά την κατάργηση των δασμών το 2008, έγινε ο φυσικός διάδρομος για τα premium κρασιά που κατευθύνονται στη Μητροπολιτική Κίνα. Παρότι η αγορά επιβραδύνθηκε μετά το 2020, η περιοχή παραμένει σημαντικός κόμβος με υψηλό μέσο όρο τιμής, πάνω από 40 ευρώ/λίτρο σε κάποιες περιπτώσεις.
Στην Ευρώπη, Βέλγιο, Ολλανδία και Δανία λειτουργούν ως αποθήκες για ολόκληρη τη Βόρεια αγορά. Το Βέλγιο εξάγει σχεδόν τα δύο τρίτα των κρασιών που εισάγει, συχνά μετά από επανασυσκευασία ή αναδιανομή προς το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Σκανδιναβία. Στη Γερμανία, το re-export είναι θεσμοθετημένο και διαφανές: πάνω από το 60% των εξαγωγών της βασίζεται σε εισαγόμενα κρασιά, κυρίως ιταλικά και γαλλικά. Στην Ολλανδία, οι οίνοι που εισάγονται από τη Νότια Ευρώπη διοχετεύονται στις αγορές της Βόρειας Θάλασσας.
Πίσω από τους αριθμούς υπάρχει μια βαθύτερη μετατόπιση. Οι παραδοσιακές αγορές δείχνουν ωριμότητα, με σταθερή κατανάλωση αλλά αυξανόμενες τιμές. Οι λευκοί και ροζέ οίνοι κερδίζουν μερίδιο εις βάρος των κλασικών ερυθρών, ενώ τα μη αλκοολούχα και τα low-alcohol κρασιά εισέρχονται δυναμικά. Οι παραγωγοί προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στην υπερπροσφορά και στις νέες τάσεις ποιότητας.
Παράλληλα, οι εφοδιαστικές κρίσεις, οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι δασμοί δημιουργούν νέους κινδύνους, αλλά και ευκαιρίες. Και οι κόμβοι re-export λειτουργούν, όπως σημειώνει η έρευνα, ως «μαξιλάρια απορρόφησης» των κραδασμών, διευκολύνοντας την προσαρμογή στις αλλαγές της ζήτησης.