Η κοινωνία γερνάει – Ας αλλάξουμε το αφήγημα

Η κοινωνία γερνάει – Ας αλλάξουμε το αφήγημα
ATHENS, GREECE, DECEMBER 10, 2015: view of interior of train station in piraeus part of athens Photo: Shutterstock
Πώς θα «σβήσει» το δημοσιονομικό πρόβλημα. Η αύξηση της επένδυσης στην μακροχρόνια φροντίδα μπορεί να αποβεί παραγωγική, λέει το ΙΟΒΕ.

Με δεδομένες τις προκλήσεις που θέτει το δημογραφικό, πέρα από τα μέτρα για την ενίσχυση της οικογένειας και την αύξηση της γεννητικότητας, θα πρέπει να αλλάξει και το αφήγημα της γηράσκουσας κοινωνίας προς μια προσέγγιση για τις προοπτικές της κοινωνίας της μακροζωίας, με επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο της τρίτης ηλικίας, στην ανάπτυξη δεξιοτήτων, στην αύξηση της απασχολησιμότητας (όχι της ηλικίας συνταξιοδότησης), στην υγεία και στην μακροχρόνια φροντίδα.

Στην Ελλάδα οι δημόσιες δαπάνες σε αυτούς τους τομείς είναι περιορισμένες -μόλις 0,1% του ΑΕΠ για την μακροχρόνια φροντίδα (IOBE)– αν και το προσδόκιμο ζωής κινείται λίγο πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ και τα δημογραφικά στοιχεία προσδίδουν στη χώρα ένα από τα πιο γερασμένα πληθυσμιακά προφίλ στην Ευρώπη.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα κάθε χρόνο περισσότερα από 700 σχολεία κλείνουν λόγω έλλειψης μαθητών. Θα μπορούσαν να γίνουν κέντρα καινοτομίας για την ενεργό γήρανση ή δομές για ηλικιωμένους; Πιθανόν ναι, λαμβάνοντας υπόψη ότι περίπου 300 χιλ. πολίτες στη χώρα υπολογίζεται ότι είναι πάνω από 80 ετών, με το ποσοστό αυτής της ηλικιακής ομάδας στο σύνολο του πληθυσμού να αυξάνεται ραγδαία, πάνω από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό ρυθμό.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις (Facts and Figures on Healthy Ageing and Long-Term Care, European Centre for Social Welfare and Policy Research) ο λόγος των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω προς τα άτομα σε ηλικία εργασίας αναμένεται να φτάσει το 55% σε ολόκληρη την ΕΕ έως το 2055. Αυτός ο λόγος προβλέπεται να αυξηθεί περαιτέρω στο 65% έως το 2100. Οι χώρες με τους υψηλότερους προβλεπόμενους δείκτες εξάρτησης το 2050 είναι η Ελλάδα (74,1%), η Πορτογαλία (68,6%), η Ιταλία (66%) και η Ισπανία (63,7%).

Αν και η μακροβιότητα δεν ενεργοποιεί αυτόματα την ανάγκη για φροντίδα, αυξάνει τις ανάγκες για υγεία και καθημερινή υποστήριξη αυτών των ατόμων όπως και άλλων που λόγω χρόνιας ασθένειας ή αναπηρίας δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν. Σύμφωνα με ειδική μελέτη του ΙΟΒΕ για τις τάσεις σε σχέση με την μακροχρόνια φροντίδα -στο πλαίσιο της τριμηνιαίας έκθεσής του για την ελληνική οικονομία- οι ανάγκες αυτές καλύπτονται συνήθως μέσω:

-Ιδρυματικής φροντίδας όπως γηροκομεία, μονάδες αποκατάστασης και ιδρύματα χρονίως πασχόντων

-Κατ’ οίκον φροντίδας

-Υπηρεσιών υποστήριξης μέσω νοσηλευτών, κοινωνικών λειτουργών και προσωπικών βοηθών και

-Δαπανών υγείας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά και κυρίως της Σκανδιναβίας, κύριος πάροχος μακροχρόνιας φροντίδας είναι το κράτος αλλά ακόμη και τα πιο επιτυχημένα συστήματα σε Σουηδία, Ολλανδία και Βέλγιο αντιμετωπίζουν προκλήσεις, από περιφερειακές ανισότητες και έλλειψη εργατικού δυναμικού μέχρι τους χρόνους αναμονής για υπηρεσίες. Την ίδια ώρα, στις περισσότερες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου ο ρόλος του κράτους ως μακροχρόνιου φροντιστή υποκαθίσταται σε μεγάλο βαθμό από παραδοσιακούς θεσμούς όπως η οικογένεια και η εκκλησία.

Ενδεικτικά σημειώνεται ότι ο αριθμός των θέσεων εργασίας σε μονάδες μακροχρόνιας φροντίδας ανά 100.000 κατοίκους μεταξύ των χωρών της ΕΕ είναι χαμηλότερος στη Βουλγαρία (25 θέσεις ανά 100.000) και στην Ελλάδα (26 θέσεις ανά 100.000). Αντίθετα οι υψηλότερες καταγράφονται σε Ολλανδία (1.420 θέσεις), Σουηδία (1.299 θέσεις) και Βέλγιο (1.283 θέσεις), χώρες που διαθέτουν πιο ανεπτυγμένα συστήματα μακροχρόνιας φροντίδας.

Ειδικά στην Ελλάδα, όπου (σύμφωνα με μελέτη του European Centre for Social Welfare Policy and Research, 2025) δεν υπάρχει ολοκληρωμένο επίσημο σύστημα μακροχρόνιας φροντίδας ή καθολική κάλυψη, οι δημόσιες δαπάνες για μακροχρόνια φροντίδα υστερούν συστηματικά σε σχέση με τον μ.ο. της ΕΕ-27, αλλά και συγκριτικά με τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και των Βαλκανίων. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα που επεξεργάστηκε το ΙΟΒΕ, οι δημόσιες δαπάνες για μακροχρόνια φροντίδα στην Ελλάδα το 2022 αντιστοιχούσαν μόλις στο 0,1% του ΑΕΠ, κατατάσσοντας τη χώρα στη δεύτερη χαμηλότερη θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ ο μ.ο. της ΕΕ-27 διαμορφώθηκε στο 1,7%. Υπογραμμίζεται η έντονη κοινωνική ζήτηση για ενίσχυση των σχετικών δαπανών, με πολλαπλασιασμό του μεριδίου του ευρωπαϊκού πληθυσμού άνω των 80 ετών (από 8% το 2022 σε 16% το 2070) και με τις εκτιμήσεις της ΕΕ να αναφέρουν ισχνή (έως και ανύπαρκτη) αύξηση των δαπανών μεταξύ 2022 και 2070.

Συμπερασματικά, δεδομένης αφενός της προβλεπόμενης αύξησης της ζήτησης για μακροχρόνια φροντίδα και αφετέρου της φθίνουσας παροχής μη κρατικής φροντίδας λόγω, π.χ., αλλαγών στη σύνθεση των νοικοκυριών και στη δομή της ελληνικής οικογένειας και ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, αναμένεται εντεινόμενη η ανάγκη ενίσχυσης της δημόσιας χρηματοδότησης της μακροχρόνιας φροντίδας στην Ελλάδα. Μάλιστα, σύμφωνα με τους αναλυτές του ΙΟΒΕ, τα οφέλη αυτής της επένδυσης, όπως, π.χ., η τόνωση της απασχόλησης, η προώθηση της ισότητας των φύλων μέσω της ενίσχυσης της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, η μείωση της εξάρτησης από την άτυπη φροντίδα και η στήριξη της περιφερειακής ανάπτυξης, μπορούν να υπερκεράσουν το δημοσιονομικό αποτύπωμά της, καθιστώντας την ουσιαστικά παραγωγική.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: